Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Ποίηση Γιάννη Τσίγκρα 5

Δευτέρα, 1 Δεκεμβρίου 2014

Ο ΠΡΑΜΑΤΙΑΣ
Εντάξει,ας κάνουμε το συμβιβασμό,ας πετάξουμε και
κάνα αστρικόν σώμα δι ευαισθήτους ψυχάς,αυτό δε θα με
κάνει να ξεχάσω την προγιαγιά Περσεφόνη  που κουβάλησε
το εικόνισμα της Οσίας Παρασκευής, απ'τους Επιβάτες στην Αγριά
και τα'βαζε με τη νύφη της-φόρεσε,χήρα γυναίκα, κόκκινο φουστάνι,
με τον πραματία τα'χει;
Κι η θάλασσα ήταν απέραντη,κι ο πατέρας
πήγε να περπατήσει πάνω της,τον έβγαλαν κάτι ψαράδες,
η Περσεφόνη
εκατόν πέντε,όσο κι η Κολοβίνα,οι δυο πεθερές του παππού,τί να χαίρομαι,
δεν κληροδοτείται  το εξ αγχιστείας κορακοζώητον.
Κι ο πραματίας πέθανε
και δεν είχε τίποτε με τη γυναίκα,
αλλά-να μη τιμήσει εκείνη
εφόρου
τον άντρα της,
να βγάλει τα μαύρα;

Κυριακή, 30 Νοεμβρίου 2014

ΝΑ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Αγαπώ τα ποιήματα, όταν είναι ποιήματα-
ξέρετε,όχι φεγγάρια και κουτοπονηριές ανθέων,
ποιος μωρέ,έχει ένα μαχαίρι στην πλάτη(κι όλοι έχουμε)
και αναζητεί διαμέρισμα στις πολιτείες του Αλντεμπαράν,
πικραμύγδαλο είναι το ποίημα,η τσακισμένη μικρή σημαία,
το διακείμενο, ένα κουτσό ουγγαρέζικο άλογο,ένα ασφοδίλι.
Το ποίημα κλαίει βουβά,δεν πουλάει φτερά για ξεσκόνισμα,
δεν είναι η πικραλίδα που κατουράει το βρέφος,ούτε ο
δεκαόροφος μύλος του Επιφανιάδη που χτυπούσαν κεραυνοί.
Είναι η Μαρία,όχι όταν διάβαζε στα δώδεκα χρόνια της
τα παραμύθια αλλά τώρα που κολυμπάει στην αρρώστια,να
τί είναι ποίημα.

Σάββατο, 29 Νοεμβρίου 2014

ΜΙΑΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΚΟΜΗ
Πάντα ζητούμε μια μικρήν αναβολή,τί να σημαίνει
αυτός ο επιπλέον χρόνος,να τον δούμε ομοίωση του αιωνίου,
αλλά και η αιωνιότητα είναι ξεβαμμένη απ'τον καιρό,δάχτυλα
που παίζουν τα νυχτερινά του Σοπέν,είναι η μουσική ο Αιών;
Θα εντυπωσιασθεί,λέτε,ο σκοτεινός Εφέσιος, αν ένας σκύλος
πεινασμένος αρπάξει τους πεσσούς του παιδιού,
εκεί πλάι στη θάλασσα, και δε θα'χει βασίλειο,μόνο υστέρημα
αυτό που ήδη αιτείται,προκαταβολικά,
χωρίς χαρτόσημο πλέον,μια μικρή παράταση
Θεέ μου,έτσι να αφηγηθώ( ή να ζήσω;)μιαν ιστορία
ακόμη,όπως παρακαλούσε ο Μάριος Χάκκας.
ΤΟ ΠΕΤΡΙΝΟ
Κάποτε επαναλαμβάνομαι,
δεν είναι δυνατόν, στην ηλικία μου, να μη συμβαίνει,
νομίζω ότι σας μίλησα για το πέτρινο-τσιμεντένιο ήταν,
αλλά,δεν ξέρω γιατί,το ονομάζαμε πέτρινο-γερμανικό πλοίο
που η πλώρη του εξείχε,λίγο ανοιχτά από τα Πευκάκια,στον
ενδότερο κολπίσκο του Παγασητικού.
Το αγαπούσαμε αυτό
το μέρος,βουτούσαμε από πάνω του ή ψαρεύαμε μουσμούλια
και σπάρους.Απέναντι βρίσκονταν μια ακτή, με ψωραλέα μπλε
πεύκα και,πίσω του ακριβώς,η εκβολή του υφάλμυρου
ποταμιού της Μπουρμπουλήθρας,όπου έκρωζαν μαυρόκοτες
και πάπιες,κι οι κυνηγοί έβριζαν τους ψαράδες,
(o Φιλάρετος Σατελιάν,ο Πολυχρόνης,ο την πέτ'χα την πάπα,ο Σκασίλας).

Κατάλοιπο της Κατοχής,στις αρχές της δεκαετίας του '60.

Συχνά είμαι προβλέψιμος,
με "τόση στιχοποιία, πώς θα γινόταν αλλιώς;
Στην ανάπλαση του λιμανιού και της ευρύτερης περιοχής,
το πλοίο ανασύρθηκε,τότε ήταν
                                    που
                                     μεγαλώσαμε
                                     κι έμεινε
                                     πέτρινη και πορώδης
                                     μόνον
                                     η καρδιά μας.




Πέμπτη, 27 Νοεμβρίου 2014

ΚΥΚΝΟΣ
Κι όπως, έπλεε μακριά,φώτα πολύχρωμα, το 'Κύκνος',
κανένας δε σκεφτόταν το φιλάργυρο,αχερούσιο βαρκάρη,
ωραίες, είχε κυρίες ο χορός,στη σάλα, συνεπάρει
δικός μας, στα σκαλιά βαθύς και μεμβρανώδης, ο ύπνος.

Σήμερα,πολιοί,τα τρία του βίου μας τέταρτα διανύσαμε
και, πλέον, για τα δελφίνια στην πλώρη,δεν κοιτάζουμε
Διαβάσαμε τον Καρυωτάκη και το καταφύγιο που μισήσαμε
έγινε η Ποίηση.Και πεφταστέρια όταν ψηλά ρεμβάζουμε.

Οι κυρίες και οι κύριοι, έχουνε,πλέον, αποδημήσει

με τη βαρκούλα που υπομονετικά περίμενε στο βάθος.
Το 'Κύκνος' μοναχά, σε κάποια ενύπνιά μας ,τα φώτα
ανάβει και πλέει μοναχικό, χωρίς της μουσικής το πάθος
και κει, στην άκρη του ορίζοντα τη σκοτεινή,χάνεται όπως πρώτα,

χωρίς τραγούδια και χορούς, τραβάει ωραίο και σβήνει προς στη Δύση.













ΠΟΙΟ
Ποιο θάμβος των πουλιών μας περιμένει εκεί....
Ποια
αγγελικά
τραγούδια...

Τετάρτη, 26 Νοεμβρίου 2014

ΑΠΟΜΙΜΗΣΗ
Είναι ο άνθρωπος εκκρεμές, είναι ο μετέωρος άνθρωπος,
στις όχθες μετράει στενά κυπαρίσσια,όμως
οι πάντες διαβάζουν αμέριμνοι τις εφημερίδες τους
για τους ερμοκοπίδες.

Γέμισε ο τόπος σύμβολα.

Για μια φετούλα αχνού θανάτου,
σα λεμόνι
κόντρα στον ήλιο,
δε μιλάει κανείς.

Κι όμως τον φαιδρόν άγγελο περιμένει ο άνθρωπός μας,
(δε μπορούμε να πούμε με ανυπομονησία)
κάποιου
το ρολόι τον ξεγέλασε,ήταν γιαπωνέζικη απομίμηση.
ΦΩΣΦΟΡΙΖΑΝ
Είναι γλυκύς,αντί του "κατόρθωσα" προτιμά το "επέπρωτο"
και,στη γραφή του, αυτοαναφέρεται,όταν προσεγγίζει μιαν αλήθεια,
μένει κάτω από την πέτρινη σκάλα, ψάλλοντας τον "Άμωμον".
Η ιδιαίτερη ευφυΐα του ξεκίνησε, όταν προσπάθησαν
να του κρύψουν
τον θάνατο του παππού-8 Δεκεμβρίου 1966,ημέρα
του ναυαγίου στη Φαλκονέρα- ευφυΐα του ή κουταμάρα τους;
Μαυροφορεμένοι, προσπάθησαν.
Έχει τα τετρακόσια του κάτω από ένα κασκέτο,φθινοπωρινοί
περίπατοι,απογυμνωμένες απ' τα πράγματα σημασίες,μια ιδεατή
θηκιαστή εκεί, αλλά(κάποτε-κάποτε) κι ένα πελώριο
αμόνι, η ομοίωση:

"τα πόδια της φωσφόριζαν σαν πινακίδες νέον".

Τρίτη, 25 Νοεμβρίου 2014

ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Ερέτες βρεθήκαμε, σ' αυτή τη ζοφερή λίμνη,
όμως,
μπορούμε ακόμη να πιστεύουμε,
το φως, στις όχθες,
είναι θεϊκά απλό
και τα πουλιά εφευρίσκουν τρόπους να ξεφεύγουν
απ'το όνομά τους,
να φτάνουν
στο υπερούσιο,
το μεγάλο χέρι του Θεού σκεπάζει λάμψη και σκοτάδι,
ζωή και θάνατο, χρόνο και φως
και το τραγούδι που τα περιέχει.

Δευτέρα, 24 Νοεμβρίου 2014

ΜΗΝ ΑΠΑΝΤΑΣ
Tώρα να βιδώσουμε,
θα το τηρήσεις,Μαγιακόφσκι του καιρού μας,
στο σύννεφο με παντελόνια-κατά
το παλαιό,των λεωφορείων,"μη πτύετε"-
ένα ταμπελάκι "απαγορεύεται το μεγαλαυχείν";
Μην απαντάς
μήν απατάς,
γιατί το θέλεις το παράθυρο που χωρεί ένα Σύμπαν,
εσένα,
γιατί έχεις ένα θυμικό, μπαλόνι,με τους ελέφαντες
και τις τίγρεις του και τα μακρινά του άστρα και
των αγγέλων τις αποστολές και ένα ρακοκάζανο
στα ρουθούνια σου.
ΕΝΑ ΠΑΙΔΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΤΑ ΧΕΙΛΗ
Θεέ μου, τί παράδοξοι κρωγμοί,
θυμίζουν τα πουλιά
και τα παιδιά στο "Ξαφνικά,πέρσι το καλοκαίρι",δεν
ξέρω αν τ'ακούς,αν ακούς,αν βλέπεις ό,τι οι άλλοι
ονομάζουν πεφτάστερο,
οι διάττοντες φαίνονται να διανύουν
μιαν ελάχιστη πορεία,πριν ένα χρόνο ήσουν εδώ,
τώρα δεν μπορώ να ισχυριστώ τίποτε με βεβαιότητα,
δεν μ'ενδιαφέρουν οι βασιλείς με τους ακολούθους τους,
άσε τους ναρκίσσους να καθρεφτίζονται στα τενάγη
πλάι σε βατράχους και νούφαρα,δεν μ'ενδιαφέρει
η ποιητική παραδοξολογία,τα άστρα και τα άνθη,
πριν ένα χρόνο,ακούγαμε το "που να'σαι,τάχα το βράδυ αυτό",
με ρωτούσες ποιον σκέφτομαι και απαντούσα "τον πατέρα",
αν τώρα συνέβαινε θα'λεγα ο,τιδήποτε πέρα απ'την αλήθεια
αλλά και ειλικρινής αν ήμουν,θα καταλάβαινες;
Να φεύγαμε όλοι μ'ένα παιδικό τραγούδι στα χείλη,
με ένα μυαλό- ουρανό γεμάτο δρομαία νέφη.....











Σάββατο, 22 Νοεμβρίου 2014

Ο ΑΟΡΑΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Εκεί,στη στροφή,με περίμεναν,"δεν θα γράψει
ένα αληθινό ποίημα;" κι ύστερα, ό,τι θα' βγαζα απ'το καπέλο
δε θα ξεπερνούσε την πραγματικότητα ενός ανδρεικέλου
που θα τινάζονταν απ'το ρωγμώδη καθρέφτη μου-
ξέρετε, αυτά σε κυνηγούν,ενώ φοράς παντούφλες,
έχουν τρύπιο καπέλο,τραγουδούν το ντράκουλα τσα-τσα,
ε,λοιπόν το 'γραψα, τώρα πρέπει να συμβιβαστώ,πιάστηκα
απ'την πέννα του Χέρμπερτ Τζορτζ Γουέλς κι είμαι πλέον
ο Αόρατος Άνθρωπος,αν και με βλέπουν στον ύπνο τους
εκατοστιαία κολιμπρί-το πρόβλημά μου είναι αν τα ποιήματα
ενός ανθρώπου χωρίς είδωλο,οφείλουν να προτείνουν
τον πόνο
ακάλυπτο.

ΔΗΛΑΔΗ ΤΟΝ ΑΙΩΝΑ
Άνθρωπος.ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού
κι ό,τι υπάρχει,
βρίσκεται
μπροστά μας,
άγνωστο κι επομένως απερίγραπτο-
η μνήμη ένα φάντασμα-

κι ένα μικρό κυκλάμινο σε κάνει να ξεχνάς
τα ελελεύ

κι όλο αυτό γεμίζει

μια στιγμή μονάχα

δηλαδή τον Αιώνα.






ΔΗΛΑΔΗ ΤΟΝ ΑΙΩΝΑ
Άνθρωπος.ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού
κι ό,τι υπάρχει,
βρίσκεται
μπροστά μας,
άγνωστο κι επομένως απερίγραπτο
κι ένα μικρό κυκλάμινο σε κάνει να ξεχνάς
τα ελελεύ
κι αυτό γεμίζει μια στιγμή
δηλαδή τον Αιώνα.

Παρασκευή, 21 Νοεμβρίου 2014

ΜΕΣΙΣΤΙΟΙ
Όταν χάνεται ένας ποιητής,
σβήνει ένα αστέρι,
στους νυχτερινούς κήπους τ'αηδόνια σωπαίνουν
κι οι θηρευτές των λευκών ονείρων
κυματίζουν
μεσίστιοι.
ΟΙ ΚΑΛΟΙ ΤΡΟΠΟΙ
Περπατώ τους δρόμους που διαβήκαμε μαζί,
κρέμομαι από αρχαίες γκριμάτσες, όσες πιστέψαμε
ότι μας δέσμευαν περισσότερο,
νύχτες χειμερινές βγάζω απ'το καπέλο μου,
μάταια, τίποτε δε γυρίζει πίσω, το ξέρω, δε
γράφω όπως παλιά,τώρα όμως διαπιστώνω
ότι, κάθε λέξη είναι νυστέρι που ανατέμνει
τον κοινό μας χρόνο, η απουσία σου με τρομάζει
όχι η μοναξιά κι αν ερωτηθώ "τί αγαπώ", μπορώ
ν' απαντήσω "ένα χτες που βάρυνε αφόρητα" κι
ω,εκείνος ο χειμερινός περίπατος, που μετρούσαμε
τους Αγίους των καϊκιών και πεινάσαμε κι ένας γλάρος
σε κουτσούλησε στο μέτωπο,στο σαβουάρ βιβρ της τρίτης
Δημοτικού, μας δίδαξαν ότι πρέπει να χαιρετούμε
όταν αποχωρούμε.









Πέμπτη, 20 Νοεμβρίου 2014

Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ
Ο Σπένσερ Τρέηση έσπασε το χέρι του νέγρου,σε μια
επιτραπέζια κόντρα,κι ύστερα, την ώρα που φύτρωναν
ιλιγγιωδώς οι κρόκοι στο σινε-REX και γεμίζαμε το στόμα
με ψιλό χαλικάκι,ανοίχτηκε στο πέλαγος,κυνηγώντας
το όνειρό του, τον ξιφία, που, όπως όλα τα όνειρα,απεδείχθη
αγκαθωτή παντιέρα στο πέλαγος,ένα τίποτε στα δικά του χέρια,
οι κρόκοι και τα γιασεμιά,δεν είναι παράξενο που μετά την
κατεδάφιση του σινεμά,ονομάσθηκε το ισόγειο της πολυκατοικίας
"Αναμνήσεις", όλοι θυμούμαστε τα καλοκαιρινά σινεμά και η
δική σου μνήμη ήταν απ'τον "Έσπερο", απ' το γιγαντιαίο θυρωρό-
τί μνήμη,τα φωτάκια σβήνουν ένα-ένα-"αν τον πετύχω πουθενά,
θα τον φτύσω"έλεγες επί πενήντα χρόνια "να με πετάξει έξω γιατί
δεν είχα εισιτήριο,πού το πενηνταράκι εκείνα τα χρόνια;"
πενηνταράκι,οι λέξεις σβήνουν, σα φώτα σε μακρινή ακτή,
τα φτερά των καρχαριών ίσως υπάρχουν σε έλικες του εγκεφάλου,
έκανα,κάποτε,ένα ρεπορτάζ,τί απόμεινε,κοτέτσια, γκαράζ κι ασβεσταριές
κάπου μια διάτρητη αφίσα με το Μανέλη,δεν τον θυμάσαι το θυρωρό πια,
αυτό είναι σίγουρο.


Ή,ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ,ΝΑ ΜΟΥ ΓΝΕΨΕΙΣ
Δεν γράφω πια όπως παλιά,δε βρίσκεσαι εδώ να στα διαβάσω
κι αν ήσουν θα'βλεπα στα μάτια σου, μόνο την αργή πτώση
ενός πτίλου, θα'βλεπα μια ντάτσα στους απέραντους αγρούς,
δεν προχωρώ πέρα απ'τη φλόγα του Ταρκόφσκι,όλοι πρέπει να
σωθούμε,λέει ο τρελός της Νοσταλγίας,αν ήσουν εδώ θα σου
διάβαζα,πτίλο είναι το φτεράκι,όχι ακριβώς πούπουλο,δεν ξέρω
αν θα καταλάβαινες, ποιος κρίνει αν καταλαβαίνεις ή όχι,ποιοι
έκριναν ότι ο Ντομένικο δεν είχε σώας τας φρένας, ο κόσμος
σώζεται μ'ένα θάνατο και μιαν ανάσταση και μεις
είμαστε στην είσοδο,
τα άδεια τρένα που δε σταματούν,σκηνικά απλά,
κι ο ήχος του πριονιστήριου, πλάι στον Ύμνο στη Χαρά,
θα'θελα να'σουν εδώ για να μου πεις αν ταιριάζουν
ο Σίλερ,ο Μπετόβεν κι ένας ταπεινός ξυλοκόπος,
όπως οι κάλτσες με τα παπούτσια,νομίζω
ότι μόνον εσύ θα μπορούσες να μου πεις ή, τουλάχιστον,
να μου γνέψεις,θα
                          ήθελα
                          να
                          ήσουν
                          εδώ.

Τετάρτη, 19 Νοεμβρίου 2014

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΧΕΙΛΗ
O Σπυράκος πέρασε τη στεφάνη,άναψε το στουπί-
όλοι στεκόμαστε σε στάση προσοχής-στριφογύρισε το
αερόστατο πάνω απ'τη φωτιά,
το άφησε
κι εκείνο
ανέβηκε στ' αστέρια,
πλάι στο Σείριο το βλέπαμε.

Κι ύστερα γυρίσαμε το κλειδί στα παιδικά μας χρόνια,
τ'αφήσαμε κάτω απ' το χαλάκι,
κι απομακρυνθήκαμε μ'ένα κλωνί γιασεμιού,
ανάμεσα στα χείλη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: