Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Ποίηση Γιάννη Τσίγκρα 7

Κυριακή, 2 Νοεμβρίου 2014

ΜΑΚΡΙΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Είναι φορές που δίνω στ' αστέρια τα ονόματα όσων έφυγαν-
"δε μπορεί" λέω, "όσοι βγάζουν φτερά,πετούν",
ο πατέρας,αίφνης,
είναι  κομήτης , σε αιώνιες τροχιές,γυρίζει τα βράδια,
περνάει με το χέρι του, κάτω απ'το μαξιλάρι,
ένα εικόνισμα της Παναγιάς.
Τα κορίτσια μιας νιότης που χάθηκε, παίρνουν τα πιο παράδοξα
προσωνύμια,
Βερενίκη, να πούμε,Αλκυόνη,Πλειόνη,Ταϋγέτη,
ό,τι περισσεύει απ'τον ουρανό,
ονομάζει τους λυπημένους των δρόμων,
δέντρα, ανεπίστρεπτα χαμένα βλέμματα,
τις κούκλες στις βιτρίνες,τα ελάχιστά μου ταξίδια,
τις λυπημένες άδειες καρέκλες, το νυχτερινό φλοίσβο.
Τα υπόλοιπα είναι μακρινά τραγούδια,μ'ακατανόητους στίχους.
ΚΑΙ ΞΕΧΝΑΣ Τ 'ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ
Tίποτε δεν βαραίνει περισσότερο από την ελαφρότητα
με την οποία αντιμετωπίζουμε πράγματα σοβαρά,
όπως το σκόρπιο,στη θάλασσα,φεγγάρι
που ζωντανεύει αρχαία καλοκαίρια
ή όσους μας επισκέπτονται τις νύχτες, με την Άρκτο πιασμένη
στα δόντια, σαν ένα κλαδάκι γιασεμιού,
και τον χρόνο,όσος μας απομένει, στο σταμνί:
Το ακουμπούν στα χείλη μας,
πιστεύοντας
ότι θα μας ξεδιψάσουν.
Τίποτε δε βαραίνει περισσότερο από την "Καλημέρα" ενός
καθρέφτη, όταν μας επιστρέφει τη ζωή που ξοδέψαμε
αλλοιωμένη (ο καιρός μένει αδυσώπητος σαν κλαγγή όπλου)
μα εμείς δεν το καταλαβαίνουμε
γιατί πάντα, η ελπίδα είναι η γιγάντια φασολιά
που σ'ανεβάζει στους αιθέρες
και ξεχνάς τ'όνομά σου και θέλεις να σε προσφωνούν
Εκλαμπρότατε.

Σάββατο, 1 Νοεμβρίου 2014

ΚΟΥΔΟΥΝΙΣΤΡΑ
Κι αν η σκηνογραφία είναι άψογη,
δεξιά το σεράι,αριστερά η καλύβα,
οφείλουμε να προξενέψουμε στο ποίημα
όχι μια δράση,αυτή υφίσταται, με τους διαλόγους,
αλλά μια ψυχή-αυτό που ονόμαζεν ο Αλεξανδρινός
"ποιητικήν ιδέα"-
διαφορετικά, η λειτουργία του
καταλήγει κουδουνίστρα, στα χέρια των νηπίων.

Παρασκευή, 31 Οκτωβρίου 2014

ΚΟΒΕΙ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ
Αγαπώ τα νυχτερινά τρένα,
εκείνα στα οποία, ο εισπράκτορας
αναγκάζεται να κόψει εισιτήριο
στον εαυτό του,
γιατί οι επιβάτες είναι όλοι νεκροί
ή ταξιδεύουν ο ένας στο όνειρο του άλλου.
Αγαπώ τα τρένα που δε σταθμεύουν,
τα άδεια μοτέλ,
όπου χασμουριέται το τελευταίο τζουκ- μποξ
του Πέτερ Χάντκε,
την ώρα που ο τελευταίος
εξηγεί στην πληθωρική ιδιοκτήτρια,
ότι η αγωνία του "τερματοφύλακα
πριν το πέναλτι",είναι το τέλος του βιβλίου
που τού 'πεσε στο πάτωμα και σκόρπισε,
αόρατο, σαν τον υδράργυρο.
ΦΑΝΤΑΣΜΑΓΟΡΙΑ;
Μόνο το αδύναμο φως μιας πυγολαμπίδας μπορούμε
ν'ανάψουμε
και δε γίνονται οι στίχοι μας φάροι ή λάμπες
που καταργούν το σκοτάδι,
δεν ξοδευόμαστε,
λαμπάδες,
να φωτίσουμε τα μονοπάτια,
για τα παιδιά που χάνονται στο δάσος
με τους δράκους και τα απατηλά τραγούδια των σειρήνων,
δεν το μπορούμε ή δεν το θέλουμε,
καλλιεπείς κι ανούσιοι στη σπατάλη μιας φαντασμαγορίας,
τα ποιήματα θα'πρεπε να'ναι ξιφολόγχες, όχι παντιέρες
κι εμβατήρια,
να'ναι ψάρια και ψωμιά που πληθύνονται,κι όχι
ματσάκια από πασχαλιές,
συνθέσεις κι όχι πρελούντια-
ν'αφήνουν απέξω το "εγώ" και να διακονούν ανάγκες του "εμείς".


Πέμπτη, 30 Οκτωβρίου 2014

ΠΛΑΪ ΣΤΙΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΤΟΥ ΤΡΕΝΟΥ
Κι θα'ρθει μια εποχή που τα τριαντάφυλλα θ' ανθίσουν,
πλάι στις σιδηροτροχιές, κι όσοι μιλούσαμε για θάνατο
θα βρεθούμε αμήχανοι, θα προσπαθούμε να προσδιορίσουμε
μιαν απουσία,γιατί θάνατος είναι ο φόβος μόνο,
κι ο Αλιόσα Καραμάζωφ διατείνονταν στην παρέα των παιδιών
"θα ξαναβρεθούμε,θ'αγαπηθούμε ξανά", αρκεί να ξεχάσουμε
τις αράχνες και να μυρίσουμε τα άνθη,
εκεί,πλάι στις γραμμές του τρένου.

Τετάρτη, 29 Οκτωβρίου 2014

CERCIS SILIQUASTRUM
Εγώ που έλειπα απ' την εκταφή,
χρωστώ μια βαθιά υπόκλιση,
ένα τρυφερό αγκάλιασμα του κορμού της κουτσουπιάς
(επιστημονική ονομασία Cercis siliquastrum),
για τα μοβ ανθάκια που χάριζε,επειδή την παρακάλεσα,
καθημερινά, επί τέσσερις Ανοίξεις,
στον τάφο της μητέρας.



ΤΟ ΑΥΤΟ ΠΟΘΩ ΚΑΙ ΔΙΑ ΣΑΣ
Από υγείαν υγιαίνω και μη με ρωτάτε
ποιο είναι το ποίημα που αγαπώ,
θα σας απαντήσω "το τελευταίο",εκεί
σωρεύεται κάθε αστοχία μου, ήγουν αμαρτία,
γιατί, όπως το ξανάπαμε, έχω υποχρέωση,
όχι απλό δικαίωμα, στη στρεβλή γραφή,
δώστε χαιρετισμούς σ'όλους, θα'θελα να σας
έβλεπα στο τραπέζι,βλέπω,ντουβάρια με αχ και βαχ,
τώρα να σας εξηγήσω, πάει πολύ, οι μέρες μοιάζουν
όλες ίδιες,μη με ρωτάτε γιατί "υποχρέωση",τα τραγούδια
είναι σαν τους ανοιξιάτικους σωρείτες,αν δεν φέρουν βροχή,
σχηματίζουν τον ανδριάντα του Έντγκαρ Άλαν Πόε
κι ακούγεται από μακριά κρωγμός,αν το παρέλειψα
από υγείαν υγιαίνω,το αυτό ποθώ και δια σας    


Τρίτη, 28 Οκτωβρίου 2014

ΜΕ ΜΙΑ ΙΟΝ ΤΟΥ ΤΑΛΗΡΟΥ
Κι είναι φορές που,ακροποδητί,κοιτάζω,
απ' το φεγγίτη της σελήνης,
τους βλέπω,τότε,να' ρχονται από μακρυά:
Ο Κοντορεβυθούλης, με γεμάτες τσέπες
από βότσαλα, ο Τζεπέτο,ο Πήτερ Παν και η Αλίκη.

Υπάρχει λίγος χώρος πέρα από τα παραμύθια
όπου,τρίζοντας, βαδίζει ο πατέρας
με μία ΙΟΝ του ταλίρου ανάμεσα στα δάχτυλά του.
             
             
               ΑΣ ΕΙΝΑΙ ΑΣΗΜΑΝΤΟΙ
               Ένα μέτριο ποίημα
               που χωνεύει το θεώρημα του Καραγκιόζη,
               υπολόγισέ το περισσότερο
               απ'τα τραγούδια για τους χάρτινους έρωτές μας
               Οι άνθρωποι πονούν
                                    πεινούν
                                    ματώνουν,
               κι εμείς πετούμε ρόδα, σα να είναι κομφετί.
               Ποιος θα θυμηθεί ότι, στον κόσμο αυτό,
               υπάρχουν και οι απελπισμένοι,
               ποιος, γι αυτούς, θα γράψει τους τελευταίους του στίχους;
               Κι ας είναι ασήμαντοι και ταπεινοί.


   

     

Δευτέρα, 27 Οκτωβρίου 2014

ΜΕ ΤΗ ΔΑΧΤΥΛΗΘΡΑ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ
Ιούλιε,βοήθησέ μας να ξανακάνουμε το γύρο του φεγγαριού,
τί να λέμε εδώ με τους σιτοπώλες, φορώντας
τα σκληρά προσωπεία των νεκρών,βουβοί, σε ουρανούς που, μόλις
ανθίσουν το πρώτο αστέρι τους, κλείνουν σ' ένα ζόφο πυκνό, τον
μαζεύουμε με τη δαχτυλήθρα της γιαγιάς
και μυρίζει ανθισμένη κουτσουπιά και νυχτερινόν Απρίλη-
στείλε μας,Ιούλιε,
στα βάθη των ωκεανών,έχει μια θαλπωρή το φως που ανάβει
ο κάπτεν Νέμο στα διαμερίσματα του Ναυτίλου, θα φύγουμε άλλωστε,
θα θέλαμε απλώς,πριν, να δοκιμάσουμε τον καπνό του πλοιάρχου.
ΑΙΩΝ ΠΑΙΣ ΕΣΤΙ ΠΑΙΖΩΝ, ΠΕΣΣΕΥΩΝ ...
Έτσι ζητούσαν, το χρόνο που τους απέμενε,απ' τον περιπτερά
"ένα καρκίνο,ωωωπ",
πηδούσαν απ'τη σούστα,όταν η ομίχλη γίνονταν
κασκόλ ή νηστική γατούλα-αυτό υπονοούσε ο Τόμας Στερνς-
ανάβαμε το φως, πηδούσαν πλάι στο στεγνό χαντάκι, και
αυτοκίνητα με μούρη θλιμμένου σκύλου περνούσαν
πλάι τους,
τικόφ-τικόφ,
μερίδιο έχουμε όλοι, αυτοί δήλωναν αυτόχειρες,
και
τα παιδιά ξέχασαν τα παιγνίδια τους, προχθές είδα να παίζουν τη μακρυά
γαϊδούρα χωρίς λόγια, εμείς τραγουδούσαμε "σαράντα μουλάρια καρκαντζέλια"
δεν άλλαξαν όλα, μένουν κοιμισμένα τα λούμπεν λαϊκά
στο κλειστό πλέον στούντιο
του Κρεμαστά, έξω γουργουρίζουν τα περιστέρια,ζητούσε κι αυτός
ένα Καρέλια πλακέ-
ύστερα ασχολήθηκες με τη δημοσιογραφία.


Κυριακή, 26 Οκτωβρίου 2014

Η ΣΤΙΓΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Κι έτσι όπως τα κείμενα μικραίνουν ολοένα,
κάποτε θα'χουμε τη λογοτεχνία που επαγγέλλεται
ο Γιώργος Χειμωνάς: Τη στιγμή, μέσα σε μια λευκή
σελίδα, τη στιγμή μέσα στην αιωνιότητα,τη Στιγμή
που,
κατά τον Søren Kierkegaard ,
είναι η ίδια η αιωνιότητα.

Σάββατο, 25 Οκτωβρίου 2014

ΘΕΜΑ ΓΟΥΣΤΟΥ
Κάποτε,έγραφαν σε μεγάλα ωραία κάδρα, την ιστορία
της οικογένειας και την αναρτούσαν στους τοίχους.
Αιώνιες γιαγιάδες κι άγνωστες εξαδέλφες, ένα πανέμορφο
ασπρόμαυρο, κάτω απ'την καρυδιά του χωριού, παππούδες
με βράκες, συνάξεις σε γάμους και γιορτές,
βέβαια
χάνονται όλα
σε μετακομίσεις, άλλωστε δεν είναι τα πρόσωπα
όσον ο χρόνος, που ζωντάνευαν
ω καιροί, ω ήθη,
αντί του Μανωλάκη, που φτερούγισε
στο θανατικό του 1917,ο Ματίς, αντί του μπάρμπα Τσικλάνη,
αυτός που προείδε το θάνατό του- ημερομηνία ακριβής,
πέντε μήνες πριν το ανακοίνωσε-ο Γύζης,
χάνεται η Ιστορία των τοίχων,
βγαίνεις έξω ν'αναπνεύσεις,
πέφτεις πάνω στα πολύχρωμα, προστακτικά γκράφιτις
"τίποτε"
λες,
"το αληθές είναι θέμα γούστου".
  
ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΠΟΥ ΠΑΙΖΟΥΝ ΒΟΛΟΥΣ
Εδώ τον ακούω  να γυροφέρνει στα τρία οικοδομικά τετράγωνα
του Συνοικισμού Αναπήρων Πολέμου,σιδερόφρακτος και δορυφόρος,
καλπάζοντας τα βράδια,
οι άνθρωποι χάνονται και οι ηδύοπνοοι κήποι,
τα ονόματα και οι προθέσεις-

και γιατί το δίκαιο των παιγνιδιών με τους βόλους, να γίνεται απώλεια
και γιατί ν'αλλάζει, τόσον εύκολα, ο χάρτης του νυχτερινού θόλου;

Χριστέ μου, κάθισε κι απόψε στο μαξιλάρι των πονεμένων.....













Παρασκευή, 24 Οκτωβρίου 2014

ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ
Δεν είναι ποίηση αυτή, καστανόχωμα είναι για τα λουλούδια,
κι οι λεξισμοί ηχούν σαν μακρινοί δρυοκολάπτες,
θα προτιμούσα τα επαγγελματικά μοιρολόγια άλλων εποχών
τις κατάρες της Χαζοφταλιώς, όταν δεν της δίναμε το πενταράκι
που επίμονα ζητούσε, τα σκουπίδια της αυλής της-από
κονσερβοκούτια μέχρι πλαστικά, τρύπια ποτιστήρια -
το κιτσαριό των χρωμάτων στις πολυκατοικίες
Κασσαβέτη με Αναλήψεως,αν είναι
να κυνηγήσουμε το παράδοξο,ας το κάνουμε
με κομψότητα,οι λέξεις μας γαβγίζουν σαν τα αδέσποτα
μιας άδειας πολιτείας, Ντάλτον και Σαλοκατίνες, τα σχήματά μας,
παλιατζήδες καταντήσαμε των ουρανών και μη μου πείτε
"να μιλάτε για πάρτη σας",θα σας απαντήσω ότι εγώ δε τραβώ
τις λέξεις απ' τα έντερά τους, κι αν αγόραζα ένα δοχείο νυχτός
για τον κήπο μου, θα'γραφα απ' έξω το μποσταντζόγλειο
"δια τα κακά που μου έκανες,σε συγχωρώ".

Πέμπτη, 23 Οκτωβρίου 2014


ΤΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ΞΕΚΛΕΙΔΩΝΟΥΝ ΔΥΣΚΟΛΑ
Κι όταν οι άλλοι έφευγαν,εγώ προσευχόμουν-
τα ταξίδια
είναι πάντα περίπλοκα και ξεκλειδώνουν δύσκολα,
όπως τα όνειρα που πολυκαίρισαν,
κι οι πεταλούδες όταν βγαίνουν από το καλοκαίρι.
Πέρασε η εποχή που τρέχαμε πίσω από τα ποδήλατα,
ερέβη  έγιναν οι τοίχοι με τα γιασεμιά.

Θεέ μου,δώσε να τελειώσουμε,λουσμένοι από το φως.

Τετάρτη, 22 Οκτωβρίου 2014

ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΣΩΘΟΥΜΕ, ΑΣ ΣΩΘΟΥΜΕ ΟΛΟΙ
Ζητώ ένα κομμάτι πολύτιμης σαλότητας,
να ψάξω, εντός του, για το ακατανόητο ουσιώδες,
να προσκυνήσω τους Αγίους που το ζουν.
Γέμισε ο κόσμος λίθινα μενίρ, μόσχους από χρυσάφι,
κάναμε τον ωφελιμισμό φιλοσοφία μας, τη χρησιμοθηρία-
η μελέτη θανάτου δεν μας λέει τίποτε πια.
Ας κρατήσουμε ένα κεράκι αναμμένο,
μια λάμπα στην άκρη του ζόφου,
κι ας κυνηγούμε τη σαλότητα, όπως άλλοι τα κύμβαλά τους.
Αν είναι να σωθούμε,ας σωθούμε όλοι.

Τρίτη, 21 Οκτωβρίου 2014

ΑΠΕΙΡΟΣΥΝΟΛΟ Η ΕΥΘΕΙΑ
Μ'αρέσει να αραδιάζω τις λέξεις προσεκτικά,
κι άλλοτε  με
μια καλλιτεχνικήν ατημελησία,
να τις σκορπώ όπως η Κουκού
της οδού Βύρωνος τα δικοτυλήδονα της,
στο μεσοπόλεμο,
κι ύστερα όλα να τα καταργώ, γιατί τίποτε δε σβήνει μια νοητή γραμμή,
απειροσύνολο οι στιγμές της, και η γιαγιά η Δουκίδαινα
επισκέπτονταν τη μάντισσα, άρχιζαν τα προκαταρκτικά
"κουκιά ή χαρτιά;",41 χάρτζ
συντηρούσαν,τίποτε, τίποτε, δεν αφήνει ο καιρός,
ήθελε να μη μάθει, στην πραγματικότητα,
πού βρίσκονταν ο άντρας της,40 συν ένα καναρίνια σαλονιού,
μια γραμμή δεν τελειώνει,τ'άστρα δεν τελειώνουν,
με ενίκησε ο σατανάς, έλεγε η γιαγιά,φτιάξτε καφέ, η πίεση,
ήξερε πού βρίσκονταν ο άντρας της,μια επιβεβαίωση ζητούσε
ότι έκανε λάθος,τα χαρτζ κελαηδούν με κλειστό το στόμα,
χθαμαλή τη φωνή,κορόιδο ήταν η Κουκού;"Στο εργαστήρι
βρίσκεται,δουλεύει ένα νυφιάτικο καλαπόδι"-όλα πριν τον πόλεμο.

















ΤΟ ΙΤΑΛΙΚΟ ΚΑΒΟΥΡΙ
ΚΙ ΑΝΑΠΑΥΣΕ ΤΟΥΣ
Κάποιοι ξυπνούν με μια στα χείλη λέξη
κάποιοι μ'ένα τραγούδι
κι άλλοι μ' ένα σταυρό.
Δέξου, τους τελευταίους Κύριε, και,κατά το ρήμα σου,
ανάπαυσέ τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: