Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012

Το τικ κάτω από το πόδι

Σάββατο, 11 Φεβρουαρίου 2012


Το τικ κάτω από το πόδι


 Eκείνο το βράδυ της Αποκριάς του 1965,  όλοι στην κουζίνα του σπιτιού μας χόρευαν το «Μπάρμπα Θωμά, τον παινεμένο μαγκίτη που τον γέρασαν τα βάσανα και πλέον ο καημένος δεν μιλάει» κι ακόμη τους  "λαχανάδες που κάναν την κυρία κάτω στα Λεμονάδικα" .
 Ο Νίκος ο Κρεμαστάς είχε περάσει ένα μεγάφωνο, το ΄χε κρύψει στο μεγάλο χωνί που είχαμε για τον εξαερισμό της κουζίνας, και με ένα καλώδιο το είχε συνδέσει με το «στούντιό» του, ένα δωματιάκι κτισμένο με τσιμεντόλιθους στην ταράτσα του διπλανού σπιτιού του, πλάι στον περιστερώνα, γεμάτο με 45αρια δισκάκια. Εκεί όλη την ημέρα έγραφε λαθραίες κασέτες.
Κρατώντας μια παλαιότερη υπόσχεσή του, μας εγκατέστησε  το «σύστημα», έτσι το΄λεγε, κι όλη τη νύχτα μας έβαζε δίσκους. Πότε –πότε πετάγονταν και αυτός στο σπίτι μας, στην κουζίνα , όπου κατ΄ ανάγκη γίνονταν το γλέντι, και χόρευε μισοστρίβοντας κωμικά το, από σφαίρα του Εμφυλίου ανεπανόρθωτα λαβωμένο  κορμί του, σαν ημιπληγική χορεύτρια του οριεντάλ.
Οι υπόλοιποι ήσαν, απ΄ ό,τι θυμάμαι, ο θείος ο Γιώργος ο αδελφός της μάνας μου, η θεία η Κάτια η γυναίκα του, με την πεντάχρονη ξαδέλφη μου να κοιμάται συνεχώς σ΄ένα μικρό καναπέ, καθώς και η αδελφή της θείας, η δεκαπεντάχρονη, τότε, Ελένη, που θυμόνταν την ιστορία αυτή έως και πέρυσι που μας επισκέφτηκε από τη Νέα Ορλεάνη όπου, εδώ και σαράντα τόσα χρόνια, ζει με τον άντρα της , το γιο της και τα δυο της εγγόνια.
Ήταν ακόμη τα δυο ανύπαντρα τότε αδέλφια του πατέρα μου, ο Θανάσης και ο Λάκης και κάποιοι γείτονες- ανάπηροι πολέμου κι εκείνοι, σαν τον πατέρα.
Εκείνα τα χρόνια αυτά τα γλέντια ήσαν συνηθισμένα. Το σημερινό «τίποτε», ο αντίποδας της υπερκαταναλωτικής μας μανίας, ήταν, εκείνη την εποχή, το «κάτι», το μεταμφιεσμένο ενίοτε, και για τις ανάγκες εκείνου του καιρού, σε «πολύ», αλλοιωμένο με τον ίδιο μαγικό τρόπο με τον οποίο η γειτόνισσά μας, η κυρία Αρετή, έκανε λαμπηδόνες φαιδρές τους χωμάτινους βώλους- τους τύλιγε σε χρυσόχαρτα τσιγάρου και τους κρεμούσε στο «Χριστουγεννιάτικο δέντρο», ένα κλαρί ολόκληρο από αλμυρίθι.
Θέλω να πω ότι με λίγο τσίπουρο και με μεζέ λακέρδα και κεφαλοτύρι που έφερε η μάνα μου από το μπακαλικάκι μας, το μαγαζί όπως το λέγαμε, το κέφι είχε φτιάξει, ενδεχομένως ερήμην και του γελωτοποιού Κρεμαστά. Ο θείος ο Γιώργος είχε ξεθηλυκωθεί, τα πουκάμισα έξω, λαχανιασμένος και κατακόκκινος, όπως όταν ξεφόρτωνε τα καρπούζια από το φορτηγό του Χρυσόμαλλου, στο μαγαζάκι του της πλατείας της Πορταριάς.


******
(Εδώ, νομίζω ότι χωρεί το, κατά τη μόνιμη συνήθειά μου να σχολιάζω με άκαιρη πυκνότητα και μ΄ ένα τίτλο που ταξιδεύει σ΄ όλο το χώρο του κειμένου, εδώ νομίζω ότι ταιριάζει  το πικρό τρίστιχο):

Κι αυτό το υπέροχο χτες
Το στοίχειωνε το δικό του χτες-
Να γιατί γράφουμε  απέλπιδα.
*******


Όλη η παρέα είχε ξαναβρεθεί και  άλλοτε, και μάλιστα για πολύ καιρό, κάτω από την ίδια στέγη κι αυτές τις αναμνήσεις υποθέτω, επειδή δεν θυμάμαι, ακριβώς, κουβέντιαζαν οι γυναίκες σε μιαν άκρη. Ακόμη ο Κρεμαστάς δεν είχε βάλει τα συρτά και τα καλαματιανά για να χορέψουν κι εκείνες, μια που τότε, το «θηλυκά άσεμνο τσιφτετέλι» που συνήθως καταντούσε χορός της κοιλιάς, ήταν ανδρική και μόνον υπόθεση.
Όλοι, τον καιρό του μεγάλου σεισμού, είχαν ζήσει ένα μήνα σχεδόν στο τσατμαδένιο, δηλαδή το χτισμένο με καλάμια και λάσπη σπιτάκι στο βάθος της αυλής μας, το ελαφρύ και σίγουρο. Αυτοί, κι επιπλέον ο Τσαρούχας με τη γυναίκα του, ο παππούς ο Γιάννης και η γιαγιά η Μαργαρίτα.  Σκορπισμένοι στις τέσσερις γωνιές του, τα βράδια, πριν κοιμηθούν, έπαιζαν το "χάσκα". Η "μάνα", ο αρχηγός του παιγνιδιού, περνούσε ένα λουκούμι δεμένο με σπάγκο μπροστά τους κι εκείνοι έπρεπε να το αρπάξουν με τα δόντια  –καίγονταν κι έχανε όποιος, ζαβολιάρης, χρησιμοποιούσε τα χέρια. Κι ύστερα έλεγαν αινίγματα- όχι τα γνωστά λογοπαίγνια. Με δεδομένο το αρχικό του, έπρεπε να βρουν το όνομα του αντικειμένου που υπήρχε μπροστά στα μάτια τους, συνήθως στο ταβάνι μια και οι περισσότεροι, έτοιμοι για ύπνο, είχαν γυρίσει ανάσκελα, άλλοι ξαπλωμένοι στο μεγάλο σιδερένιο κρεβάτι, άλλοι σε μικρά ράντσα, οι περισσότεροι στρωματσάδα, σ΄ ένα χώρο μικρό, ελάχιστο, τόσο που χτυπούσες τα χέρια αν ξεχνιόσουν, πότε στην κάνουλα της παγωνιέρας, πότε σ΄ ένα ξεχασμένο δοχείο νύχτας, πότε στο μπαούλο με τα έγγραφα  συνταξιοδότησης και με την αναπηρική άδεια περιπτέρου του πατέρα.
Ενώ το γλέντι είχε ανάψει για καλά , ήλθε η πρώτη ομάδα καρναβαλιστών. Το πλέον  αστείο της υπόθεσης ήταν ότι όλοι, μα όλοι, ήσαν αναγνωρίσιμοι, ως γείτονες. Κατ΄ αρχήν ξεχωρίσαμε τους άντρες από τις γυναίκες. Οι άντρες φορούσαν γυναικεία ρούχα και οι γυναίκες αντρικά. Όμως τα πολυφορεμένα αυτά ρούχα  μας οδήγησαν και στο ποιος είναι ο καθένας, τα πρόσωπα πίσω από τις αυτοσχέδιες μάσκες ήσαν απόλυτα ευδιάκριτα. Έτσι ανάμεσα σε χειροκροτήματα και γέλια, τα πρόχειρα μαντήλια αφαιρέθηκαν γρήγορα. Μόνον η Αθηνά του Σκορδά, η επονομαζόμενη το Κικιρίκι, μας δυσκόλεψε λίγο γιατί είχε φορέσει ένα καφάσι από μήλα στο κεφάλι και το είχε τυλίξει επιμελώς  με τλουπάνια, έτσι έπαιρνε ένα απροσδόκητο, υπερφυσικό ύψος.

*****
Να χρησιμοποιηθεί και η διαπίστωση ότι το πλέον γραφικό στοιχείο της Καισαριανής υπήρξε για μένα η, διάτρητη από σφαίρες των Δεκεμβριανών, πρόσοψη  των εργατικών πολυκατοικιών της.

******

Ο επόμενος μεταμφιεσμένος ήταν μοναχικός και άγνωστος. Μπήκε αμίλητος, έτσι που πιστέψαμε ότι ήταν γνωστός και δεν ήθελε να προδοθεί από τη φωνή. Ήταν η χαλαρή ώρα των ταγκό- Βιολετέρα, Κομπαρσίτα, τέτοια. Χόρεψε με όλες τις γυναίκες της παρέας κι αυτό δεν άρεσε στους περισσότερους. Του ζήτησαν να αποκαλυφθεί και εκείνος αρνήθηκε. Τότε τα αίματα  άναψαν, έπεσαν κάτι σπρωξίματα και ένας θερμόαιμος, από τους νέους μάλλον, του έριξε μια δυνατή γροθιά. Εκείνος έπεσε στο πλάι. Ακίνητος. Του έβγαλαν τη μάσκα- άγνωστος σ΄ όλους, Άγνωστος κι ακίνητος, σα νεκρός. Δημιουργήθηκε πανικός, οι μικροί βάλαμε τα κλάματα, ο Κρεμαστάς σταμάτησε τα τραγούδια.
Ευτυχώς σε λίγο ο άνθρωπος συνήλθε, ψέλλισε ένα « συγγνώμη, λάθος μου» και προς ανακούφιση όλων μας, απήλθε με ύφος σαστισμένο.

Στο χάσμα που δημιουργήθηκε, για πρώτη φορά εκείνο το βράδυ, είδαμε όλοι να γεμίζει το προσκήνιο ο πατέρας. Σηκώθηκε αργά, τελετουργικά σχεδόν και ζήτησε ένα βαρύ ζεϊμπέκικο. Άρχισε να χορεύει με κείνη την περηφάνια που κάποιες ειδικές στιγμές τον διέκρινε. Το γνώριζα, κι ας μην τον κοιτούσα, ότι τα μάτια του ήταν δακρυσμένα. Διέκρινα, γιατί τον ήξερα καλά, τα μυστικά της ψυχής του κινήματα. Χόρευε και το ξύλινο πόδι του έτριζε απαίσια.  Εκείνος έκανε ότι δεν το άκουγε.
Ως τη στιγμή που παραπάτησε κι έπεσε σε μια καρέκλα.
    Τότε ο πατέρας έβαλε τα κλάματα.
Κι ανάμεσα σε λυγμούς «γιατί ο κερατάς διάλεξε αυτό το μονοπάτι να βάλει τη νάρκη» έλεγε κι ακόμη «γιατί να΄ μαι εγώ που ένιωσα το τικ κάτω από το πόδι μου. Γιατί Θεέ μου…»

Δεν υπάρχουν σχόλια: