Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Ποίηση Γιάννη Τσίγκρα 25

Τρίτη, 28 Ιανουαρίου 2014

ΓΙΑ ΤΟ ΓΟΛΙΑΘ ΔΕΝ ΕΙΧΑΜΕ ΕΥΛΟΓΙΑ

ΥΓΡΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ ΓΟΝΑΤΑ
Τα γόνατά μας έμοιαζαν ξεφλουδισμένα
Καινούργια,υγρά φεγγάρια
Που μύριζαν αλισφακιά κι ατέλειωτα ταξίδια.
Από τις τσέπες τιναζότανε η  φούρκα
Μ'αυτή,μία ζωή
Απειλούσαμε τις μικρές σεισοπυγίδες-
Για τον Γολιάθ δεν είχαμε ευλογία.
Άλλωστε, για βασίλειο είχαμε επιλέξει
Το δάσος
Των λευκορόδινων, κάθε άνοιξη, αλμυριθιών
Και τα σκληρά τα βούρλα
Με τα αυγά των γλάρων στις ρίζες.


ΓΕΛΙΟ ΠΟΥ ΜΥΡΙΖΕ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ

ΣΑΣ ΜΙΛΩ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΜΑΣ ΔΙΛΟΥΒΙΟ
Τα κορίτσια τoυ προσωπικού μας
Πλειστοκαίνου
Εξέπεμπαν από τα ήμερα μάτια τους
Πυγολαμπίδες
Νυχτολούλουδα
Χαρταετούς
Και Κυριακές με βανιλένια "υποβρύχια"
Στην παραλία.
Τραγουδούσαν εκπνέοντας γαλαξίες.
Το γέλιο τους μύριζε πανσέληνο.
Μια μικρή μουσική
Έπαιζε με τα μαλλιά τους.
Τα κορίτσια του προσωπικού μας Διλουβίου
Γέμιζαν ένα πολύχρωμο ταγάρι
Με σφυρίγματα και ανυπόμονα μισόλογα
Φαύνων.
Στο τέλος έβγαζαν φτερά, 
Μεταμορφώνονταν
Σε γλάρους
Και χάνονταν στο πέλαγος.



ΟΠΩΣ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΜΕ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
Υπάρχει ένας τόπος καθαρός
Όσο ο βυθός των ματιών του Ιησού
Εκεί,
Σ΄ έναν ουρανό που χρωμάτισε ο Χέλντερλιν
Κι ατένισαν ο Υπερίων και η Διοτίμα
Ατμίζονται κυανοί οιωνοί
Αλλά δεν είναι δικά τους όσα
Χρυσά
-Μ΄ υπόκρουση ένα βαρύ χερουβικό-
Αργοπέφτουν
Πτίλα
Δρομαία άσπιλα νέφη
Μετασχηματίζονται
Σε τρυφερές, των εφηβικών μας ενυπνίων, κόρες
Τα πιο λευκά μας τυλίγουν γιασεμιά
Τα όρια
Των πραγμάτων
Κυνηγούν τα όρια τους -
Κι αυτό στο διηνεκές
Όπως, ακριβώς, συμβαίνει με τη μουσική
Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΙΩΔΟΥΣ
Είναι φορές που έρχονται
Εκεί που δεν τους περιμένεις
Και σου μιλούν- σα να μη μεσολάβησε
Ο Καιρός, με τις σπηλιές
Και τις απότομες στροφές του,
Ο Καιρός με το δρεπάνι και τα άνθη
Που'φερε αλλοιώσεις και μια θάλασσα
Στην οποία μπορείς να μελετήσεις
Την αρχιτεκτονική του ιώδους
Και των εκπλήξεων:
Ο Γιώργος ο Αράπης με το τάμπούρλο
Γεμάτο σημαιούλες και πικροδάφνες,
Ο Αλέκος με μια Σύνοψη και τα εγκώμια,
Να του μπουκώνουνε το λάρυγγα,
Ο ιεροσπουδαστής Θεόδωρος-τσέπες γεμάτες
Ερωτήσεις για τον Αμίλκα, τον Αννίβα
Και τους ελέφαντες στις Αλπεις.
Τα κορίτσια,ντροπαλά σα νυχτολούλουδα
Και τ'απαλά
Όπως τα παράξενα τραγούδια τους, δάχτυλα:
Το "ιερισώ" και το "απιτιρινούια"
Τα κορίτσια που βγάζουν 
Από τα μάτια τους γαλαξίες
Και κρύβουν στον κόρφο τους μικρά πουλιά.
Έρχονται κι οι περαμαχαλίτες
Με τσέρκια, σφεντόνες
Και αγκάθινα στεφάνια.
Είναι φορές που μπλέκουν
Στων ενυπνίων μας τις χαρακιές
Τραβούν με κιμωλία μια γραμμή
Κι
"Εδώ"
Ορίζουν
"Τελειώνουνε τα ποιήματά σας".



Δευτέρα, 27 Ιανουαρίου 2014


ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΟΥ
Μέσα στις ιστορίες σου, γιαγιά
Μου είχαν προσφερθεί μύρια ενδεχόμενα:
Στα δάση κάθε ίσκιος ήταν ξωτικού.
Έλεγα ότι και η δική μου νεράιδα
Είχε σ’ ένα σεντούκι μαγικό ραβδί κρυμμένο.
Πριγκιποπούλες δεν περίμεναν ξύπνιους βοσκούς
Ηξερα εγώ καλύτερα τα αινίγματα να λύνω,
Χρυσά σε πόδια κοριτσιών γοβάκια να προβάρω.
Αητόπουλο – πώς να με φτάσουν
Των χαλασμάτων μάγισσες και δράκοι.
Μόνο
Με το «κι εμείς ζούμε καλύτερα» του τέλους
Θύμωνα, γιατί έβλεπα γιαγιά,
Την μύτη σου σαν του Πινόκιο να μεγαλώνει.
Αχ, πώς μπορούσα τότε να το νιώσω
Πως ήταν ψέμμα, ειπωμένο από συμπόνια
Για το παιδί που έμενε ανερμάτιστο
Χάνοντας του παραμυθιού τις διέξοδους.
ΑΝΕΠΑΙΣΘΗΤΟΣ ΟΠΩΣ Ο ΚΑΙΡΟΣ
Παράξενο που όλα τα "αντίο"
Ακούγονται κάτω απ'τ'αστέρια
Με το ισοκράτημα των γρύλων.
Πρέπει να γνώρισε
Πολλά απ'τ'ανθρώπινα
Τούτος ο εσμός
Όπως και οι διάττοντες ή οι κομήτες:
Πώς το "για πάντα"
Εκφέρεται ως "αύριο πάλι"
Τί σημαίνει ο μικρός στεναγμός
Ανεπαίσθητος και τεράστιος
Όπως ο Καιρός.

Η ΚΟΜΗ ΤΟΥ ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ
Όχι,
Δεν κουραζόμαστε εμείς
Απ' τη στιχοποιία.
Το ποίημα είναι αυτό
Που πρέπει να διαμαρτυρηθεί.
Για την ενδεχομενικότητα
Τους λεξισμούς
Την εμμονή μας να συσκοτίσουμε
Κι εκείνη την άκρη
-Μαντήλι καλαματιανό-
Που αφήσαμε
Για φιόγκο και κορώνα
Και που του γίνεται
Κάτι σαν τη θανάσιμη κόμη
Του Αβεσσαλώμ.

Κυριακή, 26 Ιανουαρίου 2014

ΣΠΟΔΟ ΚΑΙ ΡΟΔΟΠΕΤΑΛΑ
Προσφέρω ό,τι αποκόμισα
Σε μια ζωή εξήντα χρόνων:
Σποδό και ροδοπέταλα
Κυρίως.
Όσοι πιστοί, προσέλθετε
Δίχως να το ξεχνάτε-
Η Ποίηση την ομορφιά
Προτείνει του διάφανου,
Του πικραμύγδαλου τη γεύση.

ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΒΙΟΛΕΤΑ
Στη λεύκα ακούμπησε απαλά εν’ αστέρι.
Η δεσποινίς Βιολέτα δεν μνησικακεί-
(Της είχε στα δεκάξη υποσχεθεί
Το ίδιο, ναι, πως το νυμφίο θα της φέρει).
Έξω η βραδυά ανθίζει λυπημένη,
Θρηνολογούν αναίτια τα τριζόνια
(Είναι δικά της τα φευγάτα χρόνια
Καιροί που γεννηθήκαν πεθαμένοι).
Δεν τα θυμάμαι. Αγαπάει τον Βιγιόν
Παράφορα. Και τους καταραμένους ποιητές.
Πλαγιάζει με εξαίσιους ιππότες – εραστές.
Έφτασε τα πενήντα. Και λοιπόν;
…………………………………..
Το αστέρι κάποιο βράδυ θα κυλήσει.
Το πού μονάχα την ενδιαφέρει.
Στα μάτια του Ωραίου που θα φέρει
Ή στα δικά της μάτια πριν τα κλείσει.

Σάββατο, 25 Ιανουαρίου 2014

TI NA΄ΓINE
 Τι να΄γινε των παιδικών σου χρόνων η χωμάτινη αυλή
με τα  υγρά χαρτόκουτα, μ΄ένα γεράνι πλάι στη σκουριασμένη σόμπα,
το σπίνο να κελαηδάει στο κλουβί , με την πολύχρωμη στο μανταλάκι ρόμπα,
πάνω από την υπνώττουσα  της ψάθινης καρέκλας - Στέλλα ή Βιβή.

Πάνω σε μπλε ποδήλατα, οι απεκδυθέντες των φτερών τους, χάθηκαν και πάνε
και οι πετροπολεμιστές για την τιμή των εαρινών αεροστάτων έχουν  ειρηνεύσει.
Τ΄ άστρα και οι πυγολαμπίδες δεν ξυπνούν με την κρυφή δική σου νεύση.
Δέρμα και φρόνημα χελώνας πλέον φοράς, των μαχαλάδων Μαγγελάνε.

Έχουν όλα αθόρυβα πετάξει στις σελήνης τις  αχνές σκιές
 όπου μιαιφονία έχει τυπωθεί κι όπου ο ωραίος Ενδυμίων
κοιμάται. Κι από εκεί, στων τρυφερών σου ενυπνίων,
απρόσκλητοι επισκέπτες, απαλύνουν τις πικρές βραδιές.

Παρασκευή, 24 Ιανουαρίου 2014

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΛΕΙΨΑΝΑ
Τα ξεραμένα λουλούδια
Που βρίσκουμε στις σελίδες
Παλαιών βιβλίων
Μιλούν για το θάνατο των ερώτων.
Σκύβουμε 
Κι απαλά,
Τα εγγίζουμε με τα χείλη.
Δεν πρόκειται για προσκύνηση
Όπως κάνουμε
Με τα λείψανα των Αγίων.
Είναι το φιλί της ζωής
Που ανασταίνει μνήμες.
ΚΑΤΩ ΑΠO TIΣ ΑΝΘΙΣΜΕΝΕΣ ΡΟΔΑΚΙΝΙΕΣ
Σκύβουμε στα χωνιά των ασφοδέλων
Να ξανακούσουμε τα παλιά παραμύθια
Για τα χαμένα στο δάσος παιδιά
Που μ'αυτά μας αποκοίμιζαν,
Όταν πλάγιαζαν δίπλα μας,
Οι ακριβοί μας, σήμερα, κεκοιμημένοι.
Ψιθυριστά μας θυμίζουν
Τις κυριακάτικες αιθρίες στις παραλίες
Όταν τους κρατούσαμε σφιχτά το χέρι
Ενώ ξεδιπλώνονταν παντιέρες κι εμβατήρια.
Άλλοτε ζωντανεύουν, οι νεκροί,
Στρωμένα τραπέζια στα περιβόλια,
Κάτω από ανθισμένες ροδακινιές.
Για τις ήσυχες κάμαρες μας μιλούν,
Με τη μυρωδιά του σκοταδιού
Και του σαρακιού
Το μονότονο τραγούδι
Ενώ στους τοίχους
Καμαρώνουν,στα κάδρα τους,οι πρόγονοι
Και μια γυάλα με Πύργο Λευκό
Περιμένει να την τινάξεις,
Για να στρώσει το δικό της το χιόνι.



Πέμπτη, 23 Ιανουαρίου 2014

ΟΠΩΣ ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ
Πέρασε πια η εποχή
Που τ'αερόστατα μας σεργιανούσαν
Στον Παράδεισο:
Στους μπαξέδες εννοώ
Με τα όνειρα των πουλιών,
Με την αγρύπνια των γρύλων,
Την οσμή της ανθισμένης πασχαλιάς
Και κάτι κρυφό
Που φύτρωνε στους ώμους
Όπως τα φτερά των αγγέλων.
Σ'ΕΝΑ ΠΟΝΤΙΚΙ
Το μουστάκι σου μια τούφα από λινάρι
Μπαμπακένιε Σπήντυ απόψε κιτρινίζει..
Γέρασες;Βλέπω την άκρη του ν'αγγίζει
Το ίδιο οξειδωμένο, πένθιμο φεγγάρι.
Θυμάσαι..Κρεμούσε τα φιλιά της
Στο φεγγάρι."Για τα γενέθλιά σου
Δώρο".Πρόσεξα μόνο την ουρά σου-
Μαύρο κορδόνι μες την αγκαλιά της.
Όλα είναι ίδια όπως τότε.Αδελφή
Μιας νύχτας από χρόνια πεθαμένης
Η νύχτα που με βρίσκει να μιλώ
Με σένα,ποντικάκι μπιμπελό
Που'μαθες ν' αγαπάς και να σωπαίνεις.


Τετάρτη, 22 Ιανουαρίου 2014

ΤΑ ΠΑΝΕΡΑΚΙΑ
Κατεβαίναμε τη λεωφόρο
Με μάτια φάρους
Για τα κορίτσια που έπρεπε να ξέρουν
Από τί να φυλαχθούν.
Στην ανοιχτή παλάμη μας
Καθότανε το ποίημα
Φτιαγμένο από ένα μικρόν αγέρα
Παλιές,εν παραθέσει,φωτογραφίες
Κι, ενίοτε,ένα σουβλάκι
Μ'άρωμα πασχαλιάς ή βιολέτας.
Δεν ξέρω τί συνέβη
Ανάμεσα στην αιωνιότητα και το σήμερα-
Πέσαν τα βλέφαρα,οι φάροι σβήσαν
Το ποίημα πέταξε μακριά
Με τις φωτογραφίες και τον άνεμο
Ή τα κορίτσια τα κατάπιε
Ο λύκος ο κακός;
(Πάντως,τα πανεράκια τους
Βρίσκονται στη γωνιά-
Γεμάτα ψώνια).
Κι έμειναν
Η λεωφόρος με τις ακακίες της
Και τ' αυτοκίνητά της,
Κι ένα νυχτερινό ελικόπτερο
Που επιμένει.

ΣΗΜΕΡΑ ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ ΝΑ ΘΥΜΗΘΩ


1963
Ο πατέρας να ζυγίζει με δράμια
Ξερό χταποδάκι και χαλβά-
Μακρύτερα το ρόδινα ανθισμένο
Δάσος των αλμυριθιών
Με τσαντήρια,ζευγαράκια,
Σπανίως, καμμιά τίγρη-
Το φωνάζαμε στη μάνα το τελευταίο
Όταν πήγαινε
Να μας σαπουνίσει τ'αυτιά
Και τρέχαμε προς τα κει:
"Προτιμώ"λέγαμε"να με φάει".
Ο Άγιος Χόντος έπαιζε
Στο σιδεροτράπεζο, κολτσίνα
Με το Σπανό και το Θεσσαλινικιό.
Οι εφημερίδα έγραφε
Για τις συγκεντρώσεις της ΕΡΕ
Της Ένωσης Κέντρου και της ΕΔΑ.
Για το δεύτερο Γοργοπόταμο.
Ο Αντρέας, ο φωτογράφος, χόρευε
Στο σκαλί, άηχο τσιφτετέλι
Για να πετύχει την πόζα
Της δίχρονης Ρούλας.
Κάποτε έμπαινε στο μαγαζί
Ο Σπύρος και ζητούσε
Να σπάσουμε ένα ποτήρι
Να βγάλει το ψωμάκι του κι αυτός
Που όλη τη μέρα ξελαρυγγίζονταν
Στους χωματόδρομους,με τη στίξη
Των αλόγων,φωνάζοντας-
Τραγουδιστά περίπου-
"Γυαλικά σπασμένα κολλούμε".
Τη θυμάμαι όλη αυτή
Τη φωνογραφία των πλανοδίων
Μα πιο καλά
Περπατούν στους έλικες του μυαλού,
Ο "κλουβάκια,πουλάκια.κρεμάστρες"
Κι ο "μαστχάς παιδιά".

Τρίτη, 21 Ιανουαρίου 2014

ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΟΥΣΙΚΗ
Από πού έρχεται αυτή η μουσική;
Μήπως τη γέννησαν
Μικροί νυχτερινοί κήποι;
Χωρούσε στα κελύφη
Ενός εσμού ναυτίλων;
Μήπως
Τη συντηρεί η διάθεσή μας
Να τη φορέσουμε κατάσαρκα
Σαν τη φανέλα που έπλεξαν
Χέρια ακριβά;
Πού κατευθύνεται αυτή η μουσική;
Ταξιδεύει σα σημαία
Σε προκυμαία;
Αποκοιμιέται
Σε μπαλκόνια,
Πλάι στο φύκο και το φούλι;
Τη δεσμεύουν τα αειθαλή φυλλώματα;
Οι χαμηλότονες λέξεις
Των γυναικών που αγαπήθηκαν;
Και η ουσία της ποια να' ναι;
Τα όρια των βλεμμάτων,
Τα δοξαστικά
Των κοτσύφων μινυρίσματα;

Δευτέρα, 20 Ιανουαρίου 2014

ΜΙΚΡΟ ΓΙΑ ΤΟ ΛΟΡΚΑ
Του Γκουαλντακιβίρ τα μυρωμένα
                   θόλωσε νερά
Μ'αίμα ανδαλουσιάνικο,το ρόδο
                της πληγής σου.
Άφησε η Λόλα τους τορέρος
                τα βαμβακερά
Και κλαίει, κρατώντας ένα
                αστείο φασουλή σου.


ΣΤΟΝ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ
Καθώς
Τα αισθαντικά
Λιποθυμούσαν στα πλατανορέμματα
Αηδόνια
Ανέβαιναν τα κεκραγάρια.
Η προσευχή γινότανε θυμίαμα
Που-ως γαλαξίας-τύλιγε τ'αστέρια.
Όλα πάνω απ'τη φιδίσια
Σιωπή
Του ποταμού.
Στην κορυφή του βουνού
Μια φρυκτωρία:
Το νέο φεγγάρι.
Ανήγγειλε
Σε βερβερίτσες και προσκυνητές
Την αρχαία μιαιφονία.
(Είναι ο Κάιν με την πέτρα-
Μας εξηγούσε,παλαιότερα,η γιαγιά
Κι ας αγνοούσε
Ότι ο θόλος, ο έναστρος
Πράγματι
Φωτογράφιζε τον Καιρό).

Σάββατο, 18 Ιανουαρίου 2014


ΤΑ ΨΙΧΟΥΛΑ ΤΩΝ ΛΟΓΩΝ ΣΟΥ
Κύριε,είμαστε άνθρωποι ασήμαντοι-
Μας λείπει η παραφορά του Πέτρου
Οι πτώσεις και τα δάκρυα τα πικρά.
Στα κύματα δεν περπατήσαμε
Για να, βουλιάζοντας,
Σου πιάσουμε το χέρι.
Ούτε τολμήσαμε να γύρουμε
Στο στήθος σου,
Όπως ο Ιωάννης
Την ώρα τη φριχτή του Δείπνου.
Τίποτε δεν πήραμε
Από τους εκλεκτούς Σου.
Ούτε που θα το αντέχαμε.
Τη χάρη δώσε μας,Χριστέ
Της Χαναναίας
Που, σα σκυλάκι,χόρταινε
Από τα ψίχουλα των λόγων σου
Όσα,απρόσεκτα,ποδοπατούσαν
Οι δικοί σου.
Ή της αιμορροούσας την αιδημοσύνη
Να εγγίσουμε το κράσπεδο
Των ιματίων Σου
Για να στερέψει η πηγή
Της αμαρτίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: