Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Ποίηση Γιάννη Τσίγκρα 6

Τετάρτη, 19 Νοεμβρίου 2014

ΚΑΙ Τ'ΑΦΙΕΡΩΝΑ ΣΤΗ ΜΑΜΑ ΜΟΥ
Ο χρόνος είναι στην αρχή ευθυτενής,ύστερα
καμπουριάζει λιγάκι,φοράει γυαλιά κι ακουμπάει
σε μπαστούνι,μετά μελετάει Αστρονομία,εκείνο το
άστρο, ο Λαμπαδίας, είναι καλό,σκέπτεται,απ'τα
μπαλκόνια του θα με ξαναδώ παιδάκι,να παίζω με
τα βαγονέτα του τουβλάδικου, θα μου παραχωρήσουν
ένα σπιτάκι με ράφια,γεμάτα τριαντάφυλλο γλυκό
να κερνώ τους περαστικούς και να γράφω τα ποιήματά μου
για μιαν εποχή που ζωγράφιζα ουρανούς
και τους αφιέρωνα στη μαμά μου.

Τρίτη, 18 Νοεμβρίου 2014

ΚΑΙ ΓΚΡΕΜΙΣΘΗΚΕ
Εδώ, στο γραφειάκι, που ακούγαμε τις σονάτες
του Μπετόβεν,
και τα μεσημέρια κυνηγούσαμε με μυγοκορδέλες
τα απίστευτα των πλανοδίων
-μαζεύω παλιά καλολοφέργια,
παλιά ποδήλατα-
να'χα ένα ποδήλατο νταλίκα, να'ρθω να σε βρω,
να μιλούσαμε για το σπίτι με τις εκατό γάτες
το σπίτι που το φορτώσαμε με χρόνο και γκρεμίστηκε.

ΘΑ ΦΩΛΙΑΣΟΥΜΕ Σ' ΑΣΤΕΡΙΣΜΟΥΣ
Τις νύχτες, οι πωλητές παιδικών ανεμομύλων φορούν
το πιο λυπημένο τους βλέμμα,
άδεια καρουζέλ γυρίζουν στη σκοτεινή θάλασσα,
κι ένας αθιγγανόπαις, τραγουδάει, στις δυτικές συνοικίες της πόλης
"ντέβλα σου τσου κα τσα για".
Απ' όλα αυτά καταλαβαίνω, ότι θα φωλιάσουμε σε δυτικούς αστερισμούς,
εκεί που εναποθηκεύονται τα όνειρα όσων μπορούν να δουν,
πέρα απ το θάνατο- τις ανθισμένες πασχαλιές και τους ιβίσκους.

Δευτέρα, 17 Νοεμβρίου 2014

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟΝ ΣΑΙΡΕΝ
Τελικά δεν υπάρχει επανάληψη,
ό,τι ειπώθηκε
έχει τελεσίδικα σωπάσει,οι δρόμοι δεν πληγώνονται
από τα βήματά μας,ακόμη κι ο θάνατος οδηγεί αλλού.
Θα 'θελα,τί σημασία έχει τί θα'θελα,η απουσία βαραίνει,
η αφαίρεση κι ένας ύπνος χωρίς σχήματα και παραστάσεις.
Ας περπατούσαμε ξανά κάτω απ'τα φωτισμένα
ανοιξιάτικα παράθυρα, ας κυνηγούσαμε τις νυχτερίδες
απ' τα μαλλιά μας, στις απόχες μας ας σπαρταρούσαν τα
αδέσποτα τραγούδια.
Δεν υπάρχει επανάληψη,εγώ δεν θα ξαναϋπάρξω ως εγώ
και συ θα μείνεις πλάι μου μ'ένα μικρό πόνο στους ώμους,
οι μαίανδροι και οι τόποι πλαγιάζουν στο δεξί χέρι,φεύγουμε
προς τη σκοτεινή θάλασσα, κι αυτή δεν την έχουμε ξαναδεί
έτσι ακριβώς,με τις κορδέλες των φάρων και του φεγγαριού,
όχι,δεν υπάρχει επανάληψη.
ΕΝΑ ΠΙΑΤΟ ΡΕΒΙΘΙΑ
"Η ζωή αντιγράφει την Τέχνη",δίκιο έχεις Όσκαρ.
Ενίοτε την παρωδεί, βγάζοντάς της κατσικίσια γλώσσα,
όπως στο χορό της δικής μας Σαλώμης,αυτής που κάποτε-
σας το'χω νομίζω διηγηθεί-
ανέβηκε στο νάρθηκα της Μεταμόρφωσης,μ'ένα πιάτο ρεβίθια.
Τη θυμάμαι και στο γάμο της θειας Άρτεμης,να χορεύει,
γύρω στα ενενήντα της, το "ωραία είναι η νύφη μας",
ολομόναχη
κάτω απ'την ακακία του πεζοδρομίου, εμείς κρατούσαμε
ένα ξένο της τελετουργικό.
Σκέπτομαι ότι αν είχε τυλιχθεί την υπέρτατη μουσική
στα δεκάξη της
κι ο χορός αλλιώτικός να 'τανε, κι ένας άρχοντας της το'ταζε
εκείνη ρεβίθια θα ζητούσε
επί πίνακι.


Κυριακή, 16 Νοεμβρίου 2014

ΓΙΑ ΝΑ ΠΙΑΣΕΙ ΤΗΝ ΠΟΖΑ
Τίποτε δεν εμφανίστηκε για να χαθεί.
Βέβαια τα όνειρα ανοίγουν σαν μεγάλα ρόδια,
κάθε κόκκινος σπόρος είναι μια ματαίωση-
αλλά υπάρχουν ακόμη,
τα βραδινά παιγνίδια των παιδιών,
υπάρχουν οι χαρταετοί, φτιαγμένοι από σελίδες
εφημερίδων, έτσι για να φανεί ότι η ζωή συνεχίζεται,
έστω μοναχική,
σαν κάποτε που κουβεντιάζουμε με το είδωλό μας
στον καθρέφτη,μ'ένα μοναχικό σακάκι,με
τον χρόνο που κάρφωσε σε χοντροχάρτονο
ο Αντρέας, ο φωτογράφος,την ώρα που χόρευε
στα μικρά παιδιά,σαν τη μαϊμού,
για να πιάσει την πόζα.

Σάββατο, 15 Νοεμβρίου 2014

ΝΑ ΜΗ ΦΟΒΑΜΑΙ
Tην παιδική μου καρδιά, κρατάς στο χέρι σου,Κύριε,
δε θέλω χρόνους και χρυσάφι,δος μου την πίσω,Κύριε,
δεν μπορώ πια ούτε τις λέξεις,βάρυναν κι αυτές
και τα τραγούδια έχω κρεμάσει στ' άστρα,
στείλε την με τον άγγελό μου,Κύριε,
να ξαναμάθω να προσκυνώ,
να μη φοβάμαι.





ΠΡΟΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΝ
Ναι,τα γνωρίζω  αυτά τα βότσαλα-ένα
κάθε πέντε βήματα στο μονοπάτι-
αλλά πού ξαναγυρίζω,σε ποιο κέντρο,
σε ποια βεβαιότητα,μη βιαστείτε να μιλήσετε
για παλιμπαιδισμό,τα πράγματα είναι πιο σοβαρά,
βέβαια επιλογή μου ήταν,θα μπορούσα να
ολοφύρομαι,χορταίνοντας τα πετεινά του ουρανού
με ψίχουλα ή να ερμηνεύω την πορεία του
Πολικού ή να ψάχνω στα πλατανορέμματα για
μονοπάτια,τί επιλογή μου,υπάρχει
στ'αλήθεια κέντρο ή βεβαιότητα;
Ο ουρανός είναι μια αφαίρεση κι όλες οι παιδικές
ιστορίες, ομολογούνται προς παραμυθίαν.



Παρασκευή, 14 Νοεμβρίου 2014

ΤΟ ΛΕΠΙΔΙ
 Παίξαμε μονά-ζυγά στην προκυμαία.
 Κι έχασα.
 Έφεγγε ελάχιστα, ένα φεγγάρι μπλε κι αργά κατάλαβα
 ότι δεν ήτανε φυστικοστραγαλάς ο κερδισμένος
 αλλά ο μικρός που άφησε τους πεσσούς
 και πήρε το λεπίδι.
Η ΩΡΑΙΑ ΑΦΡΟΔΙΤΗ
Κι ο πειραιώτης καθηγητής, για τον οποίο,πολλάκις
σας ωμίλησα,το'χε τσεκάρει,
σε μια εκ δεξιών απόφανσή του, "ονομάστε το" έλεγε
"πεθαμενατζίδικον Η ΩΡΑΙΑ ΑΦΡΟΔΙΤΗ",
ο Βόλος υπήρξε κάποτε ιοστεφές άστυ,με την πολυχρωμία
των ποδηλάτων του, τα φυτοκάλαμα και τους χαρταετούς,
έτσι καταλάβαμε ότι ζωγράφιζε το μέλλον, πού το'δε
ο μπαγάσας,τότε υπήρχε μόνον
ο κούκλος του Παλούκα, κούναγε
το κεφάλι-αυτό αν δεν αρέσει ο συγγραφέας του "Υπερίωνα"
που,ανορθόγραφα,ανέφερα στο τελευταίο μου ποίημα-
κουβαλούσα
ένα τσουβαλάκι κορκάρι στο "Λεϊμονή" και τις ντομάτες
για τα γεμιστά στη γιαγιά Μαργαρώ,μ'έθελγαν τα παλαιά
εικονίσματα,η οσία Παρασκευή,
η Επιβατιανή,το αναμμένο καντήλι
και το γλύκισμα "Βαρβάρα",σχεδόν σούπα κόλλυβα,
φώναζα έι,έι
στα ελάχιστα αυτοκίνητα,
που το βρήκε το προφητικόν επίθεμα,
άκου Η ΩΡΑΙΑ ΑΦΡΟΔΙΤΗ-τα χρόνια και οι βροχές
σάπισαν την πόλη,κανείς δε νοιάζεται πλέον
για τη σκόνη των διαττόντων
στις απαλές μας χωρίστρες.


Πέμπτη, 13 Νοεμβρίου 2014

ΣΕ ΜΙΚΡΟΨΥΧΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ
Προσπάθησα να μείνω στο έτσι-είναι-ακριβώς,
τίποτε,όλοι ζητούσαν το διάκοσμο,
έναν έρωτα από γκοφρέ χαρτί και στα μαλλιά
χρυσόσκονη,μια λάμπα για φεγγάρι ή ένα μπαλόνι
που ιριδίζει-αυτά έχουμε,αυτά,φτηνά,προσφέρουμε.
Οι γηραιές κυρίες που φεύγουν στην ώρα τους, θα μπορούσαν
να μας προσφέρουν μιαν επίφαση
όμως,ο εσμός των εργολάβων
μιας ποίησης αν-ούσιας, αντιπροσφέρει
ζυγαριά ακριβείας και λέξεις από φτερά
που έφτασαν, λες, από το καρναβάλι του Ρίο.
Τί κάνουμε, Χέλντερλιν,δεν είναι καλύτερος ο ύπνος;


Παρασκευή, 7 Νοεμβρίου 2014

ΣΑΝ  ΚΕΡΜΑ ΑΠΟ ΤΡΥΠΙΑ ΤΣΕΠΗ
Τα βράδια, ο γέρο Μπούκης ο τυφλός, περπατούσε το μοναδικό
χωματόδρομο,τραγουδώντας,με μια φωνή καστράτου
δημοτικά τραγούδια,
όταν έφυγε, μας άφησε τη φωνή του και μιαν ελιά που είχε ως όριο,
την ακουμπούσε και,μετρώντας τα βήματα,
γύριζε πίσω,στην αυλόθυρά του,
τον ακούγαμε τις νύχτες,
τα σπίτια πλήθαιναν στο μεταξύ,εμφανίστηκαν
καναδυό αυτοκίνητα,χαράχτηκαν νέοι δρόμοι,ασφαλτοστρώθηκε
ο παλιός χωματόδρομος,πάροδος 220 κι αργότερα "Καλτεζών"
η ελιά και τα τραγούδια έμειναν.
Ώσπου, κάποιο πρωί, ένας στραβόγνωμος συνταξιούχος,πήρε πριόνι
κι έκοψε το δέντρο,οι θρούμπες του λέρωναν τ'αυτοκίνητο.

Τότε χάθηκαν και τα "σαράντα παλληκάρια" κι ο "αϊτός"
και "η Σαμαρίνα"και η "ιτιά",

και μεις, ξαφνικά, χάσαμε τη νεότητά μας,
σαν κέρμα από τρύπια τσέπη.

ΚΟΣΜΕΙ ΦΘΑΡΜΕΝΑ ΕΞΩΦΥΛΛΑ
Κι όταν γράφουμε φαίνεται λιγότερο θλιμμένο το φεγγάρι
και τα παιδιά μαλώνουν τους φανοστάτες και τα μπαλόνια τους,
οι τρελοί περπατούν στο στερέωμα με την άνεση των πουλιών,
παρουσιάζεται κι ένας θαυματοποιός που καταπίνει τον εαυτό του.
Απομένουν όμως τα σκοτεινά φυλλώματα των δέντρων,οι καρποί πλάι
στους φαύνους-μ'αυτά συνεχίζουμε-με τη θάλασσα και τους φάρους
μ'ένα νυχτερινό αδέσποτο τραγούδι, παλαιές αγωνίες, απ'τον καιρό
του πρίγκηπα της Δανιμαρκίας, διλήμματα,να συνεχίσουμε ή όχι
ν' αφεθούμε στην παλαιότητα,δε βαριέσαι, τί θα χαθεί,η Κλίμαξ
κοσμεί φθαρμένα εξώφυλλα.


Πέμπτη, 6 Νοεμβρίου 2014

ΕΝΑ ΒΗΜΑ
Η γιαγιά Χρυσάνθη σπάνια μου παρουσιάζεται καθ'ύπνους,
με τη ρόκα της λευκή, σαν τα μαλλιά της, πετάει ένα "Γιάννη,
ουδέν γλυκύτερον της μητρός", περνάει απ' τ'ανοιχτό παράθυρο
και χάνεται στη νύχτα,περιττό να σας πω ότι σεις τη βλέπετε σα γαλαξία,
μυρίζει πάντα χειμωνανθό,α, που'ναι η παρηγοριά της, τα χιόνια και τα
νυχτέρια κι η γιαγιά να γνωρίζει απέξω τον Μεγάλο Κανόνα του Αγίου
Ανδρέου του Κρητός,με την εισαγωγή "ελέησόν με,ο Θεός,ελέησόν με",
τα τελευταία χρόνια,μετά το θάνατο του παππού,κοιμόταν πλάι
στην Αποκρίτσα, μια κατσικούλα που άκαιρα αντιφωνούσε στα τροπάρια
και στην Αθήνα αργότερα, στο λόφο του Στρέφη καμάρωνε "είμαι απ'την
ωραία Πορταριά,με τα φιρίκια",ναι τη βλέπετε σαν τον γαλαξία,
έχει κουβαλήσει όλες τις παγωνιές στο ροδάνι,ένα βράδυ μας ξύπνησε,
"έξω χιονίζει μανέστρα",τότε ο χειμωνανθός μεταμορφώθηκε σ' ασφοδίλι
κι είπαμε "ένα βήμα είναι η Νέκυια,ένα βήμα από δω".
ΜΙΑ ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΡΕΜΠΩ
Κι η ποίηση θα περάσει,όπως μια ίλη ιππικού
και θα βγούμε απ'τη σκόνη της γυμνοί και σώοι
κι ύστερα θα ψάξουμε για τον Αρθούρο Ρεμπώ
να του ζητήσουμε τις τρέχουσες τιμές των διαμαντιών-
θα μας δείξει βέβαια ένα τρύπιο καπέλο,"ανάποδα πηγαίνατε"
θα μας πει,"τα νιάτα προσφέρονται για την ποίηση,
τώρα είναι πολύ αργά και για το εμπόριο,βλέπετε
αυτά τα σκαλάκια,υπάρχει θέση και για σας"
κι ύστερα θα πηδήξει ψηλά,προς τα αραιά σύννεφα
που σαν καράβια μεθυσμένα ταξιδεύουν.

Τετάρτη, 5 Νοεμβρίου 2014

ΚΑΡΑΒΩΜΑ
Στα ορεινά, τα παιδιά παίζουν το "καράβωμα",απλώς αφήνουν
μια φλούδα δέντρου ή ένα χάρτινο καραβάκι, ένα που βρήκανε
κουτί από σέρτικα καλαμών ή,τελωσπάντων, ένα ιπποκάστανο
να ταξιδεύει στα νερά του αυλακιού,το λένε ποταμόπλοιο,
να γιατί
ισχυρίζομαι ότι τα μεγάλα όνειρα χωρούν σε άδεια κασκέτα
και τα γρανάζια των αρχαίων μας σοφών (χαίρε, των
Αθηναίων τας πλοκάς διασπώσα), είναι φτιαγμένα από αέρα
κι οι φίλοι έφυγαν μ'ένα ανύπαρκτο πρόβλημα στην παλάμη
να γιατί
σας συμβουλεύω να ,κατεβαίνοντας τις λεωφόρους, ζητάτε
πάντα ένα "γύρο με γιασεμί" και καθώς το βράδυ βαραίνει,θα
γυρίζουν πάντα όσοι χάθηκαν, μόνο που θα έχουν το σχήμα των
αστερισμών.



Τρίτη, 4 Νοεμβρίου 2014

ΕΝΑ ΠΟΤΗΡΙ ΚΡΥΟ ΝΕΡΟ
Ένα αστέρι κρατώ ψηλά για τα παιδιά που χάθηκαν στο δάσος,
ένα χαμόγελο κρεμώ στο πρόσωπο για τους απελπισμένους,
για τους μοναχικούς ένα χελιδόνι συντροφιά,
για τους γυμνούς ένα χιτώνα-
ένα ποτήρι κρύο νερό για το Χριστό.
ΝΕΙΡΗΜΑΤΑ ΛΟΥΪΟΥ ΝΤΟΥ ΛΟΥΪΟΥ
Το Κατίγκω που έβλεπε "νειρήματα λουϊού ντου λουϊού",
εξακολουθεί να ζει στον εκατοστό πεντηκοστό χρόνο
της αιωνιότητάς της, βλέπει τα νυχτέρια με τους γείτονες,
το κατσαμάκι,βραστό καλαμποκάλευρο με μέλι,και τα, καθαρισμένα
από τα σάπια μέρη τους,φιρίκια,τραγουδάει φάλτσα τον Εντουάρντο
Μπιάνκο και λάθος τον έλληνα διασκευαστή,
"όμορφη Ματίνα",ακούει τους βόμβους των γερμανικών στούκας,
τον εντεταλμένο να φωνάζει για τη συσκότιση, πεινάει στα όνειρά της,
ενώ ο άντρας της, ο μπαρμπα Τσικλάνης, διαβάζει την Αγία Γραφή
κι ένα διαλυμένο κίτρινο βιβλίο,το "περί των ακουσίων θλίψεων",
του οσίου Μάρκου του ασκητού
και ορίζει αυτός την ημερομηνία της αποδημίας του-
τίποτε δε βλέπω,ένα ερείπιο στην άκρη της αυλής με την αγράμπελη-
στήνει μια τρύπια κουρελού,προσεύχεται προς την Ανατολή
και κλείνει τα μάτια,θέλετε γλωσσάρι, το "νειρήματα κτλ"
σημαίνει "όνειρα λογής,λογής"







Δευτέρα, 3 Νοεμβρίου 2014

ΠΛΑΪ ΣΤΟ ΜΟΝΟΣΤΗΛΟ ΠΟΥ ΥΠΗΡΞΑΜΕ
Τί θ'απομείνει από μας,ποιος θα'ναι ο καπνός και ποια
η στάχτη μας;
Ενώ θα φεύγουμε, θα πετούν κορυδαλλοί,
ένα παράφωνο τραγούδι θα στροβιλίζεται
και τα σπίτια, που στέγασαν τα όνειρά μας, θ'αντιστέκονται,
σίγουρα ένα κρύο φεγγάρι,τα άτεχνά μας ποιήματα,ποτέ
δεν αναπαυτήκαμε σε βεβαιότητες, όλο ρωτούσαμε "γιατί"
και "πότε",κυνηγούσαμε τη νυχτερινή θάλασσα,αυτή θα μείνει,
οι παύσεις,ίσως ακούγονται οι τελευταίες φωνές των παιδιών,
μια φυσαρμόνικα,ποιος θα γράφει ότι η ζωή του είναι αφόρητη;
Κι εμείς τι θα βάλουμε στις βαλίτσες μας,ποια παραμύθια,
τα απανωτά βαριά τσιγάρα,
εκείνες οι μοναδικές απόπειρες να γίνουμε
άστρα,
τί θα δημοσιεύουν την επομένη οι εφημερίδες,
πλάι
στο μονόστηλο που υπήρξαμε για μια ολόκληρη ζωή;
ΠΟΥ ΚΑΘΥΣΤΕΡΕΙ
Τριζόνια σκαρφαλώνανε στα χέρια, στα μαλλιά μας
κι ένα λεπίδι φεγγαριού άναβε-φρυκτωρία-στην κορφή.
Το μέγα μήνυμα δεν κουβαλούσε (ένα από τα ποιήματά μας
άναβε,απλώς, αισθαντικά) κι είχε η απαρασάλευτή του αφή
κάτι από τη νομοτέλεια του επερχομένου που καθυστερεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια: