Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Ποίηση Γιάννη Τσίγκρα 13

Τετάρτη, 20 Αυγούστου 2014

ΟΙ ΚΛΟΟΥΝ ΚΑΙ ΟΙ ΤΣΕΠΕΣ ΤΟΥΣ

ΟΠΩΣ Ο ΚΛΟΟΥΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΤΙΣ ΤΣΕΠΕΣ ΤΟΥ
Δοκιμάζεις τα μουσικά πλήκτρα,τις παύσεις,θυμάσαι
τον Έντουαρντ Άλμπι,τί στο καλό, το ποίημα
πρέπει σε κάτι ν'αναφέρεται, κάπου ν'ακουμπά.

Προσωπικά, όπως ο  γραφίστας τοίχου στο μετρό της Νέας Υόρκης
δε θα φοβόμουν τη Βιρτζίνια Γουλφ.

Κι ύστερα σκέφτεσαι ότι  τον κυρ Αλέξανδρο- θα ξεκινούσε αλλιώς:
Αυτός το'χε "τάξιμον" να ψάλει την "Πεποκιλμένην τη θεία δόξη".
Μόνο.
Στα εννιάμερα της Παναγιάς.
Και το' κανε πραγματικότητα το τάμα του,παρά τις αναποδιές-
ένα κερί που σβήνει, το άλογο που χάνεται,
τα νυχτερινά κρούσματα,
η αμέλεια του παιδιού να ειδοποιήσει τις αδελφές.

Δεν είμαι σίγουρος αλλά στα εννιάμερα
πρέπει ν'αποκαλύπτεται και η "μετάστασις προς την ζωήν".

Ναι,αλλά το ποίημα για να ισορροπεί πρέπει να υπάρχει,
όπως ο κλόουν,
μέσα στις αμέτρητες τσέπες του.












Τρίτη, 19 Αυγούστου 2014

ΝΑ ΣΚΑΣΟΥΝ ΟΙ ΟΧΤΡΟΙ

ΝΑ ΣΚΑΣΟΥΝ ΟΙ ΟΧΤΡΟΙ
Ο τελευταίος που κατέβηκε απ' τη βάρκα, ήταν ο Φιλάρετος,
ανάμεσα από φτερά γλάρων, εκεί ψηλά, πάνω απ'το βυθισμένο,
τσιμεντένιο,γερμανικό πλοίο.(Μόνον
όποιος ακούσει το επιφώνημα "πόρτααα", το ξαναβλέπει,
στον όρμο των Πευκακίων).Και φυσικά ξεχνάει να κλείσει
για να'ρθει ο επόμενος,ν'ανέβει στη "Ζωϊτσα" και ν'απογειωθεί.
Πάνω από την παλαιοχριστιανική εκκλησία της Δαμοκράτειας,
περνούν την πράσινη κουπαστή,
δοκιμάζουν τη στερεότητα των αιθέρων, τη βρίσκουν ικανοποιητική
και μένουν εκεί.
Όπως τα βράδια,ξεχνιόνταν στην ταβέρνα του Γαλάνη
κι εγώ νύσταζα, καθισμένος σ'ένα σκαλί,περιμένοντας τον πατέρα
να πει το τελευταίο "εβίβα"
και τον Αράπη να κλείσει με το "να σκάσουν οι οχτροί".
Αλλά τότε γύριζαν, κάποτε, στο σπίτι, μ'ένα γιασεμί στ'αυτί
κι ένα για την κυρά που γκρίνιαζε, στο χέρι.
Τώρα χάνονται εκεί ψηλά κι απομένουν-μεσίστιες σημαίες-
τα αγγελτήρια στους στύλους και τις μουριές, να τους θυμίζουν






Δευτέρα, 18 Αυγούστου 2014

ΚΙ ΑΣ ΙΣΧΥΡΙΣΘΗΚΑΜΕ

ΚΙ ΑΣ ΙΣΧΥΡΙΣΘΗΚΑΜΕ
Το νιώθω, αυτή η στέρνα εξαντλείται,
τα ποιήματα απομακρύνονται, μ'εμβατήρια που χαμηλώνουν.
Δεν είναι ότι τελειώνουν τα στερεότυπα:
Τόσα δακρυσμένα μάτια σειληνών, τόσα μικρών πουλιών ενύπνια,
οι αποχωρισμοί και τα φτερά του Ικάρου
-απομένουν στην άκρη της κάμαρης.
Δε χάθηκαν τα
μεγάλα σύννεφα που μοιάζουν με όνειρα
Ο λάλος ολόφωτος θίασος σχολιάζει- τις λευκές
Αυγουστιάτικες νύχτες- το κοινό.
Στο Πάνθεον ο Πασπάτης και Καλαφάτης ανακαλύπτουν
τη μηχανή που τους έκλεψαν.
Δεν είναι τίποτε από τα μυστικά που σας φανερώνω.

Να,
δεν ανέφερα τίποτε για τον ξυπόλητο Χριστό                              
που στέκει και με παράπονο μας κοιτάζει,
γιατί δε γράψαμε ένα ποίημα για τους θλιμμένους
ένα,σιωπαίνοντας,σταυρό τους δε σηκώσαμε,
δε χώρεσε στην τόση καλλιέπεια μας ένας λόγος παραπάνω
ένα τραγούδι αιμάτινο και τρυφερό
που να χωρεί τον ξένο πόνο.

Και ας ισχυρισθήκαμε  ότι κρυφή πατρίδα είναι η Κυρήνη.


Ν' ΑΚΟΥΜΠΗΣΕΙΣ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΝΕΙΡΑ ΣΟΥ
Κι οι νοικοκυρές, σπάζοντας τη μεσημβρινή φωνολογία
των πλανοδίων,
με μια σκούπα κι ένα φαράσι στα χέρια,
έτρεχαν στους χωματόδρομους,
να διορθώσουν τη στίξη των αλόγων:
Πώς να λιπάνεις το μοναδικό γεράνι της αυλής;
Το βράδυ,
ακούγονταν μια φυσαρμόνικα κι η χαμηλή βροχή.
Δεν είχες χώρο
- σ'έναν ολόκληρο γαλαξία-
ν'ακουμπήσεις τα μεγάλα άσπρα όνειρά σου.

Κυριακή, 17 Αυγούστου 2014

ΠΡΙΝ ΑΝΑΛΥΘΟΥΜΕ ΣΕ ΜΟΥΣΙΚΗ
Κι είναι κάποιες στιγμές που θέλουμε να ξαναζήσουμε
πριν γίνουμε σύννεφα,
πριν αναλυθούμε σε μουσική και λευκά κρίνα:
Μια αμμουδιά με καμπύλες κι αχινούς,
το Χοντρό-Λιγνό στην παράγκα της Μεταμόρφωσης,
τα ποδήλατα και τους νυχτερινούς βατράχους.

Θέλω

στο τέλος μου

το αδαμάντινο,
όταν τ'άστρα θα σβήνουν ένα-ένα επιβλητικά
κι η απορία μου θα λιγοστεύει.


Ω, Κίρκεγκωρ,ω Νίτσε,κατανοώ την αγωνία σας:
Η επανάληψη είναι ένα ξανθό μυρμήγκι,
που βγαίνει απ' τους μυκτήρες.

Απαραίτητο όσο το a caza d' Irene των παλαιών εκδρομών.

Πέμπτη, 14 Αυγούστου 2014

ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΚΙ ΙΔΡΩΜΕΝΑ ΑΛΟΓΑ


ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΚΙ ΙΔΡΩΜΕΝΑ ΑΛΟΓΑ
Αυτό το αστέρι ίσως και να μην υπάρχει πια,
να΄χει χαθεί, όπως οι παλαιοί ζητιάνοι
-όσοι δεν έπιαναν,τότε, τις εισόδους των ναών,
αλλά, από πόρτα σε πόρτα,
περιφέρανε μιαν αξιοπρέπεια,μια τρυφεράδα
ή όπως οι τουλούμπες με το γλυφό νερό
στις γωνιές των τετραγώνων-κι αυτές έχουν χαθεί-
που ξεδιψούσανε λουλούδια κι ιδρωμένα άλογα.
Αυτό το αστέρι που θαυμάζουμε
που ενδεχομένως βρίσκεται σε μαυσωλείο του θόλου,
μπορεί και να πετάχτηκε απ' τον κόρφο της χαζοΦταλιώς,
του θηλυκού εκείνου Φάλσταφ,στη δεκαετία του '50,
που τάιζε τους χοίρους της με ψεύτικα μαργαριτάρια,
κλεμμένα απ'το παζάρι,και σ'έβριζε αν δεν της έδινες
μια πενταρίτσα,μυστικά ευχόμενη να μη της δώσεις,
γιατί την τρέφανε οι φωνές και οι κατάρες.
Τ'αστέρια είναι φωτογραφίες από ένα χθες
που υπερβαίνει τα δικά μας όρια
και μόνο
στον Αχώρητο χωρεί,
σφιγμένο
σαν πεταλούδα σε παλάμη.


ΣΤΟΝ ΚΑΘΕ ΣΤΙΧΟ

ΣΤΟΝ ΚΑΘΕ ΣΤΙΧΟ
Κι αν δεν έγραψα για αποχωρισμούς,
είναι γιατί τίποτε δε θεωρούσα αμετάκλητο.
Πεταγόμουν, αίφνης, στο περίπτερο για τσιγάρα
κι όταν γύριζα,το άστρο που κοιτούσα είχε δύσει
και οι αγαπημένες και οι φίλοι είχαν χαθεί
στα φυλλώματα των δέντρων.
Ω,το "αντίο" δεν έχει τη διαφάνεια που πιστεύουμε
δε δείχνει ότι υπάρχει το αμετάκλητα χαμένο:
Κι αν ακόμη ξανασυναντηθούμε,εκείνοι θα'ναι διαφορετικοί
κι εγώ θα'χω αλλάξει.
Και κάθε αλλοίωση είναι κρυμμένη στη στιγμή
στο κάθε μας βήμα,στην κάθε μας λέξη,
στον κάθε στίχο.

Τετάρτη, 13 Αυγούστου 2014

ΚΑΙ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΠΛΕΟΝ ΜΑΚΡΥΑ
Κι η προσευχή των ταπεινών,
ανάβει τα βράδια όπως ένας σωτήριος φάρος,
όπως ένα αστέρι που τρεμοσβήνει,
αν κι έχει την έκταση και την ένταση εκατοντάδων γαλαξιών.

Κι η προσευχή του πράου,
ανθίζει όπως ένα μικρό κυκλάμινο
που τίναξεν ο βράχος
αν και υπερβαίνει την απεραντοσύνη του ουρανού.

Ω,νύχτες του θεωρήματος:
"Το μικρό, όταν είναι καλό,γίνεται ακόμη πιο μικρό",

νύχτες των αρχαίων δακρύων
μπροστά σ' ένα μαυρισμένο εικόνισμα,

γονυκλισία της γιαγιάς,μέσα στο περιβόλι με τις κερασιές,

λόγια όσων αγάπησα- και απίστευτα μακρυά βρίσκονται πλέον.



Η ΕΡΙΦΥΛΗ ΒΟΥΡΤΣΙΖΕ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ

Η ΕΡΙΦΥΛΗ ΒΟΥΡΤΣΙΖΕ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ
Θέλει προσοχή η υπόθεση,
διότι τα τραγούδια είναι σούστες με κουτσά άλογα
και σ'οδηγούν σε δρόμους με ρολόγια που ακινητούν -
εννοώ σαύρες χασμώμενες -κι όχι
ότι δεν υπάρχει καιρός,απλώς ξεχαστήκαμε,
ώσπου να σταματήσουμε κάτω απ' το παράθυρο της Εριφύλης ,
εκείνη κοίταζε στον καθρέφτη
ψιθυρίζοντας: "Έχει κάτι το αμαρτωλό η μπαλάντα,
ακόμη κι ο ανύπαρκτος δε θέλει να τον ξεμπροστιάσεις".
Τόσες εκδοχές της θάλασσας μας δόθηκαν,τόσα μπαλκόνια
μακρινών αστερισμών,όπου μαζεύονται τα ξενάκια
και τραγουδούν σαν τα παράσιτα στα μεσαία.
(Είναι λεν το μπιγκ-μπαγκ,ψέμματα, μακρινή χορωδία είναι).
Θέλει προσοχή η υπόθεση,
αν είναι να σφάξεις πετεινό στα θεμέλια του πύργου
θυσίασε το δικό σου.Πες "τάδε έφη ο πατέρας
ή ο άγνωστος που δεν έβγαλε τη μάσκα του τελικά",
μην αναφέρεις ότι  βούρτσιζε τα μαλλιά της
γιατί θα την πάθεις όπως ο κυρ Αλέξανδρος
στα "τραγούδια του Θεού", ο μανάβης θα σε κυνηγάει
διότι το κορίτσι ζει και πουλάει,στις λαϊκές, λεμόνια.

Τρίτη, 12 Αυγούστου 2014


ΜΟΝΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΥΠΑΡΧΕΙ
Ο πατέρας έφτυνε το χωματόδρομο, "ώσπου να στεγνώσει
να΄σαι πίσω"
κι εσύ χανόσουν
θαύμαζες όσους ισορροπούσαν στα ποδήλατα
σ'έβαζαν τερματοφύλακα για ένα δεκαλεπτάκι όλο κι όλο
καμιά φορά,στο γυρισμό,σού 'πεφταν τα ρέστα
ή τα τσιγγανάκια φώναζαν "ντάιο" και σου άρπαζαν τη ρέγκα.
Κι ο πατέρας έτρωγε σκέτα τα φασόλια και φώναζε στη μάννα,"τον αφηρημένο".
Α, η γλυκιά οδύνη εκείνου του δευτεριάτικου μεσημεριού
που χωνόσουν στο στενό, πίσω απ' το σπίτι,
ανάμεσα σε λάστιχα και ποτιστήρια και παλιές καρέκλες για να κλάψεις.
(Το βράδυ,έτσι κι αλλιώς, θα σε πηγαίνανε στο λούνα παρκ
με τα καρουζέλ και τους απίστευτους μικροφωνισμούς).

Ναι, σίγουρα  τη ζωή μπορείς να τη ζεις για το μέλλον
παίζοντας,όμως, με το παρόν τη ρώσικη ρουλέτα.

Μόνο-κι ας μη το καταλάβαμε-το παρελθόν υπάρχει.


ΑΝ ΑΦΑΙΡΕΣΕΙΣ

ΑΝ ΑΦΑΙΡΕΣΕΙΣ
Τίποτε το ενδιαφέρον
δεν υπάρχει σ'  ένα φεγγάρι
αν αφαιρέσεις τον κήπο
και την προδοσία.

Κυριακή, 10 Αυγούστου 2014

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΕΝΕΚΕΝ
Δεν είναι ακριβώς το δικαίωμα ενός μολυβιού στη μέθη.
Έχω την υποχρέωση να γράφω και πρόχειρα ποιήματα
-εννοώ,
 ό,τι σημειώνω-
γιατί αλλιώς θα ήμουν ακροβάτης στα όνειρα
ένας ασκητής της λυρικής ακρίβειας
ενώ υπάρχω και θα χαθώ οικονομίας ένεκεν.

ΣΑΝ ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ

ΣΑΝ ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ
Κάθε ποίημα είναι ένα κατώφλι που σε κατώφλι σ'οδηγεί
έτσι που τα φεγγάρια του  σαν των ψαριών τα μάτια να στεγνώνουν
κι οι στοχασμοί του να μαραίνονται, όπως του ηλιοτρόπιου ο μίσχος.
Γι αυτό, μόλις τελειώσεις, θάψε το βαθιά στη γη
και θα το δεις σαν άστρο όταν νυχτωθείς στο δάσος,
όπως το θερινό τραγούδι θα το ακούσεις,
τα μάτια θα φοράει των κοριτσιών που αγάπησες,
θα στάζει, σαν τα  περιστέρια, ήλιο.

Σάββατο, 9 Αυγούστου 2014

Ω,ΑΣΤΟΧΕ ΙΟΝΕΣΚΟ
Ο βαρύτονος, στην παράγκα του 6τάξιου Παγκύπριου
τραγουδούσε-κάτι σαν "κορίτσια...κορίτσια", πιάναμε οι εκτός
που προτιμήσαμε να δώσουμε το πενηνταράκι στο μπάρμπα Γιώργη,
για βουτηγμένο στο λίπος ψωμί,με μουστάρδα.
Άλλωστε, ο κύριος Μπένης θα μας έφερνε το τέταρτο κονσέρτο για πιάνο
του Ραχμάνινοφ,στο πικάπ-δίσκος,τότε,βινυλίου- την επομένη.
"Τί λέει ρε ο γελαδερός"κάθονταν έξω,μαζί μας και λοιδορούσε
τον φαλακρό τραγουδιστή-ω,άστοχε Ιονέσκο....
Το ξέρω,αυτά τα επεισόδια θα σας συγκινούσαν περισσότερο
αν είχατε δοκιμάσει το ψωμάκι του επιστάτη.








ΚΕΡΔΙΖΕΙ ΠΑΝΤΑ

ΚΕΡΔΙΖΕΙ ΠΑΝΤΑ
Αυτός ο άνθρωπος
με το ψαθάκι στο κεφάλι,
με το παπιγιόν στο λαιμό,
ζει από τα στοιχήματα.

Σκέπτεται αίφνης:
"Αν δεν πατήσω τα όρια των πλακιδίων του πεζοδρομίου"
ή "αν δεν στρίψει αυτοκίνητο σε εφτά δευτερόλεπτα
θα ζήσω άλλη μια μέρα".

Κερδίζει πάντα.

ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΜΕΓΑΛΩΝΕΙΣ ΜΕ ΒΟΤΣΑΛΑ ΣΤΙΣ ΤΣΕΠΕΣ

ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΜΕΓΑΛΩΝΕΙΣ ΜΕ ΒΟΤΣΑΛΑ ΣΤΙΣ ΤΣΕΠΕΣ...
Και νοσταλγείς, όσο ένας κομήτης, τις γειτονιές,
δρόμους που ατμίζονται ,Καραολή και Δημητρίου,
απ'τον καιρό που έγραφες ότι ο θάνατος μυρίζει κυριακάτικο στιφάδο
κι ακούει Γιώργο Οικονομίδη και Ρένα Ντορ
ή απέναντι απ'τον Άγιο Χαράλαμπο,δίπλα στο σπίτι του πραξικοπηματία
με τα "καθαρά χέρια",
κυνηγούσες τότε μια Στέλλα
κι,ω,
πάλι σ'έννοιες δύσκολες μπλέκεις,
γιατί να μεγαλώνεις με βότσαλα στις τσέπες,
όταν απ'τις αυλές με τα χαρτόκουτα φτερούγιζαν
οι δια  Χριστόν σαλοί, τα κορδόνια τους άγγιζαν
τις χωρίστρες των παιδιών
που όλοι τα θεωρούσαν άπλυτα
αλλ' ήταν η σκόνη των διαττόντων που τα λεύκαινε-
πάνω τους μπορούσες να γράψεις ένα ποίημα
ή το Άξιον εστίν του αρχαγγέλου.










Παρασκευή, 8 Αυγούστου 2014

ΕΝΩ ΦΩΤΙΣΜΕΝΑ ΤΡΕΝΑ,ΜΑΚΡΙΝΑ,ΧΑΡΑΣΣΑΝ ΤΑ ΤΖΑΜΙΑ

ΕΝΩ ΦΩΤΙΣΜΕΝΑ ΤΡΕΝΑ,ΜΑΚΡΙΝΑ,ΧΑΡΑΣΣΑΝ ΤΑ ΤΖΑΜΙΑ
Τον Αντρέα Κονιάκο τον γνώρισα στο 404 Στρατιωτικό Νοσοκομείο,
στη Λάρισα,μια νύχτα που έκλαιγε σαν μικρό παιδί,
καρυωτακικός Μιχαλιός που δεν τον άφηναν να πάει στο σπίτι του.
Μου μιλούσε για τον Χριστό και τον Καζαντζίδη
ενώ μακρινά, φωτισμένα τρένα, χάρασσαν τα μεγάλα τζάμια.
Έμαθα για την αγάπη του στη Φυσική."Ανατρέπει τη θεωρία του Αϊνστάιν"
διάβασα χρόνια μετά σε περιοδικό-πώς τον ανακάλυψαν στο χωριό του,
την Αγία Ευθυμία Παρνασσίδας,γενέτειρα και του τρελού εκτελωνιστή
της Χαλκίδας, που έπλαθε λέξεις με άνεμο και νυχτερινά, μακρινά φώτα,
ζωγράφιζε τις φευγαλέες σιλουέτες γυναικών και τα πλοία που χάνονταν
- ομιλώ για τον μπάρμπα Γιάννη το Σκαρίμπα.
Αναφέρθηκε και σ'αυτόν ο Αντρέας, λουσμένος στ' αναφιλητά του,
εκείνο το βράδυ,μου απήγγειλε ποιήματά του
από τη "Μαθητευομένη των τακουνιών"
Αργότερα έψαξα  στο διαδίκτυο να τον βρω.
Είχε "φύγει"
με μια καρδιά δοσμένη στον Κύριο,μ'ένα δαιδαλώδες μυαλό
γεμάτο απίστευτους υπολογισμούς και,φαντάζομαι, με το στόμα γεμάτο
από λέξεις του μπάρμπα Γιάννη, λέξεις όπως "χάη", "δάσα","κερά"
κι ακόμη "σπασμένα καράβια" και ορίζοντες με κόκκινους φάρους
όπως,εκείνο το βράδυ,ζωντάνευε,σα να τα ζούσε
-αυτό το ορεσίβιο,μεγάλο παιδί,ο Αντρέας.

Πέμπτη, 7 Αυγούστου 2014

ΤΑ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΑ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΜΑΜΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΤΑ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΑ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΜΑΜΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Οι λέξεις δεν μιλούν σ'αυτό τον τόπο.
Κάποιες, ευάερες και ευήλιες, τρυπώνουν μέσα στα ποιήματα,
κάθονται στις θέσεις των επισήμων,χειροκροτούν αραιά και που
αλλά δεν παίζουν.
Τα ποιήματα εγγράφονται στο σώμα του καιρού
κυρίως με υπονοούμενα και σιωπές,
κάτι σαν τα παιδικά λουλούδια και τα σπίτια
τα αφιερωμένα "στην καλύτερη μαμά του κόσμου".
Πάντως, όχι με λέξεις δραστικές
σαν τους μετέφηβους με τα μηχανάκια
ή τους τους ακούραστους κορυδαλλούς .
Εδώ είναι νωθροί οι φθόγγοι και τα συγκοπτόμενα,
τα ρήματα σπάνε σαν τα κόκκινα αυγά-
γι αυτό σας μιλώ συχνά μ'αστέρια,
με εικόνες όπως εκείνη που είδα στον Αηταξιάρχη,στην Πορταριά:
Πρωί, ο πατέρας χόρευε με την κόρη ένα σλόου, κάτω απ'τα πλατάνια,
οι καλεσμένοι είχαν φύγει κι ο γαμπρός
τάιζε,στην άκρη,μιαν αλεπουδίτσα,
με τα απομεινάρια της ευωχίας.

Τετάρτη, 6 Αυγούστου 2014


ΚΙ ΕΣΥ ΤΙ ΜΕ ΚΟΙΤΑΣ ΠΑΡΑΞΕΝΑ
Κύριε,άνθρωπον ουκ έχω, ίνα βάλη με εις την κολυμβήθραν
Μέσα στο πλήθος και την Αγορά δεν ασχολήθηκε κανείς μαζί μου:
Οι ποιητές,κατά κανόνα ευαίσθητοι,κοιτούν τα"ολόγιομα φεγγάρια"
και στενάζουν.Άλλους τους τρυπούν του βίου τα τριβόλια,
"τί θα κάνουμε τώρα;Είναι καιρός κάτι να κάνουμε".
Ένα δεύτερο σπιτάκι, τον έξοχο λόγο μας-δεκαεφτά διαφορετικές αράδες
λένε το ίδιο πράγμα-ο άλλος πίνει και ο τρίτος
δέρνει τη γυναίκα του.Οι έμποροι πουλούν πραμάτεια του χειρίστου είδους
και μετρούν οι Φαρισαίοι πρωτοκαθεδρίες και γονυκλισίες.
Ανάμεσά τους ζω "και άνθρωπον ουκ έχω".
Έρχεται ένα σκυλί, του μιλάω παραπονεμένα,
δεν είναι άνθρωπος να με σπρώξει την κατάλληλη στιγμή,
όταν ο ανάλγητος αρχάγγελος ταράσσει τα νερά.

Κι εσύ,τί με κοιτάς παράξενα;Φέτος η μέρα πέφτει Σάββατο
κι αν είσαι συ ο άνθρωπός μου, θα σε φάνε οι υποκριτές.

Τρίτη, 5 Αυγούστου 2014

Α,ΑΥΤΟΣ Ο ΓΚΡΕΜΟΣ...ΜΑΣ ΠΗΡΕ ΤΑ ΩΡΑΙΟΤΕΡΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ
Το'χουν αυτό οι νύχτες, να τρελαίνουν τους ποιητές
και να τους ταξιδεύουνε στο Σείριο,στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού,
στην άλλη άκρη του πληκτρολογίου,τελοσπάντων,
όπου χορεύουν οι Σουλιώτισσες (ανθοί της αμμουδιάς οι αχινοί)
και πέφτουν απ'τη σκάλα-Ζάλογγο,πάνω στο τρύπιο στρώμα-
το 'φερε ο κύριος Κώτσης μαζί με το βιολάκι του,
τα κουβάλησε με το καρότσι εκείνου του μυστήριου μεταφορέα
που άρπαζε καδρόνι όταν το σταυρό σου έκανες πλάι του.
-κι είχαμε το παραπέτο γεμίσει σταυρούς-.

Α,αυτός ο γκρεμός μας πήρε τα ωραιότερα κορίτσια...
Πού είναι η Βάσω, η Θέου,η Ελένη; Ποιά,πλέον, θα παρακαλούσε:
"Φώναξε μάγισσα την Άννα την κατσικού",
εκεί στα χαλάσματα της ροτόντας, στο παλιό Φωταέριο;

Κι ο Τραγουδάρας δεν καταλάβαινε τί μας στερούσε κι εξακολουθούσε
πάνω απ'το ακκορντεόν του-στη στεριά δε ζει το ψάρι.


Δεν υπάρχουν σχόλια: