Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Ποίηση Γιάννη Τσίγκρα 10

Δευτέρα, 22 Σεπτεμβρίου 2014

1+7=ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΝ ΤΟΥ ΕΙΜΙ
Ένα αιφνίδιο σουτ του Μητρομάρα
και η πρώτη κόκκινη σταγόνα
έπεσε, από τη μύτη μου, στο πέταλο "δεν σ' αγαπούν".
Πρέπει να έκλαψα πολύ κι ύστερα ένιωσα
ότι ερχόμουν από αλλού και δεν πήγαινα
όπου πίστευαν οι άλλοι.

Από τότε οι Κυριακές μου νυχτώνουν νωρίς,
χάνονται μέσα στη φωνή του Φώσκολου και του Γιαννακάκη.
Μόνο που δεν αντέχω την απορία των πολλών
όταν τα αφηγούμαι αυτά,
μοιάζουν σαν ν'ακούν 1+7=υποκείμενον του ειμί.
ΟΠΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΣΑΣ ΒΡΙΣΚΕΙ ΤΟ ΚΑΚΟ ΑΔΕΛΦΟΙ
Τί είναι τούτα τα, φορεμένα στο ένα μανίκι,
ανάλεκτα,
περπατούν και κοιτάζουν,όπως οι παλιοί
κουτσαβάκηδες
τους μυώνες τους,
λόγια σοφών ανδρών-οι γυναίκες;
Μα εγώ ζητώ το χειμερινό ταξίδι στο "Χριστό στο Κάστρο" 
και το "ιδιόκτητο",
την αδικοχαμένη Ουρανίτσα με τα κρινάκια "του νησιού της",
την "τρελή βραδιά",με τους γύφτους (συγγνώμη,Ρομά)
να παίζουν τα όργανα, πίσω απ' τον αστυνόμο-αυτός το ζήτησε-
που τους οδηγούσε στο τμήμα για διατάραξη,
την "Πεποικιλμένη" και το "μυρολόγι της φώκιας",
Σε ήχο πλάγιο
κι απέναντι στον τσεβδό Άγιο Νικόλαο Πλανά.
Το κακό μας ήβρε εδώ και καιρό.
Ας ακούσουμε τον μακάριο Οδυσσέα-
έστω,σ'ένα  από τα δικά του ανάλεκτα.


Κυριακή, 21 Σεπτεμβρίου 2014

ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΑΚΑΤΑΝΟΗΤΗ Η ΠΡΟΣΜΟΝΗ
Πάντα θα λείπει κάποιος στίχος.
Όχι αυτός που δε συνθέσαμε ακόμη
αλλ' εκείνος που πιστέψαμε
ότι δε θα συλλάβουμε ποτέ.
Η αλήθεια είναι ότι σκάψαμε,
πιρόγα,
τον κορμό μιας φοινικιάς,
πάνω του κάθισε- στη θάλασσα του Παλαιού Λιμεναρχείου-
και χάθηκε στο πέλαγο η νιότη μας,
ομοιoκατάληκτη με τ' άσπρα σύννεφα,αυτό αρκούσε.
Και
στα επόμενα χρόνια, διπλώναμε  Α4, φτιάχναμε ωραία καραβάκια,
τα θαύμαζαν οι επίσημοι και η πλέμπα
αλλά το στίχο τον ακριβό, δεν τον καταθέσαμε.
Οι μέρες περνούν, κοπάδια από χειμερινά πουλιά,
το σπίτι γέμισε με πριονίδια και απόπειρες,
τίποτε.
Καμιά φορά, σκέφτομαι ότι το, ώς τώρα ανείπωτο,
απλώς,δεν υπάρχει
και είναι η προσμονή μας ακατανόητη.

Σάββατο, 20 Σεπτεμβρίου 2014

ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ ΚΟΤΣΟΣ
Η Ανδριάνα που γνωρίσατε στα διηγήματά μου,
ο κωφάλαλος σφάχτης τραβεστί,γαλότσες μαύρο φουστάνι
-λόγω ισοβίου πένθους για της μαμάς το θάνατο-
φαλάκρα στο μισό κεφάλι, στο βάθος κότσος,
έρχεται ακόμη όταν βρέξει κι οι νοικοκυρές ανοίξουν τα παράθυρα
και γεμίζουν τα δωμάτια απ' την οσμή των χρυσανθέμων,
ακουμπάει στον τοίχο κάτω απ'τη μαρκίζα
και "απαπαχμ"΄και "σεπμχ", περιγράφει, πώς είναι εκεί,
χωρίς μοσχάρια κάτω απ'το μαχαίρι και συκωταριά στο λαιμό,
χωρίς τα πιτσιρίκια να ακολουθούν φωνάζοντας ρυθμικά
τ'όνομά της,έρχεται και χαμογελαστά
διορθώνει τις σταυροβελονιές
που,αντί για μαργαρίτες,βγάζουν τρακτέρ στο κέντημα,
κι όταν νιώθει ότι κούρασε,κάνει μια μικρή υπόκλιση
κι αρχίζει ν' ανεβαίνει αργά αλλά σταθερά κι ανελέητα,
προς τα σύννεφα
που αρχίζουν και χρυσίζουν.


ΜΙΑ ΦΛΟΓΑ ΤΡΥΦΕΡΗ
Υπάρχουν κάποιοι ποιητές
που ανοίγουν όπως τα ταπεινά νυχτολούλουδα,
στα χωμάτινα πεζοδρόμια και στα παρτέρια.
Υπάρχουν κάποιοι ποιητές
που μας διηγούνται, σαν την απαλή βροχή,
τα όνειρά τους.
Κι ενώ σκέφτεσαι "αυτό το ποίημα δεν αφορά κανένα",
ξαφνικά νιώθεις ότι είναι η ίδια σου η καρδιά,
ακουμπισμένη στο χαρτί,
το όνειρο που έκανες παιδί και το πήρε ο άνεμος,
μια τρυφερή φλόγα Επιταφίου που κουβάλησες στα δάχτυλά σου.




Παρασκευή, 19 Σεπτεμβρίου 2014

ΟΠΩΣ
Aπ' το φεγγάρι κοιτάζω το χτες
όπως ένας ποιητής,
απ'το παράθυρο της σοφίτας του,
μαζεύει τους ακριβούς ήχους του απογεύματος,
μετράει τις πολύχρωμες γυναίκες
και ζωγραφίζει
τα τραγούδια των παιδιών.
ΨΙΧΙΟΓΕΓΟΝΟΤΑ
Κατέγραψα κειδά ένα στιγμιότυπο,
μπονζάι διήγημα,
τριακόσιες και μία λέξεις-
σα το κομπινεζόν της Μέριλιν.
Τον ζωγράφισα αυτόχειρα,στα αβαθή,μπλε κοστούμι
-γιατί η ποίηση να μη τσιμπολογάει τα ψιχιογεγονότα;-
για τα μάτια μιας τραγουδίστριας.
Το πήρε είδηση,έπεσε στα γόνατα,έκλαιγε
γιατί τον χαρακτήριζα
ποντικομούρη.
Αυτό τον πείραξε.
Όταν τον ξανάδα μετά από δέκα χρόνια,
πριν με καλημερίσει,
μου λέει τραγικά-"θα φύγω για κει",έδειχνε ψηλά.
Κι άκουσα ένα θόρυβο, σα να 'χυνες νερό με τον κουβά,
δυο φτερά ξεδιπλώθηκαν στους ώμους,άρχισε ν'ανεβαίνει.
Ίσως να μην έγιναν έτσι ακριβώς τα πράγματα,
πάντως είπε "θα το κάνω" και το'κανε.
Τώρα
τί να πω,
τάχα είμαι ο παίκτης νευρόσπαστου
ή να δεχτώ
τον αφορισμό του Ουάιλντ
ότι η ζωή αντιγράφει την Τέχνη;

Πέμπτη, 18 Σεπτεμβρίου 2014

ΤΑ ΕΛΗ ΜΕ ΤΟ ΣΑΠΙΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
Υποθέτω, ότι τον τελευταίο λίθο,
στο διώροφο σπιτάκι των αλατάδων,
με τη βρύση και το γλυφό νερό,
τον μετακινήσαμε, ανεπαίσθητα, και περιμέναμε
τη βοή και το σύννεφο σκόνης
που θα μας μεγάλωνε.
Το νέο δεν το μετέφεραν οι φωτιές των βουνών,
δεν το πήραμε καν είδηση οι ίδιοι-
τώρα ξέρουμε πως τα έλη της Δημητριάδος,
με το σάπιο φεγγάρι και τους κοασμούς,
με την οσμή και τις ανταύγειες του φάρου,
υποδέχτηκαν τις σφεντόνες μας
και την αταραξία
του Αντώνη του Μουντανιώτη  ,του Θεσσαλονικιού,
του Σπανού,του αγίου Χόντου
της παρέας, τελοσπάντων, που,αντί πρέφας,
στο μπακάλικο του Τσίγκρα, παίζουν
τρίλιζα
με τ' άστρα,
κι ο Μηνακίδης ανασηκώνει τον δεξιό ώμο
και το κρανίο της γαϊδούρας του Βαλαάμ
προφητεύει
ότι θα'ρθει μέρα που τα πλοία θα ξαναγυρίσουν,
γι αυτό, ας μένουμε άγρυπνοι.
LIBERTANGO
Μυρίζει βροχή και γιασεμί.
Ο ακκορντεονίστας-σας μίλησα γι αυτόν-της Ερμού
κλείνει το όργανον και σηκώνεται,
απομακρύνεται με το λευκό μπαστουνάκι,
μόνο που δεν πρόσεξε καλά,
στη θήκη πιάστηκεν η άκρη
του σεντονιού με τις νότες του Libertango
και το σέρνει μαζί του.
Τον ακολουθούν και δυο αδέσποτα.

Τετάρτη, 17 Σεπτεμβρίου 2014

ΠΛΑΤΕΙΑ ΡΗΓΑ ΦΕΡΑΙΟΥ 1965
Είναι ένας άντρας, μ'ένα γυναικείο εσώρουχο στο κεφάλι
που,κραυγάζοντας "γυναίκαι, βολιώτισσαι",προσπαθεί
εδώ και καιρό, να τρυπώσει σε κάποιο μου ποίημα.
Η αλήθεια είναι πως δεν τον απωθώ,απλώς με κουράζει,
σαν το περπάτημα νυχτερινών δρόμων,όπου αφαιρείς και προσθέτεις
για να καταλήξεις στο ίδιο αποτέλεσμα,
να πεις τα ίδια πράγματα με άλλα λόγια,
με κουράζει να αναπλάθω
για χάρη του
το παζάρι "της Σωτήρας"-που λέγαν οι παλιοί.
Ν'ανάβω φώτα
να τρέχω,απ'τα παιχνίδια στο Λούνα Παρκ κι από εκεί
στα βιβλία και τις βαριές βελέντζες, όπου μπορούσες
να ρίξεις μια ματιά στα Ποιήματα του Καβάφη-μόλις τα αγόρασες
ένα εικοσάρικο,
οι άνθρωποι πράοι και ταπεινοί, όπως όλοι οι άγνωστοι,
νυχτερίδες σπατουλάρουν το ημίφως μυρίζει ασετιλίνη
και χαλβά Φαρσάλων, τα κορίτσια με μάτια νυχτοπεταλούδες,
ο άνθρωπός μου επιμένει,
"ήδη" μου λέει "έγραψες τα μισά", του απαντώ "τίποτε
δεν έγραψα, και κατέβασέ το αυτό,
βρες άλλο τρόπο να διαφημίσεις το εμπόρευμα, δε βλέπεις,
μπροστά μας άναψε εσωτερικά-πού είναι ο ίσκιος της ασετιλίνης;-
ο Άγιος Ελευθέριος
κι ευλογεί το πλήθος.




ΝΑ ΜΕ ΘΥΜΑΤΑΙ
"Eλάτε", κραυγάζει ο χρόνος , "υπάρχει κι άλλο λαγούμι",
δεν είναι σίγουρο ότι τελειώνει η παιδική μας ηλικία
στο χαμόγελο του Τάκη του "μπούλια" ή "παναγίτσα",
του παχύσαρκου επιληπτικού που γέμιζε το σακάκι του
με εικονίτσες όλων των αγίων και με πώματα ΕΨΑ και Ταμ-ταμ.
Μπορεί το τέλος να'ναι εκείνη η απώλεια
του κεντήματος της θείας Ολυμπιάδος,
στην οδό Γάτσου
συμπεριλαμβανομένης και της αερογέφυρας
όπου υπάρχει μπάρα,πλάτους τριών εκατοστών, για ποδήλατα.
Μπορεί να κράτησε κι άλλο- πρώτη φορά
έβλεπα βραχιόλι στον αστράγαλο,
χτυπούσαν οι καμπάνες στον Άγιο Νικόλαο Πευκακίων-
ή να κρατάει ακόμη.
"Ελάτε", κραυγάζει ο καιρός .Ο Καίσαρ υπήρξεν εμπρόθεσμος,
πνίγηκε πίσω απ' τα παλιά ψαράδικα και τον ακολούθησε
ύστερα από δυο χρόνια,στο ίδιο σημείο,ο πατέρας του,
ψάρευε,είπαν, να τον θυμάται.
Μοιάζει με του λαγού τη φωλιά, η τέταρτη διάσταση.
Μπορεί από δεκάδες σημεία να ξεπροβάλει
μια αρχή ή ένα τέλος
- κι ο παππούς
μού χάρισε μια φωτογραφία,
εικονίζεται με τους επισήμους του χωριού:
8η Δεκεμβρίου 1966 (μέρα του ναυαγίου της Φαλκονέρας),
αφιερώνει:
"Στον αγαπημένο μου εγγονό,να με θυμάται".
Ν' ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ
Βγάζει απ' την τσέπη δέκα δευτερόλεπτα- "αυτός είναι
ο χρόνος μου", εικάζει, "πού να πάω;"Και τα τριαντάφυλλα
μόνο βελούδινα και το φεγγάρι ασημένιο.
Πετάει τις Πλειάδες που ανάβουν ως ονόματα
πηδάει στο ποτάμι, μ'όλη του την περιέργεια να ανακαλύψει
επιτέλους
την
καταγωγή του.

Τρίτη, 16 Σεπτεμβρίου 2014


ΚΙ Ο ΟΔΗΓΟΣ;
Είχαν σκύψει πάνω από ένα κρανίο, σα διπλωμένο μαντήλι
και "τίνος να ήταν", αναρωτιόντουσαν.
Ο τόπος, βέβαια, υπήρξε τουρκικό κοιμητήρι,
ύστερα χτίσθηκε εκεί η ροτόντα του φωταερίου
όπου κατοικούσαν η Άννα η κατσικού κι ο Πανταζής-
μετά τη δημιουργία της Ηλεκτρικής  Εταιρείας.
Ψηλά πετούσαν αλκυόνες-"τίνος να ήταν;". Υπήρξαν
και αρχαία πολίσματα στην περιοχή,
η μάνα, εκείνη τη μέρα,
μαγείρευε σαλιγκάρια, να φορούσε σαρίκι εκείνος, να κυνήγησε
καρδερίνες;
Έμοιαζε παιδικό κρανίο,καρδερίνες σε μια χειμερινήν ευδία,
να μύρισε βασιλικό και σταυρολούλουδα;
Βρισκόμαστε στην άκρη
και της υστεροβυζαντινής Δημητριάδος,
άλλο του παλίμψηστου στρώμα.
Τα σαλιγκάρια και οι γκαζολάμπες ,
τότε έτρωγαν ερίφιον με σκόροδον,
γενικά τα προτιμούσαν τα σκόρδα,ο πασατέμπος της εποχής,
κανένας δεν άνοιγε το "μαντήλι",εκεί μπροστά στο φωταέριο
απ' όπου ακούγονταν ο Πανταζής,αριστερών φρονημάτων,
να διαβάζει "Ταχυδρόμο"-ιχ αυτοκίνητο έπεσε στη θάλασσα.
Κι ο οδηγός;

ΚΕΚΡΑΓΑΡΙΑ ΚΙ ΑΝΟΙΞΑΝΤΑΡΙΑ
Κάθε όριο έχει,κι εκείνο,τα όριά του,
κάθε κατώφλι εισάγει σε κατώφλι
-ένα ταξίδι εύφορης καλοσύνης-
κι ο προθάλαμος είναι φτιαγμένος πριν τον προθάλαμο
κι ακούς το χορτάρι που καλπάζει
κι ακόμη πιο δω, ανθίζουν τα όνειρα των εντόμων.
Το τά-λα-ντον  κι ο αργυρός ποταμός,
στο φως του φεγγαριού,
μια διήγηση,
ένα συναξάρι.
Στον Προφήτη Ηλία, ο Γέροντας και τ'αηδόνια
ψάλλουν τα κεκραγάρια και τ' ανοιξαντάρια.

Δευτέρα, 15 Σεπτεμβρίου 2014


ΕΙΝΑΙ ΜΕΤΡΗΣΙΜΑ ΤΑ ΥΓΡΑ ΜΩΣΑΪΚΑ
Α,τί αέρινη πανοπλία η άλως των λέξεων,
εκεί που κρύβεται το ποίημα με τη σφεντόνα του
κι ακούγονται τα κουδούνια χιλιάδων ποδηλάτων,
και τρέξαμε,τότε, στην άκρη της νυχτερινής θάλασσας:
"Αν δε μου τη φέρετε,θ'αφήσω να μ'αναλύσει αυτό το φως",
είμαστε τόσο περίεργοι-
ποια αγαπημένη αντιστάθμιζε μια πόλη τόσο μουσική;
Θυμήθηκα τον μαθηματικό:
"Είναι μετρήσιμα τα υγρά μωσαϊκά,να γίνετε ποιητής,
ψάξτε το απειροσύνολο",τόσες σημαίες και φάροι,
αληθινή ιστορία σας αφηγούμαι,ήταν ένα λεπτός
σαν τα σκίτσα του Κάφκα,
στην ακτή,
κρατούσε πέτρα δεμένη στο λαιμό του και ζητούσε μια Βαρβάρα,
κάτω απ'τα ερείπια των μπαρουταποθηκών,
εκεί που ο πεθερός μου,πολύ αργότερα, μού 'λεγε ότι είχε δει
έναν Ιταλό, με το ανοιχτό του κρανίο
γεμάτο καβούρια.



ΤΑ ΒΡΑΧΙΟΛΙΑ
Κάποτε τα ποιήματα κουράζουν,
πώς αλλιώς,
αφού κουβαλούν τα βραχιόλια της Γερακίνας;

Κυριακή, 14 Σεπτεμβρίου 2014

ΤΟ ΨΑΡΟΝΙ
Και,καθώς ισχυριζόμουν ότι το ψαρόνι, στο απέναντι πεύκο
πρόφερε την ακριβή λέξη "ηλίθιε",
η μητέρα θυμήθηκε την παιδαγωγική της εποχής-πιπέρι στο στόμα.
Κι έριξε ο Θεός μια σταγόνα για να με γλυτώσει.
Δυο σταγόνες, μια πλημμύρα, στον Άναυρο και τον Κραυσίδωνα.
Πνίγηκαν, από υπερχείλιση, πενήντα πέντε άνθρωποι
κι άλλους τόσους έσωσε ο τερματοφύλακας του Ολυμπιακού,
ο Τσιγαρίδας,δεμένος σ'ένα τεντωμένο,από τη μια όχθη στην άλλη,σχοινί
καθώς κι ένας παππάς-δε μάθαμε ποτέ τ'όνομά του.
Από τότε γράφω πως τα ψαρόνια, απλώς, μικροφωνίζουν.
Kαι πάλι μετρώ δεκαεφτά πλημμύρες
στο Καπακλή και τη Νεάπολη.

Σάββατο, 13 Σεπτεμβρίου 2014



ΔΕ ΘΑ'ΝΑΙ
Θα'ρθει ο καιρός
που τα ποιήματά μου
δε θα'ναι σίγουρα για μένα.

"ΚΟΥΤΙΑ ΓΑΛΑ ΣΚΟΝΗ ΑΓΟΡΑΖΩ"
Λείπει ένα παιδί  και μια φυσαρμόνικα
για ν'αποκτήσουν τ'άστρα αναπνοή,
οι πονεμένοι να φορέσουν ένα χαμόγελο
αυτό που τώρα στρίβουν,
σαν τσιγαρόχαρτο,
αμήχανα, στα δάχτυλά τους.
Λείπει ένας μεσημεριάτικος πλανόδιος
που κυνηγάει τη φωνή του- "κουτιά γάλα σκόνη αγοράζω
οι αντρικές οι κάλτσες δώδεκα, στεφάνια χούλα χουπ"
κι ο σαλο-Γιάννης μπαίνει στην Φρουταγορά
υπό βροχήν κολοκυθιών και γλίσχρων σκόρδων,
το "Λεμονής" σφυρίζει στο λιμάνι,
ενώ στην πόρτα του εκκλησιδίου του
ευλογεί τα κάρα και τα βαγόνια, ο Άη Λευτέρης.
Λείπει ένα πουλί και μια κλαίουσα ιτιά
για να χτυπήσει η καρδιά
ενός καλοκαιριού που δεν υπολογίσαμε ως  τελευταίο
επειδή τότε δεν είχε επικρατήσει ο πανικός
που γεννούν αθροίσματα κι αφαιρέσεις.

ΤΟ' ΧΕ
Mα δεν ήταν ερωτικό ποίημα,απλώς άδειασα
τις τσέπες μου από το άωτον της μοναξιάς-
ίσως κακώς την ονομάζει εκλεπτυσμένη η ταπεινότητά μου.
Πάντως ένα φεγγάρι το'χε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: