Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Ποίηση Γιάννη Τσίγκρα 34

Παρασκευή, 19 Απριλίου 2013

ΑΛΕΞΙΣΕΛΗΝΙΟΝ

“Εδώ”, είπε κι ανέβηκε ένα βραχάκι. Ο νοτιάς γύρισε- αλεξισελήνιον- τη φούστα της προς τα πάνω. “Εδώ, αν δεν έχεις σουγιά, προσπάθησε με τα νύχια”, κι έδειχνε ένα  πολύρρρυτο, γερτό κορμό πεύκου.
Ανάμεσα στα σοκολατένια δάχτυλά της που ανέδιδαν την οσμή  ασετιλίνης και περιπλανήσεων σε εμποροπανηγύρεις, είδα την πόλη ν’  ανοιγοκλείνει.- μάτι ημιλυπόθυμου κορυδαλλού.
Για αυτό και μόνο το σχήμα, το αφήγημα.
Στα λούνα παρκ,  οι αρνησιθάνατοι αφοί Ρίμπα, οι ακροβάτες, συνομιλούσαν με την ασώματο κεφαλή που κρατούσε ένα πιατάκι με χαλβά Φαρσάλων ενώ πιο πέρα έτρεχε ένας νεαρός, με ένα εσώρουχο στο κεφάλι, κραυγάζοντας «γυναίκε βολιώτισσε». Από το σκοτεινό κι ακιδωτό τοίχο των παρακείμενων φυλακών τινάζονταν, φλούδες οι νυχτερίδες. 

Τετάρτη, 17 Απριλίου 2013

ΕΚΕΙΝΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

Εκείνα τα χρόνια η φτώχεια περίσσευε

Τη μαζεύαμε, λοιπόν, σε πιάτα
Και τη μοιράζαμε στους γείτονες

Η κυραΛένη τρία σαλιγκάρια στο πιάτο, για μας
Και μεις σκέτες πικραλήθρες για την κυρΑρετή
Κι αυτή, ένα Χριστουγεννιάτικο Δέντρο
Στολισμένο με βώλους,τυλιγμένους με χρυσόχαρτα
Για να το βλέπει όλος ο κόσμος-το' κανε χωρίς έπαρση

Τα θερινά απογεύματα, οι γριούλες έγνεθαν ποκάρια απ' το
Γειτονικό εργοστάσιο του Τζήμα και οι νεότερες έπλεκαν
Πολύχρωμες, μ'αυτά, φανέλες,για όλα τα παιδιά της γειτονιάς

Ένα βράδυ πέρασε απ' τη γειτονιά μας ο Χριστός
Ζήτησε ένα ποτήρι νερό και του το'φεραν με προθυμία
Εκείνος ευλόγησε και χάθηκε στο δειλινό

Από τότε η φτώχεια μας έσπασε σε άπειρα κομμάτια
Μέχρι που χάθηκε εντελώς ή τη συνηθίσαμε

Τρίτη, 16 Απριλίου 2013

Η ΤΑΜΠΕΛΑ

Κρέμασε στην πόρτα του πανδοχείου την ταμπέλα
«Επιστρέφω αμέσως».
Κλείδωσε και πέρασε απέναντι
Στο οικόπεδο με τους ασφοδέλους
Και
Ιδίως
Την υποφώσκουσα δείλη στα μέτωπα των ανθρώπων.

Ο Γ.Τ. ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ ΤΣΑΪ ΚΑΙ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΕΛΙΚΟΠΤΕΡΑ

Ο Γ. Τ. είναι εξαιρετικός άνθρωπος. Βέβαια, δεν έχει σχέση με τους σιωπηλούς που αποδομούν φθινοπωριάτικα μεσημέρια, ιασεμόοσμοι, κάθονται στα σκαλάκια παλαιών σπιτιών της οδού Κουντουριώτου, “ εδώ” λένε, κοιτάζοντας στο κενό, “έμενε ο εφευρέτης, η κόρη του μου, σε κάμαρη σκοτεινή, μου σερβίρισε  πράσινο τσάι, τους μίλησα για την ισχύ του ανεπίστρεπτα χαμένου, μιας γυναίκας με κίτρινο φουστάνι που κυματίζει δυσμικά, του ημιτελούς κατοχικού  γραφίτη. Ο εφευρέτης έβγαλε από το κρανίο του δύο παπύρους και μου ζήτησε να διαλέξω. Μια νυχτερινή  λιμπελούλα που βομβίζει πάνω από τον ανανά ενός κοριτσιού έως το κόκκινο φεγγάρι ή τα άδεια παράθυρα πολιτειών που δεν θα γνωρίσω ποτέ;”.  
Ο Γ Τ. σχεδιάζει τον αναγνώστη κι ο άλλος απλώς νιώθει..

Παρασκευή, 12 Απριλίου 2013

ΔΙΤΤΩΣ
Μπορούμε, βεβαίως, να ονομάσουμε
Το στοχασμό με την τρεπτότητα της ίριδας-
Ευφυΐα αισθημάτων
Η φιλοσοφία, αντιθέτως, είναι αγκαθωτή
Και βραδεία
Αποκλείει ως ακραιφνώς σωματικό
Το λόγιον:
 « Κάθε απουσία
Θεωρείται περιγραπτή και μετρήσιμη
Το πόσο, το τί και το πώς
 της οδύνης».

ΕΡΙΝΥΕΣ

Αναποδογυρισμένη, παμπάλαια καμπίνα φορτηγού
Με τα παράθυρά της φορτωμένα σκουριασμένες παπαρούνες
Πικρό κυπαρίσσι, στ αριστερά
Και, με κατεβασμένα φτερά, ένα μαβί πουλί στο μαγκάνι.
Ο χορός  των γυναικών με  τα ματωμένα στόματα  πέρασε τραγουδώντας

Πέμπτη, 11 Απριλίου 2013

ΚΑΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ

Καμιά στιγμή δεν μας συστήνεται
Ως τελευταία
Γιατί τότε ο θάνατος του καθενός
Θα’ πρεπε να έχει όνομα-
Το δεύτερο όνομά μας.
Καμία εποχή δεν μας συστήνεται
Ως περατουμένη
Μόνον εντός της υποφώσκει στιγμιαία
Η άλως του μηδενός
Του αποκλειστικού της ορίου.

Τετάρτη, 10 Απριλίου 2013

ΗΓΓΙΚΕΝ



Ήγγικεν ο Καιρός
 Ν' αναπαυθεί και
 Ο
 Ποιητής
 Στο Μαυσωλείο του

 Σε άκοπο σκονισμένο βιβλίο


 Αιχμηρός
 Βέβαια
 Ακόμη
 
  Όπως

 Ένας μικρός
 Νεκρός  σκατζόχοιρος
 Στα χέρια των παιδιών

ΞΕΒΑΨΤΕ ΤΗΝ ΟΣΟΙ ΑΚΑΙΡΗ ΤΗ ΘΕΩΡΕΙΤΕ

ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΚΟΚΚΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
 
Περπατούσαμε, προσδοκώντας την απόλυτη ασφάλεια της αηταφίτικης φλόγας, τόσο από τρελούς, άκαιρους ανέμους όσο κι από την εκκωφαντική, εν ασυμμέτρω, συμφωνία άπειρων αηδονιών.
Πατούσαμε  στα μαλακά μέρη των λιθόστρωτων, εκεί όπου συνήθως σάπιζαν τα θεσπέσια μεσημβρινά χρεμετίσματα.
            Πάνω απ΄ τα κεφάλια μας, στους πέτρινους φράχτες, κρέμονταν τα γιασεμιά του Θεού κι οι κωδωνοκρουσίες των ανθρώπων ενώ μικρές πυγολαμπίδες συνέχιζαν την πορεία τους άλλοτε ως βεγγαλικά κι άλλοτε ως άστρα.
            Χριστός Ανέστη φωνάζαμε προς το σκοτεινό σημείο που αιχμαλώτιζε χτύπημα πετάλων κι ας ξέραμε ότι ο Μελαγχαίτης κι ο Ουρίας κι ο Χείρων, ακόμη και οι Φαύνοι και οι Σειληνοί,  όσοι δεν είχαν κρυφθεί στα σκοτεινά δέντρα, τους οδοδείκτες πλέον προς τον Προορισμό, κι ξέραμε ότι κανείς από την παλαιά φύση δεν θα αποκρίνονταν με τον ανθρώπινο αντίλαλο Αληθώς Ανέστη.
Στο σπίτι βρίσκαμε τον παππού να έχει στρώσει το τραπέζι και ένοχα να απολογείται για το μισοάδειο πιάτο του-Δεν σας περίμενα παιδιά μου, την έκανε τόσο νόστιμη η γιαγιά τη μαγειρίτσα

Δευτέρα, 8 Απριλίου 2013

ΠΕΡΙ ΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ





ΟΡΙΑ
Ελάχιστος λόγος περί ορίων.
 Τα οποία  με τη σειρά τους ορίζονται.
Άρα  ή  εκτείνονται ώς το άπειρο ή, ως σύμβαση, υφίστανται.
Τα όρια θυμίζουν τους απέναντι ανισοϋψείς καθρέφτες των  κουρείων όπου μπορείς να δεις το περιποιημένο σου κρανίο σε άπειρα είδωλα.
Τα όρια αποτελούν τα αυγά της  μουσικής.
Βέβαια  τίθενται  συμβολικά, και τις περισσότερες φορές, απολύτως αυθαίρετα.
 Όπως το μηδέν.
Η αρχή, η όποια αρχή, μετά την του παντός, δια  του Λόγου, Ποίηση, αποτελεί ένα τέτοιο συμβατικό όριο.
Η αρχή της μέρας. Η αρχή του έρωτα. Η αρχή της αφήγησης:
"Ήταν ένα κρύο πρωινό του Φθινοπώρου.."
Ένα πρωινό, μετά από χιλιάδες παρόμοια πρωινά, που το αδράχνεις, το ξεχωρίζεις, το παρουσιάζεις.
 Μια προαίρεση, μια αιφνίδια επιλογή  σου.
Όπως η αρέσκειά σου για μια γυναίκα
Ένα λουλούδι ή ένα στίχο.

Κυριακή, 7 Απριλίου 2013

ΕΝΑΣ ΑΚΟΜΗ ΑΠΡΙΛΗΣ,

ΕΝΑΣ ΑΚΟΜΗ ΑΠΡΙΛΗΣ
Ένας ακόμη Απρίλης
Με χελιδόνια
Κεντημένα
Όπως εκείνα,στην πάντα της γιαγιάς

Με λουλούδια από κόλες γλασέ

Χωρίς τις, περί τα μεγάλα, αναμενόμενα
Φρυκτωρίες

Ένας ακόμη Απρίλης
Με τους πραιτωριανούς να εμπαίζουν

Με μια γεύση
Χολής και όξους
Για το Μεγάλο Αθώο



Mόνη μας ελπίδα το
Άπειρο έλεος Εκείνου
Για τους "πεπεδημένους και τους υιούς των τεθανατωμένων"

Πέμπτη, 4 Απριλίου 2013

ΤΟ ΤΙΠΟΤΕ ΥΠΑΡΧΕΙ

ΤΟ ΤΙΠΟΤΕ ΥΠΑΡΧΕΙ
Και στο Ανύπαρκτο
Ψάξτε για μιαν Άνοιξη, ένα Χερουβικό
Μια σταυροαναστάσιμη ανάταση
(Ανάταση ή Ανάσταση)
Επειδή το Τίποτε υπάρχει
Υφίσταται ως  κρίνο νυχτερινό
Σύννεφο δρομαίο, σκονισμένη παπαρούνα
Εκπεφρασμένο
Με το βάθος του
«Ουκ έστιν ώδε».

Πέμπτη, 21 Μαρτίου 2013

ΜΙΑ ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ ΑΚΡΙΒΕΙΑ ΑΠΟΔΟΣΗΣ

ΑΠΟΥΣΙΑ
Δίχως
Το εύψαυστόν σου «ώ, τι»-
σα ζελεδάκι.

ΜΕΓΑΣ ΚΑΝΩΝ

Η ΚΟΛΥΜΒΗΘΡΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΑΝΟΝΟΣ
«Η Σιλωάμ των, εξ οφθαλμών, σταγμών»
Του Αγίου Ανδρέου της Κρήτης
Μας προτείνεται
Όσο
Κι αν το
«Ελέησόν με ο Θεός»
Ακούμε
Παράλυτοι και τυφλοί
Δε βλέπουμε καν την εξ αγγέλου
Ενιαύσια ιαματική ταραχή  των υδάτων
Τη φωνή του Κυρίου μόνον ακούν
Μυστικά
Οι άξιοι:
« Μετανοήσαντες
 Όσον ο Άγιος
 Σηκώσατε
 Σταυρό σας, πλέον, το κρεβάτι
 
 
Κι ακολουθήστε με»

Σάββατο, 9 Μαρτίου 2013

ΦΕΥ

Πεποίθαμεν,φευ, επ' άρχοντας

Ένα κομμάτι ψωμί ζητούσαμε
Και
Μας είχαν τάξει παντεσπάνι

Εκείνο που είδαμε
Που
Στο κορμί μας
Νιώσαμε
Ήσαν οι κοφτεροί βράχοι

Φτάσαμε κάποτε στο τέλος
Της χαράδρας
Που μας έσπρωξαν
Οι εκλεκτοί

Φτάσαμε
Αιμάσσοντες
Αλλά χαρούμενοι

Είχαμε σώσει τελικά
Τα χέρια

Πώς χωρίς τους
Θα χειροκροτούσαμε
Τους επόμενους
Υιούς
Ανθρώπων;

Δευτέρα, 4 Μαρτίου 2013

Η ΜΟΝΗ ΜΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

Τα ονόματα
Αποτελούν
Τη
Μόνη
Μας
Ιστορία

ΥΠΟΓΡΑΦΗ :ΑΡΛΕΚΙΝΟΣ

Εγγίζει της σιωπής σου το πυρρό το μέταλλο
μια ματωμένη μου πληγή αριστερά στο στήθος.
Μιας μαργαρίτας ήταν ΔΕΝ το τελευταίο πέταλο.
το ‘ξερες – μα σου χρειαζόταν ο γαλάζιος μύθος:
Θ’ άφηνε τα παράξενα κλισέ του ο ποιητής
κι ίσως για χάρη σου να ζέσταινε τον ήλιο.
Των ιπποτών ο έσχατος σε μακρινό βασίλειο
δικός σου τροβαδούρος και ταυτόχρονα εραστής.
Πρόλαβα μοναχά μία μπαλάντα να σου γράψω.
Κάτι για νυχτολούλουδα υγρά – υπογραφή Αρλεκίνος.
Χαρτί που ξέσκισα στον άνεμο όταν εκείνος
σ’ αγκάλιαζε και δεν μπορούσα ούτε να κλάψω.

Κυριακή, 3 Μαρτίου 2013

Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Από το παράθυρο βλέπω τα παιδιά της γειτονιάς
           Με τρυφεράδα
Να γκρεμίζουν ό,τι πάντοτε γκρέμιζαν τα παιδιά
        
          Άρα

Ο Ουρανός
Βρίσκεται κοντά

Πάντα ήταν
Εδώ

Παρασκευή, 1 Μαρτίου 2013

ΠΑΥΣΙΛΥΠΟ Ή ΕΠΙΝΙΚΙΟ

Ο ΠΑΟΚ παίζει, όπως και τότε, στον ημιτελικό.
Γαλάζιοι – όπουλοι κι απόψε γύρω από φούλια τριποδίζουν.
Κατηφορίζοντας τη λεωφόρο.
Όχι, δεν θα ‘ρθω στον Άγιο Χαράλαμπο.
Κι ας μοιάζουν όλα ίδια.
Δεν θα ‘ρθω – με πονάς εσύ.
Φεγγαροπρόσωπη βελουτέ, το ξέρω, δεν θα σε ξαναβρώ
Πίσω απ’ τη μάντρα με τις ωδικές τοιχοσαύρες.
Σίγουρα κάποιος διψών σε σύζυγος θα υπάρχει,
Με στραγαλάκια στη βεράντα – σώμα του αχ
Να σ’ ονειρεύεται, τρίλεπτα πριν τη λήξη,
Παυσίλυπο ή επινίκιο – κόσμημα κρεβατιού.

Η ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΔΙΑΣΤΑΣΗ


Ανελήφθησαν όλοι:
Ο πατέρας που το κομμάτι
Στη βασιλόπιττα, δεν ξεχνούσε
Του Χριστού
...
Όσο
Και την τρυφερή λέξη
Κιρκινέκι

Κι η μάνα, χαμένη στη φλυαρία με τις νοικάρισσες

Εκ των οποίων
Δεν υφίσταται, πλέον, καμμία
Να μοιραστούμε τις ευχές

Εφόσον
Όλες έχουν γίνει
Άστρα

Κι εμένα που
Περίπου
Θρηνώ
Δε με βλέπετε
Ελάχιστα
Να
Λάμπω;

Δεν υπάρχουν σχόλια: