Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Ποίηση Γιάννη Τσίγκρα 11

Παρασκευή, 12 Σεπτεμβρίου 2014

Ο ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΕΑΥΤΟΣ ΜΟΥ
Ποιος (έγραφα) είμαι εγώ
που θ'αγνοήσω τους μεγάλους ίσκιους;
Τον ίδιο τον προηγούμενο εαυτό μου;

Κι ακούγονταν ένα μακρόσυρτο "κληρώνει",
Δεκέμβρης,

σε μια γωνιά της ολόλευκης νύχτας
αγόρασα ένα λαχνό:

"Φεύγω"μου'λεγε εκείνη
"το τελευταίο βράδυ μας" .
Έφευγε
Δεκέμβρης πανσέληνος κι έφευγε.

Αργότερα,στο φως μιας βιτρίνας, είδα
ότι το λαχείο ήταν περσινό,κληρωμένο-
παραδόξως,δεν ένιωθα κρύο,
οι δρόμοι ήσαν αδειανοί,
η νύχτα λευκή
κι εγώ μόνος.

Πέμπτη, 11 Σεπτεμβρίου 2014


ΜΙΑ ΓΕΜΑΤΗ ΣΙΓΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
Στη Νεάπολη της δεκαετίας του 50, έβλεπες οικόπεδα
με κεραμιδένιες κόρες,σ'ένα στατικό, χθόνιο κρόουλ,
που στόλιζαν, προσεισμικά, τις στέγες των ωραίων σπιτιών
του Βόλου, με τους ροδόκηπους και τις ουασιγκτώνες-
κι οι γλάροι φώλιαζαν  στων βούρλων τις ρίζες.
Εμφανίζονταν κι ένας κομήτης,
έμοιαζε με τις κάφτρες των τσιγάρων,
στην Παναγία στο Γκερλή,γύρω απ'τ'αγίασμα,
τσιγάρο πεσμένο,μεταξύ δείχτη και μέσου.
Αργότερα, είδες έτσι τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ
στην αραιή ομίχλη του αεροδρομίου-
"θα χάσετε το αεροπλάνο σας κυρία".
Όμως η Καζαμπλάνκα
βρίσκεται μακρυά,μεσολαβεί μία λευκή λωρίδα
κάτι σα σπάργανα ή οθόνια.
Μία
γεμάτη
σιγή
μουσική.

ΜΕ ΥΦΟΣ ΣΗΜΑΙΟΦΟΡΟΥ
Μη μου ζητάτε να γράψω κάτι διαφορετικό από στίχο
τώρα που έχω καταλήξει
ο ίδιος
ποίημα,
με κρυμμένα λαγούμια στους ρυθμούς του,
απ'όπου ξετρυπώνει, με ύφος σημαιοφόρου, ο καιρός.
Μη μου ζητάτε την απλότητα-Θεία, και το γνωρίζω-
όταν αφήσαμε κι ανθίσανε
διακειμενικές πληγές-ω Πάουντ,Τζόις,Έλιοτ και Πεντζίκη.
Θά'ρθει ένα πρωί
θά' ρθει ένα γαρύφαλλο
μια ανεξάντλητη χαρά, να ευλογήσει.


Τετάρτη, 10 Σεπτεμβρίου 2014

ΜΑΡΕΪ
Ακριβές μου λέξεις
γιατί μ'εγκαταλείπετε,
τώρα που οι πινακίδες νέον ανάβουν στα φροντιστήρια
και τα κορίτσια κατεβαίνουν τους δρόμους,
μ'ένα κλαδάκι γιασεμί στα δόντια;
Επίκουρος ή μπρεσονικός πορτοφολάς;
Δε βαριέσαι, κι αν υπάρχουν διαφορές
έρχεται,σταθεροποιητής συναισθημάτων,
μια παράδοξη των αστεριών σιωπή
κι όλα ομονοούν
και τα ξύλινα σπίτια φυτρώνουν στο δάσος
πλάι στα μανιτάρια,το εσωτερικό
είναι γεμάτο από κονσέρβες παραμυθιών,
ο μουζίκος Μαρέι σηκώνει το χέρι καθησυχαστικά
στον ήρωα του Φιοντόρ-ίσως και στον ίδιο:
"Δεν υπάρχει κακός λύκος,μη φοβάσαι".


ΚΥΝΗΓΑΕΙ ΤΗΝ ΚΡΑΥΓΗ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ ΤΟΥ
Βρίσκετε πως είναι περισσότερα από πέντε-έξη
τα απόλυτα θέματα;
Η εισβολή, από το πουθενά, σ' ένα κόσμο
που,από την πρώτη στιγμή,
μας κουνάει το μαντήλι του αποχαιρετισμού,
ο χρόνος και οι μαύρες οπές του -τον έρωτα, ΄
ως επαναλαμβανόμενο, δεν τον υπολογίζω -
και πάνω απ'όλα
η αγάπη, η ού ζητούσα τα εαυτής,
αυτά είναι
και μ'αυτά παίζουμε,
όπως ένας βιρτουόζος με το βιολί του,
ένας ισορροπιστής με τις κορύνες του,
μια γυναίκα με τα μαλλιά της,
ένα παιδί με το τσέρκι του,
όπως ένα σκυλί κυνηγάει την κραυγή του πόνου του.



Τρίτη, 9 Σεπτεμβρίου 2014

ΓΥΑΛΙΚΑ ΣΠΑΣΜΕΝΑ
Καλύτερα εδώ,ψηλά, στη σοφίτα,
με μια πανάρχαιη μοναξιά, απλωμένη στο τραπέζι,
να μαζεύω ήχους
να σκορπίζω,αντίδωρα,μνήμες
κι ο Σπυράκος έμπαινε στο μαγαζί με τις μυγοκορδέλες
τραγουδώντας "γυαλικά σπασμένα κολλούμεν",
και τα παιδιά πετούσαν τις φωνές τους, σαν καπέλα
κι ο Μάλερ- ένα μακρινό αστέρι που υπόσχεται,
όπως τα παλαιά χαμόγελα των κοριτσιών,
καλύτερα εδώ, πιο κοντά στην απουσία που επεδίωξα,
στη σιωπή,
πέρα απ'το ποίημα με τη σκοτεινή πλευρά του.
ΤΕΤΟΙΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΚΟΡΩΝΕΣ
Η νονά, μού επέστρεφε ένα μαντήλι με αυγά κόκκινα
αλλά,ως αποδεικνύονταν, μελάτα
κι η θεια η Αριστέα άκουγε την "Πικρή,μικρή μου αγάπη"
στο σπίτι κάτω απ' το υδραγωγείο-στο διπλανό δωμάτιο
ο Τάκης διάβαζε για τις εξετάσεις,Κάποτε, η ευχή μου "και του χρόνου"
δεν έπιασε,η οτομοτρίς τράβηξε προς τον ουρανό, τό 'ξερα ότι θα συνέβαινε
είναι σαν τον κατακλυσμό:"Τρώγοντες και πίνοντες, γαμούντες και εκγαμίζοντες
άχρι ής ημέρας εισήλθεν" κι εγώ,συνήθισα να μπαίνω στο όχημα,
με δέκα παπάκια στο καλάθι-δώρο της ρινόλαλης Κούλας
της επονομαζομένης Γκούλας, κάθε χρόνο.
Μια φορά δεν είχε να μου δώσει "ντεν βάλαμι κλώσα Γκιαννάκου"
κι η ωτομοτρίς ξεστράτισε,
τί να την κάνεις τη ζωή χωρίς παπάκια,
αν κι εδώ σχεδιάζω πολιτείες με χρυσόψαρα στα σύννεφα,
αδειάζω τον πόνο μου στα μαλλιά σας,μόνο που κάποτε διερωτώμαι
"πώς να τελείωσε η ραδιοφωνική σειρά, η Γκούλα σε ποιο άστρο να κάθεται
"ώσπερ επί κοπρίας καθηλωμένη",πίνοντας το σκορδάρι
και κρένοντας τα ζώα-τόσο βλακώδεις κι οι κορώνες των επικηδείων.

Δευτέρα, 8 Σεπτεμβρίου 2014

ΜΟΝΟΝ Η ΕΞΑΔΕΛΦΗ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Στους τοίχους των τσατμαδένιων  σπιτιών κρέμονται οι αείμνηστοι,
αγνοώντας ότι προσωποποιούν το χρόνο
επειδή,
εντέλει,
μόνον αυτός απεικονίζεται,
σε χαμόγελα, σύννοια και τσιγκελωτούς μύστακες-
μόνον αυτός, ο αισθητής, μαθαίνει
στο παρόν,
ότι.εν μέλλοντι,
θα τον κρεμάσουν,
με μια γεύση στιφάδου στον ουρανίσκο.
Και τα παιδιά  κοιτούν τους προπάππους
λέγοντας "αυτός,δεξιά,κατείχε το σπαθί του Καραϊσκάκη".
Τα πορτραίτα υπονομεύονται από δεκάδες ζεύγη ποντικών,
πίσω απ' τον τοίχο που τον συγκροτούν καλάμια και λάσπη,
κι η εξαδέλφη Ιφιγένεια το γνωρίζει
ότι ο κίτρινος χρόνος παίρνει άπειρες πόζες
ενώ καταρρέουν, πλάι του, βασίλεια και πολιτείες,
χάνονται
μακρινά νησιά
και λιγοστεύουν οι δυνατότητες να πεταχθεί
μια πεταλούδα ή ένα αλεξιβρόχιο-
απομένουν μόνο
άσπρα,σα νέφη,όνειρα.


ΕΝΑ ΔΕΟΣ
Όταν ξαναδιαβάζω τα παλιά μου ποιήματα
νιώθω ένα δέος,
μια δυσθυμία  με καταλαμβάνει
όπως όταν ανακαλύπτω σημειώματα
εκείνων που έφυγαν αιφνιδίως, με ανοιχτές φτερούγες,
και τις παλάμες τους γεμάτες
μοβ πέταλα κουτσουπιάς.

Κυριακή, 7 Σεπτεμβρίου 2014

 ΑΔΕΙΑ ΚΑΙ ΘΛΙΒΕΡΑ
Στο τέλος της νυχτερινής προκυμαίας
καταλάβαμε ότι δεν παίζαμε μονά-ζυγά
με τον φιστικοπώλη.

Ήταν ο χρόνος,

που κέρδιζε
διαρκώς

τα νιάτα μας

και άφηνε στις τσέπες μας
(αλατισμένα φλούδια)
κάτι ποιήματα άδεια και θλιβερά.

Σάββατο, 6 Σεπτεμβρίου 2014

ΚΑΙ ΒΛΕΠΩ ΣΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ ΤΟ ΣΤΑΥΡΟ ΤΟΡΝΕ
Καμιά φορά,περνάω από το γκρεμισμένο χάνι του Τανάγια,
στα Παλαιά Μαγαζεία,
κι, εκτός από την επιγραφή "επιστρέφω αμέσως",που βλέπω
πενήντα χρόνια κρεμασμένη, στη φαγωμένη απ'το σαράκι πόρτα,
οσμίζομαι φασόλια ή κεφτέδες-
ακούω χρεμετίσματα αλόγων.
Και μέσα στα ερείπια βλέπω το Σταύρο Τορνέ.
"Εδώ γυρίσαμε" μου εξηγεί "την αρχική σεκάνς του "Μπαλαμός",
το κούρεμα ενός κανίς, με ψαλίδια για πρόβατα".
Κι ο Βαγγέλης ο Τσίγκρας,από δω έβαζε τον "αυτόματο πιλότο"
και ξάπλωνε στο κάρο, το άλογο τον πήγαινε μονάχο του στο Ριζόμυλο.
Θα περιμένω την επιστροφή του Τανάγια,να γυρίσει την ταμπέλα
και να μου πει τί, επιτέλους, μαγείρευε, όταν περνούσα
απ' το μάθημα,χαρούμενος που γύριζα
στο σπίτι, κι ο πατέρας θα με σήκωνε ψηλά,
θα μου'λεγε ιστορίες για τον πόλεμο και τη μανιά την Κολοβίνα
πώς σήκωσε στο σινεμά το μπαστούνι και φώναξε στον άκαρδο:
"Πάρτο ρε το κορίτσι, μη σου το φέρω στο κεφάλι".Κι ο ήρωας
του χαλιμά (έτσι έλεγε τον κινηματογράφο),άκουσε τη φιλική της συμβουλή.

Για να είμαι ειλικρινής,κάτι άλλο είπε ότι θα του'κανε τον πατέρα-
αλλά δε γράφονται όλα.

Παρασκευή, 5 Σεπτεμβρίου 2014

ΤΟ ΤΡΕΞΙΜΟ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Κι ο έναστρος ουρανός είναι περισσότερο κουρασμένος
απ'ότι φαίνεται,
κι απ'τις πινακίδες στις γωνίες έχουν γλιστρήσει
τα παλαιά ονόματα των δρόμων,
οι θυρωροί είναι οι αρχαίοι νυχτερινοί βάτραχοι
και το φεγγάρι,
ω,το φεγγάρι
σε κοιτάζει όπως
ο κατάκοιτος πλάι σου,
θέλει ν'ανταλλάξει τις λέξεις που τον πνίγουν
μ'αυτό που θεωρεί σιωπή σου-γιατί κι εσύ ζητάς το ίδιο
αλλά οι κοινοί γνωστοί και τα όμοια βιώματα ανθίζουνε αλλού.
Μη γράφεις, ζήσε το πέρασμα των κατωφλιών,
κράτα σφιχτά, στην κλειστή σου παλάμη, μια προσευχή αυτοσχέδια,
εκείνο που υπάρχει είναι ο κουρασμένος ουρανός
κι οι άνθρωποι που συνηθίζουνε το τρέξιμο του χρόνου.




ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ ΒΑΡΑΙΝΑΝ
Όταν ξαναδιαβάζω τα ποιήματά μου, θυμάμαι τον Τ.Σ.Έλιοτ:
Εμπιστεύθηκε την "Έρημη Χώρα" στον Έζρα Πάουντ
κι ο τελευταίος του πέταξε τα μισά.
Τα υπόλοιπα βάραιναν.
Κάποτε, πρέπει να δούμε την ποίηση σαν πτίλο του Ταρκόφσκι
θεϊκό δώρο, βαμμένο στον Ουρανό
έρμα που,αν το πετάξεις,αποκτάς το βάρος ενός αγγέλου
αν το κρατήσεις, σε χαρακτηρίζει ο του ηλιάνθου τροπισμός.
Η λέξη σου παραχωρεί το φωτοστέφανό της
κι,ω μικροί κορυδαλλοί,τρυπώνετε από χίλιες μεριές στο σπίτι,
ξυπνάτε τους πεθαμένους μας, όπως μια κλωστή κινεί νευρόσπαστα,
καλησπερίζετε κι αποχαιρετάτε με νεύματα αδιόρατα
όπως το βάδισμα στην προκυμαία που ξεκλειδώνει απαλά
τις προθέσεις του καιρού-
τίποτε δε βαραίνει περισσότερο απ' το δικό μας βλέμμα.

ΚΑΙ ΗΣΥΧΑΖΕΙΣ
Κι όμως άλλα ελπίσαμε πως θα πετύχουμε με τη γραφή.
Ίσως την έκσταση,το σπάσιμο του ροδιού,την κατάκτηση της Στιγμής
(εννοώ την του Κίρκεγκωρ αιωνιότητα),
την ένταση ενός παιδικού τραγουδιού, το "σαταλίνα, ματαλίνα"
που τρόμαζε τα κιρκινέζια στα χωριά του κάμπου,την επανάκαμψη
των, βελουδένιων φεγγαροκόριτσων.
Κι η Άννα εκόμιζε  μια πάστα,ένα Λούκυ Λουκ κι ένα φιλί
κάτω από τις γαζίες-ω,να, οι νεκροί προχωρούν μέσα στις λέξεις.
Τί να σημειώνεις,είναι μια κούραση
άρα υπήρξαν όλα αυτά;
Μήπως βαδίζω δυτικά της Εδέμ κι έτσι που διάλεξα,χωρίς πυξίδες
δεν το καταλαβαίνω;
Κι ύστερα το παίρνεις απόφαση, λες, ό γέγραφα γέγραφα
και ησυχάζεις.

Πέμπτη, 4 Σεπτεμβρίου 2014

ΝΑ ΦΕΓΓΕΙ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
Με μια κιμωλία γράφω στον πίνακα τη λέξη "τίποτε" κι
ο κύριος Γκακνής οργίζεται: "Ρε χαμένο,άρπα την πατσαούρα
και σύβα το",το χαμένο είμαι εγώ.Κι όμως όλες οι εξισώσεις,
όλοι οι συλλογισμοί, στο "τίποτε" μ'οδηγούσαν,
ούτε καν στο συμβατικό μηδέν,έκοβα τότε την καρδιά μου,
ανοιχτό τριαντάφυλλο και την πρόσφερα σ'αυτούς που απελπίζονταν
και το βράδυ,μεταμφιεζόμουν σε ελάσσονα ποιητή του μεσοπολέμου
και κρεμούσα αστερισμούς στα βλέφαρα των πληγωμένων-"προσεύχου,
το απίθανο ορίζεται ως διάψαλμα,από μένα τον ίδιο,είναι η σιωπή
των άδειων βαγονιών και το θύμα δεν είναι αναίτιο αφού κάπου
καπνίζει σιωπηλός ο δολοφόνος".Το "τίποτε" είναι αδιέξοδο του μυαλού,
η καρδιά πάει μπροστά, ανάβει ένα κερί,
να φέγγει στο σκοτάδι.
ΕΙΧΑΝ ΧΕΡΙΑ ΜΑΚΡIΑ
Δίπλα στο σπίτι της γιαγιάς,στη Χατζηαργύρη,
λειτουργούσε ένας οίκος ανοχής, μια μανόλια με λουλούδια σαν πιάτα,
τα κορίτσια,το πικάπ, η μαντάμ,οι διστακτικοί πελάτες
κι ένας μονότονος σκοπός-η γιαγιά τους περνούσε σκεπασμένα πιάτα.
Συμπαθούσε ιδιαίτερα τη Ελευθερία, καλλιτεχνικά Ρούλα.
Τότε τραβούσαν, και στο κέντρο, καρέκλες, τ'απογεύματα
κι έπλεκαν κι "απόσωναν",όπως η ηρωίδα
του Παπαδιαμάντη,
Μπορούσαν να μιλήσουν για τον, με ηλεκτρισμό, καταφάσκοντα
κούκλο του Παλούκα,ο Λάκης να ρωτάει για το 2+2
-ανθρώπους αγράμματους να ρωτάει-για την αυτοκτονία,
βρήκαν κάποιον τις προάλλες στο δοκάρι ενός γιαπιού,
"δε σφάξαν κόκκορα, ή δεν αγόρασαν μαντίλια,γι αυτό εκεί",
και τα παπαγαλάκια που μιλούσαν, στου Καρύδη τ'αποικιακό.

Μόνον όταν έφθανε ο στόλος κλειδαμπάρωναν τα κορίτσια τους.
Οι ναύτες, που σκόρπιζαν παντού,είχαν  μακριά χέρια.

Τετάρτη, 3 Σεπτεμβρίου 2014

ΚΑΙ ΠΟΥ ΝΑ ΠΑΡΑΔΟΘΩ;
Πίσω από κάθε ποίημα υπάρχει ένας απελπισμένος
που δένει, στη ζώνη της μουσικής,
νυχτολούλουδα
κι αφήνει ένα τελευταίο γράμμα στο φεγγάρι-
"Δε με κατάλαβαν,υπήρξα,δυνάμει, δουλέμπορος,
όχι,όχι όπως ο μετέφηβος Ρεμπό.
Εγώ πουλούσα το πνεύμα μου, κάτι νυχτερινούς κήπους,
σε τιμή προδοσίας,
καλοκαίρια που δεν έζησα,
όπως οι νυχτοπεταλούδες αγαπούσα το θάνατο
κι εκείνος το ίδιο, γι αυτό και μ'απέφευγε.
Παράξενο, η μουσική χαμηλώνει,
υπάρχει κάτι πιο βαρύ απ'τα mirabilis;
Και πού να παραδοθώ;".

Τρίτη, 2 Σεπτεμβρίου 2014

ΕΝΑ ΚΑΙΡΟ ΠΟΥ ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΤΑΙ
Αν και χιόνιζε, εκείνη τη χρονιά
μάζεψα,απ' τα κάλαντα,ένα πενηντάρι-
αγόρασα,λοιπόν,στη μάνα μια ραπτομηχανή Singer,
να μεταποιεί φθαρμένα ρούχα,να τη χρησιμοποιούν
οι μοδίστρες,στο χειμωνιάτικο ημίφως,
με τις καρφίτσες στο στόμα,
μετατρέποντας τα υφάσματα του καταστήματος Αρβανίτη,
-2ας Νοεμβρίου και Παγασών,μετά την αερογέφυρα-
σε ταγιέρ και φούστες,ξεπατικωμένα από φιγουρίνια.

Τώρα που εκείνη φόρεσε τα γκρίζα φτερά της και πέταξε
ανοίγω τη μηχανή και γυρίζω τη ρόδα,
ψάλλοντας το "καλήν ημέραν άρχοντες",
έστω κι αν δεν πλησιάζουν Χριστούγεννα.

Tί άλλο να κάνω, για να φέρω πίσω
ένα πεισματάρη χρόνο;



ΔΙΦΡΑΓΚΑ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ

ΔΙΦΡΑΓΚΑ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ
Κι ύστερα μου φώναξε, "φέρε ένα ποτήρι νερό"
κι εγώ γελούσα, όχι γιατί έμοιαζε με σκιάχτρο,
με κείνη την εμφύλια σφαίρα που'χε δεχτεί στο κεφάλι,
αλλά για την απάντηση, που μπορούσα να δώσω, με μια μου άρνηση
-"όχι,θέλω αηδονόλαλες τις γάτες της γειτονιάς".
Εκείνος συνέχιζε να κυνηγάει το καναρίνι
στα μεγάλα παράθυρα του Παπαρήγα
εκεί όπου μαζευτήκαμε την επομένη να δούμε τον Παπανδρέου
να εγκαινιάζει το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
Τρίχες, μόνον ο παπαΘανάσης είπε την αλήθεια:
"Ήρθα να δω τη Μιμή".
Το πουλί το πιάσαμε, τελικά
κι ανεβήκαμε στο στούντιο της ταράτσας, να γράψουμε κασέτες
με 45αράκια,δεν ήξερε γράμματα,δεν ήξεραν τίτλους
τί να κάνω, του μάθαινα,τουλάχιστον,τ'όνομά του,μπα,τίποτε
"μετά το Κρ, ζαλίζομαι",
α, ναι, έχει φύγει πια-
ο πεθερός του,του'βαλε δυο δίφραγκα στα μάτια.
Ο βαρκάρης ήταν επίμονος και φιλάργυρος,πρέπει να σκέφθηκε,
"το κέρατό μου,δεν τον περνάω στο τζάμπα", θα'λεγε σίγουρα,
η δυσκολία ήταν να κρατηθούν ισόρροπα-
έτσι στραβοχυμένος που ήταν-τα νομίσματα.

Δευτέρα, 1 Σεπτεμβρίου 2014

ΣΑΝ ΤΟ ΩΜΕΓΑ, ΜΕ ΤΗ ΓΟΜΟΛΑΣΤΙΧΑ
Ω,δεν υπάρχει καιρός. Πετάχθηκε στο περίπτερο
για τσιγάρα
κι εξαχνώθηκε στα μισά.Δεν υπάρχει καιρός
για λόγο και σιωπή.
Για άνοιγμα των επτασφράγιστων ουρανών-δεν υπάρχει
Δε σου δίνεται ευκαιρία να σκάψεις βαθιά
στα στήθη των πουλιών
ν' ανακαλύψεις αρχαίους καταρράχτες,
ν'ακουμπήσεις τον Σείριο και να προφέρεις "φτου και βγαίνω",
όταν σε παρότρυναν να παίξεις τερματοφύλακας
(ένας κλοουνίστικος τρόπος να τον κρατήσεις) στενοχωριόσουν.
Τώρα έχει σβήσει,
σαν το ωμέγα,
με τη γομολάστιχα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: