Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Ποίηση Γιάννη Τσίγκρα 12

Δευτέρα, 1 Σεπτεμβρίου 2014

ΠΕΙΡΑΖΕΙ;
Οι γειτονιές με τα φθαρμένα σπίτια
πρέπει κάπου να μας περιμένουν,
πιστές στο ραντεβού που δώσαμε.
Εμείς προτείναμε μια σκηνοθεσία κι εκείνες τη δέχτηκαν:
Δρόμοι σκονισμένοι με σάπια χρεμετίσματα στις άκρες
Αυλές με γεράνια ξερά
κι απ'το παράθυρο των σπιτιών,στην ανταύγεια του καντηλιού
το ιλαρό πρόσωπο
της ΑγίαςΠαρασκευής της Επιβατιανής.
Το "αναγκαίον",στις αυλές,δυό ξύλα πάνω σε λάκκο,
κάτω από αποστολιάτικη συκιά
κι απ'τα παράθυρα να φαίνονται κεφάλια κοριτσιών,
πλάι σε πάντες, η Γκόλφω-με τρίγωνο κεφάλι.

Πρέπει να'ναι εντάξει,οι γειτονιές, στον όρκο που έδωσαν,
δε δεχόμαστε παιδιά από ένα αύριο που ισορροπεί
σαν σχοινοβάτης-δεν τους παίζουμε.
Εμείς θα ξαναχτυπήσουμε το τσιλίκι και τις αμάδες,
θα τρέξουμε για ξεσκλαβώματα
-πειράζει;


ΚΑΘΕ ΠΟΙΟΤΗΤΑ
Πόσες βενζινάκατοι, μ'ένα φανάρι ασετιλίνης στην πρύμνη,
τα μισά αναδεικνύοντας πρόσωπα,τις μισές κουβέντες,
τον φόβο ολόκληρο,
πόσα αερόστατα που χάθηκαν ανάμεσα στο Λαμπαδία και την Άρκτο,
με στουπί αναμμένο την παιδική μας καρδιά...
Α,οι νύχτες μετρούν κήπους και όνειρα
και τα τραγούδια γίνονται κορδέλες που μπλέκουν τα πρωινά ζευγάρια
και οι προθέσεις παραμένουν κλειστοί ουρανοί.
"Σας λείπει μια ικανότητα σύνθεσης"- είναι εύκολο να το πει
και ο τελευταίος των σαλεπιτζήδων
κι ο "πουλάκια,κλουβάκια, κρεμάστρες", πού 'φυγαν σωπαίνοντας,
χωρίς να προλάβουν να σκεφθούν, ότι κάθε νέα ποιότητα είναι άθροισμα
κι η σκοτεινή θάλασσα είναι φτιαγμένη από αστερίες και ολοθούρια
κι ο κάθε Καλούμπας μπορεί να τραγουδάει μες τη βροχή
για τη δική μας παραμυθία.

Κυριακή, 31 Αυγούστου 2014

ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΕΝΑ ΜΠΛΕ ΦΕΓΓΑΡΙ
Στην τσέπη κάθε ποιητή κοιμάται ένα μπλε φεγγάρι
είτε τρώει είτε συνδιαλέγεται στην αγορά,
(στη γλώσσα των σιτοπωλών)
το ποίημα,δυνάμει, υφίσταται.
Το βράδυ το ακουμπάει τρυφερά  κάτω απ'το μαξιλάρι του,
εκεί όπου
ο πατέρας του' βαζε τη σοκολάτα με το χρυσόχαρτο
Ο ποιητής κρεμάει το ποίημα στο λαιμό του
-όπου παλιά κρεμούσε φυλαχτό με τίμιο ξύλο-
σε επίσημες δεξιώσεις,σε παρουσιάσεις των έργων του,
εκεί,εν πάση περιπτώσει,που μπορεί να φορέσει τα καλά του,
ξέρεις, σκισμένα παντελόνια και τρύπια καπέλα.

Σάββατο, 30 Αυγούστου 2014

ΣΤΟΝ ΠΑΓΑΣΗΤΙΚΟ
Εγώ τους μιλούσα για το αεροπλάνο που έπεσε
στο Παλατάκι κι ο παππούς μούγκριζε όπως τα λεοντάρια,
πάντα μούγκριζε τρώγοντας γεμιστά, κι αιφνιδίως
η γιαγιά πήρε είδηση ότι πήραμε ξένο ταψί
η γιαγιά που τον ταχτάριζε "κι ου Γιαννάκους μη κουλόπλα"
άρπαξε το ταψί, "ο πιλότος πρέπει να σωθεί-προσευχηθείτε"
συνέχισα την κουβέντα, ακολουθώντας την,
καταμεσήμερο καλοκαιριού, στο φούρνο.
Τ' άλλα για τον άγγελο που σας έγραψα στο διήγημα
-πως κάτι εκμυστηρεύονταν στον μπαρμπαΓιάννη
κι εκείνος σκούπιζε τα χείλη με μια χαρτοπετσέτα-
μυθοπλασία σκέτη,
ο σκοτεινός δρεπανηφόρος
είχε ραντεβού  με τον πιλότο
στον Παγασητικό.

Παρασκευή, 29 Αυγούστου 2014

ΚΙ ΑΝΑΠΟΔΟΓΥΡΙΖΕΙ ΤΟ ΚΑΠΕΛΛΟ ΤΟΥ
Αυτός ο ζογκλέρ, παίζει στα φανάρια του δρόμου
με εφτά χαμόγελα.
Ένα του πέφτει στην άσφαλτο και γίνεται κομμάτια,
έν'άλλο, που ακολουθεί, μεταμορφώνεται σε φεγγάρι,
το τρίτο μένει ακίνητο-"να το λέτε χαμένο καιρό",
φωνάζει ο ζογκλέρ κι αναποδογυρίζει το καπέλο του.

ΘΥΜΗΘΗΚΑΝ ΤΑ ΠΑΛΙΑ
Παράξενες διαστάσεις, σχεδόν μουσικές,
να πέφτει ένα αραιό χιόνι, τα ψαρόνια να μικροφωνίζουν
στα δέντρα της πλατείας.
Ο παππούς Γαρύφαλλος, στου Πεταλά το μαγαζί,
εξηγεί στη Μαριάννα Χατζοπούλου,
με τα αεικίνητα, πλην νεκρά, μάτια,
ότι συνδέει το όνομά του
με το καλύτερο τραγούδι της καριέρας της,
ναι
το "Γαρύφαλλο στ'αυτί",καλά το κατάλαβε.
Και γω να ρουφώ το μικρό του δαχτυλάκι, που βούτηξε
στο τσίπουρο-προνοητικά-να τους αφήνω ήσυχους στην κουβέντα
και στο "εγώ φώναξα στα '31, το, ως ευ παρέστης,Ελευθέριε σοφέ"
μόνο που το δάχτυλο μύριζε πετσί,
τί να μυρίζει το χέρι του σκυτοτόμου;-
αν δεν έχετε πιει κάτι τέτοιο, πώς να με νιώσετε;-.
Με τη γιαγιά,πάντως, δεν τσακώθηκαν γιατί με πότισε αλκοολούχο,
ούτε για την τραγουδίστρια.

Θυμήθηκαν τα παλιά το Βενιζέλο του ο ένας κι η άλλη τον Βασιλιά.



Σ' ΕΝΑ ΛΑΘΟΣ
Δε βρήκα πουθενά τον ορισμό,
πρέπει να ήταν
πέρα  από λέξεις και συρματοπλέγματα
μακρυά από "σαν" κι "όπως",
πέρα από "τι".
Θα μου πείτε, το απαιτεί μια εσωτερική λογική,
μα δεν είχα κατά νουν να γράψω κι εσείς να με διαβάσετε.
Άρα,κάλλιστα, μπορώ να το αγνοήσω,
ω, Καντίνσκυ,
ζωγράφισες πρώτος τη ζωγραφική, τί έχουν να προσθέσουν
εκκίνηση,ερμηνεία και προϋπόθεση
δεν αναφέρομαι, δεν επιδιώκω,το ξέρω
άμα πέσω στο λάκκο των ομφαλοσκόπων, θα'μαι ποιητής
ή "ποιητής", ήδη το'κανα, συνεχείς αρνήσεις δεν κάνουν
την κατάφαση,ήδη το' κανα,να το λάθος μου,
σ'ένα λάθος στηρίζεται η Τέχνη;


Πέμπτη, 28 Αυγούστου 2014


Ο ΜΕΓΑΛΕΞΑΝΤΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟ ΦΙΔΙ
Aνάμεσα σε δυο παρατεταμένες σιωπές
κείται το ποίημα
κι ανάμεσα σε δυο ποιήματα
ο θίασος σχολιάζει( χορεύοντας σε 45αράκι πάνω)
όλη την παρέα
που άκουγε το "Μεγαλέξαντρο και το καταραμένο φίδι",
κάτω απ' τις αεικίνητες σκιές των κληματόφυλλων
κι ενώ το φεγγάρι
γελούσε, με το Κολλητήρι και το Μπιρικόκο-
πηδούσαν στην κοιλιά του σκοτωμένου τέρατος.
Έφυγαν η Κλειώ κι ο Χρήστος,
κάποιοι θα ξεχάσουν ότι υπάρχουμε
με μια βαλίτσα στο χέρι,σ'ένα γεμάτο κόσμο σταθμό,
το μεγάφωνο φωνάζει ονοματεπώνυμα,
δύσκολες οι αναχωρήσεις, όταν ανεβαίνεις στο βαγόνι
ολομόναχος

και μένει το φεγγάρι,σαν-που'λεγε η μάνα-καμπίσιο καρβέλι,
εξακολουθεί να γελάει,
θυμάται τί ακούσαμε απ'το Μπαρμπαγιώργο,
το ουίτ του Μορφονιού.











Τετάρτη, 27 Αυγούστου 2014

ΠΟΛΥΧΡΩΜΑ ΑΛΕΞΗΛΙΑ

ΠΟΛΥΧΡΩΜΑ ΑΛΕΞΗΛΙΑ
Ο Τσιγκιτσάκας, με  το μισό τιμόνι ποδηλάτου,
αγόραζε σάμαλι και καπνό
όταν βούλιαζαν τα παπόρια απ' την Περσία
και της ευωχίας του η οσμή
έφτανε απ' τα  μπάζα των αλυκών,
τύλιγε τις γειτονιές που περνούσαν, μία-μία, στα μακρύκαρα,
ιδρωμένες κοιλιές των αλόγων,πολύχρωμα αλεξήλια-
μόνο ένα κορίτσι ακολουθούσε, απόμερα,
το χρυσοζούζουνο πού 'χε δέσει με μια κλωστίτσα
ώσπου ν'ανάψουν και οι δυο
σ'ένα ηδύ κι αδιάστατο φως,

Τρίτη, 26 Αυγούστου 2014

ΜΙΑ ΠΑΠΑΡΟΥΝΑ

ΜΙΑ ΠΑΠΑΡΟΥΝΑ
Τα ποιήματα νουάρ εξαντλήθηκαν
κι αφού δεν ωριμάσαμε όσο ένα κοντσέρτο
να μαζέψουμε μαύρο ουρανό, σε μια δαχτυλήθρα της γιαγιάς,
ας θυμηθούμε τα γκόρεκ και τα μπίσμαρκ
με τις σημαιούλες,πλάι στη θάλασσα,
το δυναμό και το,συνήθως,άχρηστο φανάρι-ραδιόφωνο
που' πιανε εκείνη την αντιπαθέστατη φωνή του Μητρογώγου.
Ο Κρεμαστάς πήγαινε, με το ποδήλατο, από το Βόλο στα Τρίκαλα
σορτσάκι, ψαθάκι,ταμπέλα-
"συνάδελφοι αν μ'αγαπάτε,ποδήλατο μη μου ζητάτε",
τί να ζητήσουν χωλοί και κυλλοί του Συνοικισμού Αναπήρων;
Γύριζε πάντα με μια μαραμένη παπαρούνα στ' αυτί.


Η ΣΙΩΠΗ ΤΩΝ ΝΥΧΤΕΡΙΝΩΝ ΔΡΟΜΩΝ
Οι νυχτερινοί δρόμοι,συνήθως, σωπαίνουν.
Οι μόνες ιστορίες που μπορούν να αφηγηθούν,
είναι οι σχετικές με τα τελευταία λόγια των παιδιών,
όσα, με την "καληνύχτα", κρέμασαν
στις ακακίες των πεζοδρομίων.
Mπορούν επίσης να μιλήσουν
για τους,απέναντι στα φωτισμένα παράθυρα,
καθρέφτες χωρίς είδωλα,
μια που ο χρόνος παίζει κοντσίνα,στου Τάκου το καφενείο
ή για τον εκατόχρονο Εγγλεζονησιώτη γαλατά
που άλλαξε εφτά γαϊδουράκια,τον μπάρμπα Γιάννη, εννοώ,
το "εξπρές", κι ακόμη
τη νύχτα των λιονταριών που το'σκασαν απ' το τσίρκο,
σ'ένός τη ράχη ισορροπούσε ο Μίσκα, ο κλόουν
με τις, γεμάτες υποθέσεις,  τσέπες.
Αυτά λένε σ'εμάς οι νυχτερινοί δρόμοι.
Φαντάζομαι
ότι σε άλλους θυμίζουν ολονυχτίες κι αίματα και οιμωγές
ή το φόβο που προκαλούν, στην δική τους ηρεμία,
πεφτάστερα και νυχτερίδες:
Δεν είναι να κάνεις μια ευχή, αμέσως θα πιάσει
κι αυτό σε φέρνει πιο κοντά στο θάνατο.




Δευτέρα, 25 Αυγούστου 2014


ΤΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ ΠΑΡΗΓΟΡΙΑ
Τα λυχνάρια μας ξεχάστηκαν στεγνά κι ανέλαια,
δε φροντίσαμε ν' αναδειχθεί το  μεγαλείο του νυμφίου
-νυχτερινό κι αιφνίδιο, όπως αποδείχτηκε-
και,ω,των μακρινών αστεριών παραμυθία,
μικρή αντίσταση που αποφαίνεται:
Κάπου υπάρχει φως,
μια σπίθα ανάμεσα στα φτερά του αγγέλου μας.
Κάπου υπάρχει η ανεμώνη να στολίσουμε τα μαλλιά μας,
τη σπρώχνει απαλά ένας λεβάντες, χωρίς περιγραπτές ακίδες,
μόνο μια τρυφερή αφή, όπως του βρέφους το χαμόγελο,
όπως ο πόνος ο αναπόφευκτος-λες, "δε γίνονταν αλλιώς",
κι αυτό σ'ανακουφίζει.
Κύριε,ανάμεσα στο χθες του φεγγαριού
και στων δρομαίων νεφών το αύριο,
δώσε τη Στιγμή, ν' ανασάνουμε.


ΚΙ ΕΓΩ

ΝΑΙ, ΞΕΡΕΤΕ, ΕΙΜΑΙ ΚΙ ΕΓΩ ΠΕΘΑΜΕΝΟΣ
Περπατώ σε μεσημβρινούς δρόμους, χούφτες γεμάτες ονόματα.
Όσοι βιάστηκαν, δεν έχουν πια την κυριότητα
ούτε των φωνημάτων και ο ήρωας της Πείνας,
σάλιωνε το μολύβι κι έγραφε δοκίμια
στα παγκάκια της Χριστιανίας,του παλαιού Όσλο.
Κι ο ακκορντεονίστας στο Καφενείον "Νέκυια" ήταν
ο ίδιος ο τυφλός ραψωδός
ο "σταφιδέμπορας" της Σμύρνης ή της Χίου ο μαστιχάς-
τρέχαμε να πάρουμε, σ'ένα κομμάτι σελιλόζα, το άσπρο σάλιο του,
γιατί όλα τα συγκλονιστικά συνέβαιναν μεσημέρι;
Τί να τα κάνω τόσα ονόματα,
χωρούν κάτω απ'την εσωτερική σκάλα ενός παλιού διωρόφου.
Αν τα απλώσεις στους  δρόμους φυτρώνουν ως ακακίες,
σκιάζουν όσους κρατούν το μέτωπό τους:
"Κι εσείς εδώ-ναι
ξέρετε,είμαι κι εγώ πεθαμένος".
Ο πολιός συρραφεύς με τ'όργανο
θα γίνει μοβ,από τ'ανθάκια της Cercis siliquastrum
τουτέστιν κουτσουπιάς.


Κυριακή, 24 Αυγούστου 2014

ΠΛΑΤΥΦΥΛΛΗ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ
Τίποτε δεν είναι πλασμένο
για να κλειδώσει ως "φαίνεσθαι":
Γι αυτό μη φθείρετε τις λέξεις,
μη σπαργανώνετε ουρανούς με τους διάττοντές τους,
τοποθετώντας τους στο πλάι σας
σαν τερατώδη καναρίνια σε κλουβιά..
Τα πάντα κυοφορούν ένα λόγο
για  της ύπαρξής τους την ουσία.
Μη πετάτε μενεξέδες
αλλά "γιατί" και "τί" και "πώς",
κι ας μένουν ακυβέρνητα καράβια.
Στο κάτω-κάτω,κάθε ποιητής
δικαιούται την ψιλή κυριότητα
μιας ουράνιας σοφίας.
Κι είναι σπουδαία η προσπάθεια να ερμηνεύσεις,
ακόμη κι αν αποτυγχάνεις,
το "πέραν" μιας παπαρούνας που μπορεί
να'ναι η τελευταία που σου προσφέρθηκε.


Σάββατο, 23 Αυγούστου 2014

Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΕΙΝΑΙ ΤΡΕΛΗ ΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ

ΚΑΙ ΕΙΣΑΙ ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟΣ
Έτσι εμφανίζεται το ποίημα,
σαν άσπρη πεταλούδα,από το πουθενά
και σου προσφέρει τεθλασμένες
κι αιφνίδιες αναιρέσεις των αδιεξόδων,
φτιάχνοντας το χάρτη που μελετάει ο καπετάνιος
κι, εμβριθώς, αποφαίνεται:"Η θάλασσα είναι τρελή σαν τα πουλιά,
που μαγνητίζονται απ'τον προορισμό
αλλά δεν ξέρεις πού και πότε θα καταλήξουν".
Οι άσπρες πεταλούδες χάνονται ξαφνικά,
όπως ένας ξυλοκόπος παραμυθιού στο δάσος,
δε ζητάει μια αναμμένη λάμπα
ούτε επιστροφή-χάνομαι σημαίνει χάνομαι
σπίτι μου γίνεται το τραγούδι,
ούτε νοσταλγικό ούτε πικρό,μόνο άδειο από πυξίδες.
Το κέντρο θα σου πρόσφερε μιαν επανάληψη
κι είναι αργά και είσαι κουρασμένος.


ΠΡΕΛΟΥΔΙΟ ΤΟΥ "ΚΑΤΙ"

ΠΡΕΛΟΥΔΙΟ ΤΟΥ "ΚΑΤΙ"
Κάθε πρωί, ξεβίδωνε την καρδιά του ή το κεφάλι
κι άπλωνε,στο σκοινί της μπουγάδας, τα ενύπνιά του.
Κάποια, μεταμορφώνονταν σε ποιήματα.
Έτσι πίστευε,τουλάχιστον.

Του εξήγησα ότι το ποίημα δεν ωριμάζει με τον κραδασμό,
η αλλοίωση που το γεννάει, συντελείται στη σκοτεινή σιγή,
όπως, σ'ένα λαγούμι απουσίας,το μηδέν ωριμάζει τόσο
και γίνεται πρελούδιο του "κάτι",
ένα κατώφλι χλωρό που δεν οδηγεί πουθενά,

στο κάτω-κάτω, αυτή είναι η πρόθεση του ποιητή,
να στριφογυρίζει στο εσωτερικό ενός άδειου κελύφους
με τις σημαίες του έτοιμες, για ειδικές περιπτώσεις.
Στ' αλήθεια δεν κατάλαβα ποτέ γιατί μας τιμούν, θα τό 'καναν
για τον Καραμούζα που καθάριζε μπιντέδες
και σταματούσε την κυκλοφορία για να περάσει απέναντι ένα σκυλί;

Παρασκευή, 22 Αυγούστου 2014

ΔΙΧΩΣ Ν'ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΙΣ ΤΟ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ

ΤΑ ΜΑΓΟΥΛΑ ΤΟΥ ΝΤΥΛΑΝ ΤΟΜΑΣ
Δε χρειάζεσαι παλαιά φεγγάρια
κι οι έρωτες φουσκώνουν, όπως
παλαιοί υγροί τοίχοι ή τα μάγουλα του Ντύλαν Τόμας.
Οι αδελφοί Ρίμπα
προθερμαίνονται ακόμη, για το γύρο του θανάτου,
στο Λούνα Παρκ....καταπίνουν μια μπουκιά ψωμί
αλειμμένο με θάνατο,
κίβδηλο ή αληθινό-δεν έχει σημασία.
Η ζωή είναι το τανκ που σου αγόρασε ο πατέρας,
το κατέστρεψες, δίχως ν'ανακαλύψεις το μηχανισμό.

Πέμπτη, 21 Αυγούστου 2014

ΟΙ ΓΡΙΟΥΛΕΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ
Μια λέξη είναι τόσο στέρεη...Δε φταίμε εμείς γι αυτό.
Εμείς κυνηγούμε το λεπταίσθητο
με βάρβαρη απόχη για πεταλούδες,
αυτή μας δόθηκε,
χτυπούμε με δικράνι την νιφάδα του χιονιού
και γράφουμε εκατό φορές το χαϊ-κου:
"Δέντρα κερασιάς
το κροκοβαφές στάζουν 
υγρό φεγγάρι".
Θά' ρθει,βέβαια,ο καιρός να γυρίσουμε στους παιδικούς μπαξέδες,
όχι με καλοξυσμένα μολύβια-
σταυρώνοντας απλώς τα χέρια,
όπως τον καιρό που μας έδωσαν το προσωνύμι "σαρμαδάκι"
οι γριούλες των Αγίων Αναργύρων.


ΔΕΝ ΗΞΕΡΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΟΥ ΝΑ ΠΑΩ

ΔΕΝ ΗΞΕΡΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΟΥ ΝΑ ΠΑΩ
Όταν χτίσαμε- ανάμεσα στα βούρλα και τ 'αλμυρίκια
υπήρχε η  παράγκα της κυρα Φιλίτσας,
μ'ένα κουβάρι συρματόπλεγμα στην πόρτα
που, εύκολα, περνούσανε το δωδεκάμερο, οι καλλικάτζαροι,
τρομάζοντας τους ένοικους, με ένα "πάου, πάου".
Τους ξόρκιζαν,βέβαια, με το "ύψινο"σταυρό της Αιδηψός
κι η Μαριώ,η νύφη,συνήπτε ανακωχή
με την πεθερά και το γιό.Τον άλλο καιρό τσακωνόντουσαν
καθημερινά: "Θα φύγω, μωρέ τράο,Γιαννάκη,έλα πάρε το κάντρο".

Παράξενη πομπή,σα λιτανεία,μπροστά εγώ με το μακαρίτη
-μουστάκι τσιγκέλι-και πίσω η Φιλιώ με τα σκουτιά.

Το πρώτο που ψάχναμε, στο νέο δωμάτιο, ήσαν δυο καρφιά.
Ένα για το σταυρό κι ένα για το Γιωργάκη που την έκανε νωρίς.

Μα τα ξανάφτιαχναν,φταίγαν οι διαβολές κι ο κόσμος ο κακός.

Ώσπου, ένα βελούδινο μεσημέρι φθινοπώρου,
άκουσα τους δικούς μου να το ψιθυρίζουν: "Οριστικά, έφυγε η γριά".
Έτρεξα στην παράγκα,ανέβηκα στην καρέκλα,κατέβασα το κάντρο.
Παράξενο.Αντί για κατάρες ακούγονταν λυγμοί-δε μ'άφησαν
να περάσω στ'άλλο το δωμάτιο.Πήρα το δρόμο
μέσα στα ρόδινα αλμυρίκια.Προχωρούσα μπροστά με το μακαρίτη
αλλά δεν άκουγα,πίσω μου, της Φιλιώς τα βογγητά.

Δεν ήξερα και προς τα πού να πάω.

Τετάρτη, 20 Αυγούστου 2014

Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΜΠΛΕ

Η ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΜΠΛΕ
Μη γράφετε για τα σκοτεινά δωμάτια
με τα παλαιά κάδρα  των προγόνων
που αδειάζουν εύκολα από μουσική-
τάχα αυτοί οι άνθρωποι ν'άναβαν τα όνειρά τους
με πυγολαμπίδες,
να διάβαζαν τις αρχαίες φωτιές, στις κορυφές;
Κυρίως, απαιτούνται περισσότερα άστρα
και λιγότερες λέξεις.
Γιατί τα ποιήματα είναι εύθρυπτα,
όσον η κρυστάλλινη σφαίρα με το χιονισμένο λιβάδι
που δύσκολα αντέχει, ακόμη και στεναγμούς και θροΐσματα.
Κι η θάλασσα να μένει ανέγγιχτη
με αστερίες, ναυτίλους
κι ένα λυγμό
που γεννάει
η ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του μπλε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: