Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Ποίηση Γιάννη Τσίγκρα 28

Παρασκευή, 29 Νοεμβρίου 2013

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΧΑΜΕΝΟΥΣ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ
Η γενέτειρα έλκει με γη
Ή
Ακολουθώ τους Ουρανοδείχτες,
Τα πουλιά και τα σύννεφα;

Έτσι,
Εν τόπω στάσει,
Δεν είναι ευδιάκριτο.

Ανομίας νεότητός μου
Μη μνησθής, Κύριε.

Άσε με,τουλάχιστον, εδώ
Στο λαβύρινθο της διερώτησης:

Να ψάχνω στα απορρίματα για Ποίηση,
Να σκορπίζω τα ποιήματά μου αυτά,
Όπως ο Κοντορεβυθούλης,
Για τους νυχτωμένους
Στο
Δάσος.

Πέμπτη, 28 Νοεμβρίου 2013

ΣΤΙΓΜΗ
Το hinc et nunc θυμίζει
Τις φέτες ψωμιού
Που ο παππούς μοίραζε στο τραπέζι
Όμοιες και ισομεγέθεις για όλους

Εμείς είμαστε που κάνουμε
Την ίδια Στιγμή
Προσωπικό μας
Ενυδρείο

Κι άλλος "ιοστεφής τε και λιπαρός"
Αναδεικνύεται
Άλλοι κραυγάζουν
Ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός-
Πάντοτε, βέβαια, μακριά
Από καθρέφτες-

Κάποιες κούφες σεισοπυγίδες
Χειροκροτούνται εν τη Εθνική Οδώ

Είναι κι εκείνοι που οργώνουν
Το ελάχιστο του προσωπικού τους
Καιρού
Με δάκρυα
Για την
Σωτηρία
Του
Σύμπαντος
Κόσμου


Τρίτη, 26 Νοεμβρίου 2013

ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ
Οι ήρωες των παλαιών ταινιών
Που βλέπαμε, καθισμένοι στα χαλίκια
Των θερινών σινεμά,
Πίσω απ' τή φαρδειά φούστα της μάνας,
Με το έντονο κραγιόν στα χείλη,
Έρχονται κάποτε και
Κάθονται απέναντί μας.
Πίνουν το λικέρ που τους σερβίρουμε
Πετώντας ένα "δεν είμαι φίλος".
Μας λένε συνέχειες που λησμονήσαμε,
Τις περιπέτειες τους:
Με αφηρημένους μηχανικούς,
Με φυστικοστραγαλάδες κι ευταξίες,
Με τη γιαγιά του πατέρα
Που σήκωνε το μπαστούνι
Σ' όσους αρνούνταν να το πάρουν το κορίτσι.
Ύστερα, μας χαιρετούν
Και περνούν από τον τοίχο.
Πετούν πάνω από βραδινά συνεργεία
Κι από μάντρες
Όπου κουρνιάζουν κουκουβάγιες,
Πάνω σε σκουριασμένα μεγάφωνα
Απ' όπου ακούγονται-
Ψιθυριστά πλέον-
Οι τελευταίες διαφημίσεις
Για το Στάνταρ Χλωρ
Kαι τις μπογές ρούχων Βλασσόπουλου.

ΤΕΧΝΟΤΡΟΠΙΑ
Ξένισεν ο τρόπος
Του ποιητή Μ.Μ.
Όταν-χθαμαλή τη φωνή-
Διάβασε το ποίημά του "Βιογραφικόν"
Ως εξής:
1946, 1947,1948 κ.ο.κ.
"Ο Αριστοτέλης τί θα'λεγε;"κραύγασα,
Ξαφνιάζοντας το αμφιθέατρο.
Την επομένη-ίσως και πριν τριάντα χρόνια-
Τρόμαζα στη θέα του τεράστιου
Ψαροκόκκαλου
Που είδε ο Σπένσερ Τρέϊση,
Αντί του ξιφία που τραβούσε-
Εκλεκτό των καρχαριών έδεσμα.

Από τα χρόνια μας,
Καθώς περνάει ο Καιρός,
Μου'λεγε με τον τρόπο του
Ο σοφός Μιχαήλ,
Χάνεται η μνήμη και τα συναισθήματα.

Μένουν μονάχα
Αύξοντες
Αριθμοί

ΗΤΑΝ
Ήταν ένας έρωτας που θύμιζε ναυτίλο
Που ανεβοκατέβαινε σ'αρυτίδωτη θάλασσα.
Ή ένα παιδί ευτυχισμένο και γαλάζιο-
Τόσο γαλάζιο,όσον η ευτυχία.
Ήταν μια πόλη μακρινή και κρυστάλλινη
Που σκέπαζε αργά ένα χιόνι ανθοπετάλων,
Μια αίσθηση ποθητού γυρισμού,
Ένα τραγούδι νυχτερινής σειρήνας.

Όταν ξύπνησα είδα
Ότι μου έχουνε σερβίρει
Και πάλι
Μαύρο
Γάλα
ΑΙΡΕΤΙΚΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΕΑ
Τί Μαρινέτι κι Εμπειρίκος;
Τί "ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου";
Ποια τα κουραφέξαλα
Φουτουριστών
Ντανταϊστών
Υπερρεαλιστών;
Η ποίηση είναι χωμάτινη.
Χωμάτινη και φωτεινή.
Επειδή
Χωμάτινος και ηλιόφρων
Είναι εκείνος
Που, αδράχνοντας το ευτελές,
Το ζυμώνει με το Χρόνο
Και τη συνθέτει.

Δευτέρα, 25 Νοεμβρίου 2013

Ο ΞΕΝΟΣ ΝΟΥΣ

Προχθές, τους έβλεπα
Ως ποδηλάτες του ουρανού.
Σήμερα περπατούσαν στις αλλέες
Κινούμενα-λες- αγάλματα:
Ο Τσακιτζής, ιππότης των ορέων
Και ο,άλλοτε μοναχικός,
Όπως ο λύκος της στέππας,
Πορτοφολάς του Μπρεσσόν.
"Μα"τόλμησα "σεις είσθε φαντάσματα,
Ανύπαρκτοι, χωρίς τον ξένο νου".
Γέλασαν κάτω απ' τα ραγισμένα
Καπέλλα τους."Και συ";
Ρώτησαν μονομιάς"και συ,
Νομίζεις ότι διαφέρεις;".

Κυριακή, 24 Νοεμβρίου 2013

ΚΙ ΥΣΤΕΡΑ
Κι ύστερα ήρθανε οι λέξεις-
Ένθετα εντός μας
Καταλήξανε
Μορφώματα.
Δεν ερμηνεύουν τίποτε.
Δεν είναι, όπως τα πουλιά,
Ξέφτια του Παραδείσου.
Δεν είναι, όπως τα σύννεφα,
Σαν παλαιές, πού'σβήσανε,
Αγάπες.
Μόνο, στιγμές, σκιρτούν
Γυρεύοντας ν' ανθίσουνε
Τραγούδια. 

Σάββατο, 23 Νοεμβρίου 2013

ΠΟΣΟ
Πόσο εσείς κι εγώ θα ωφεληθούμε
Αν κάθε ουρανό ονομάσω
Αδιέξοδο;
Τί θα κερδίσει η ποίηση
Αν τα παιδιά
Πιο λυπημένα
Ζωγραφίσω;
Γι αυτό πάντα ένα φως αφήνω
Να ανάβει
Να αιωρείται ένα χάδι
Κάποιο ν'ακούγεται στο ζόφο
Τραγούδι προς παραμυθίαν  
Ο ΣΤΕΝΑΓΜΟΣ ΚΑΙ Η ΕΙΡΗΝΗ
Δος μας ξανά, Κύριε,μια μέρα
Από τα παιδικά μας χρόνια
Μια μέρα μ'ανθισμένο ουρανό
Τότε που τα νέφη φορούσαν
Οικεία μας πράγματα κι ανθρώπους
Τα δέντρα ανθίζανε μια λύπη χαρωπή
Και γέμιζαν τα τελευταία παραμύθια
Την του ύπνου μας αιθρία
Κοιμόμαστε μ'ένα εύπλαστο,δροσερό αστέρι
Σφιγμένο στην παλάμη
Τα όνειρά μας ήσαν λευκά
Όπως τα φτερά των αγγέλων
Φέρε μας, Κύριε,τους μικρούς στροβίλους
Τα πετροχελίδονα και τις τουλούμπες
Τα αρχαία άλογα και τις γονυκλισίες
Τα δοξαστικά, τα φυσοκάλαμα
Το τρενάκι που κουβαλούσε πηλό
Στο τουβλάδικο του Τσαλαπάτα
Δος μας,Κύριε,΄το στεναγμό και την ειρήνη 

Γιάννης Τσίγκρας

Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου 2013

Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ
Εδώ μετρούμε το χρόνο με παράδοξα
Απουσίας διαστήματα
-Τόσος καιρός απ' το θάνατο του δείνος δημιουργού-.

Τί άραγε ωφελούν
Αυτές οι επέτειοι;

Οι άπειρες θύρες στη Συνέχεια;

Κατά κανόνα, ο τιμώμενος υπήρξεν
Όπως ο συγγραφέας των "Δαιμονισμένων":
Όπως κι εκείνος, θα τρελαίνονταν
Στη σκέψη ότι κάηκε η πόλη
Όπου είχε εμπιστευθεί ένα χειρόγραφό του.

Προς τί η δική μου έγνοια
Για το "χωρίς του",
Αν δεν τον γνώρισα προσωπικά;

Θα τον ευγνωμονώ
Βέβαια
Γι αυτό που μου πρόσφερε
Κι έκανε λιγότερο ανιαρή τη ζωή μου.

Κάποιος αρνήθηκε το δέκατο βραβείο-μπράβο του
Άλλος κυκλοφορούσε μ'ένα μυρμηκοφάγο για σκυλάκι.
-Το ονειρεύτηκα κι εγώ αυτό-.

Όμως, πάνω απ' όλα, μετράει το έργο τους
Που ταξιδεύει
Με μαγικό χαλί

Χωρίς τον Ιζνογούντ
Πάνω του σταυροπόδι.

Τετάρτη, 20 Νοεμβρίου 2013

ΕΡΧΟΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΜΑΚΡΙΑ
Απ' των πασχαλανθών τη χώρα
Ερχόμαστε

Μια μακρινή Επικράτεια
Όπου υγρές κυνηγούσαμε σκιές 
Και πολύχρωμες πεταλούδες 

Εκεί Κρατούσαμε το κερί από τη φλόγα του
Κι ανεβαίναμε έως εβδόμου ουρανού
Με τα τσέρκια και τα λαμπερά ποδήλατα

Μουσική νιώθαμε την ουσία της ψυχής

Όταν άνοιγαν τα νυχτολούλουδα το βράδυ
Υποκλινόμαστε μπροστά τους

Ποιος σχοινοβάτης μας μετέφερε ώς εδώ
Στη γη της αράχνης και του κάκτου
Ποιος τον ικάρειο ενθουσιασμό μας σκούπισε
Από το μέτωπο και τους ώμους;

Τρίτη, 19 Νοεμβρίου 2013

ΔΑΓΚΕΡΟΤΥΠΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Τ'άστρα που ανάβουν ένα- ένα,
Σα νυχτερινά τσιγάρα,
Υπάρχουν κι όταν,
Πολύβουοι, φθειρόμαστε στην Αγορά
Κραυγάζοντας του Μηδενός την αξία.
Η σκόνη των γαλαξιών αιωρείται,
Την ώρα που οι λέξεις
Σφυρίζουν, μέσα από σάπια δόντια,
Σαν τα ποντίκια που τσιρίζουν στην παγίδα.
Οι αστερισμοί κι οι γαλαξίες
Αποτελούν το αρνητικό
Μιας
Του Χρόνου
Δαγκεροτυπίας,
Που μελετάει ο Άγγελος
Ανύστακτος,πλάι μας, να μένει.

Δευτέρα, 18 Νοεμβρίου 2013

ΕΚΕΙΝΟ ΤΟΝ ΕΛΙΟΤΙΚΟΝ ΑΠΡΙΛΗ
Οι γυναίκες μάζευαν με τις σκούπες
Εκείνο τον ελιοτικόν Απρίλη
Τα νεκρά χελιδόνια
Απ'το γιαπί της γειτονιάς
Το "Χριστός Ανέστη" των γραφιτών
Έμοιαζε ξεχασμένο
Καθώς οι άνδρες τσακώνονταν για την ΕΡΕ και το Κέντρο
Σουβλίζοντας το αρνί
Μόνον ο Νικολάκης ο Κρεμαστάς
Πήγαινε, όπως μας είπε, στον "τα..τα..τα.."
(Κατάλοιπο εμφυλιακής σφαίρας η ανημπόρια αυτή)
"Στον τάφο της Ιφιγένειας"
Σε λίγο χορεύαμε την Παπαλάμπραινα
Ενώ νιφάδες έμπλεκαν με πέταλα γκορτσιάς

ΤΟ ΑΔΙΑΣΤΑΤΟ ΤΟΠΙΟ
Το μόνο που αποδέχομαι
Εν τέλει
Είναι ότι δεν είμαι μόνο
Ό,τι,θεωρώ ότι είμαι.
Δεν εννοώ το ζενίθ και το ναδίρ
Της πράξης και του πρακτέου.
Δεν εννοώ μια περίμετρο
Οντολογικής αυτοδιερεύνησης.
Στην πατρίδα της ηλικίας μου
Δεν υπάρχουν καθρέφτες του βάθους
Κι,εξ'άλλου, ο στοχασμός
Έχει τα όριά του.
Μουσικά όρια αλλ'
Υπαρκτά.
Μια βεβαιότητα περιγράφω:
Ότι ο μισός βρέχομαι
Απ' τη Στιγμή
Όπως την εννοούσε ο Κierkegaard:
To αδιάστατο τοπίο
Της Αιωνιότητας.

Σάββατο, 16 Νοεμβρίου 2013

ΕΝΑ ΕΙΔΟΣ ΝΟΣΤΟΥ
Κάποια,που πλάι μου δεν είναι πια
Πρόσωπα αγαπημένα
Να μείνουν εύχομαι για πάντα αγάλματα
Στα ελικώδη μονοπάτια του εγκεφάλου

Δεν ξέρω αν υπάρχει τέτοια δυνατότητα
Όμως δεν την αποζητώ την Επανάληψη

Αρκεί που η μνήμη ζωντανεύει τα φαντάσματα
Τότε, κάνω ένα προσκλητήριο απόντων
Ζώντων τε και κεκοιμημένων
Και ιχνηλατώ άλλες σχέσεων καταλήξεις

Τοποθετώ στα χείλη τους
Εύηχα ρήματα
Ή
Τη σιωπή την κραυγαλέα

Φτιάχνω,που λένε,τη ζωή μας 

Παρασκευή, 15 Νοεμβρίου 2013

ΜΟΝΟΝ ΟΙ ΔΙΑΤΤΟΝΤΕΣ


Να'ναι εκεί πάνω η σκυλίτσα;
Ρώταγε κοιτάζοντας το ραγισμένο
Από διάττοντες
Θόλο
Κι ύστερα έμπαινε στην τσιγκοπαράγκα της
Και κοιμόταν
Με με το σπιρτόκουτο του χρυσοζούζουνα
Στην φούχτα
Την ονομάσαμε εν τέλει Λάικα
Είχε εφτά γάτες κι ένα πετεινό
Τις νύχτες ο Πακιαπάκιας της τραγουδούσε
Παρεφθαρμένα λαϊκά
"Είναι τ'αδέλφια μου πολλά..."
Τί απέμεινε απ'όλα εκείνα;
Οι μπαξέδες χτίσθηκαν-
Δεν υπάρχουν χρυσοζούζουνες
Ούτε ακούγεται ο κοασμός των βατράχων-
Η Λάικα πήρε εργατικό διαμέρισμα
Ο Πακιαπάκιας σώπασε
Τα "αδέλφια" ξανάγιναν ντέρτια
Το σκυλάκι προσθαλασσώθηκε
Για να πεθάνει στη γη
Και μόνον οι διάττοντες
Μας θυμίζουν παλιές ιστορίες

ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ


Εκείνα τα παραμύθια
Με τους καλούς και τους κακούς
Με το κορίτσι που έγινε αστέρι
Να μας οδηγεί όταν χανόμαστε στο δάσος
Με τα φωσφορίζοντα βότσαλα του Κοντορεβυθούλη
Που άνοιγαν νυχτερινές εξόδους
Σε κοπιώδεις λαβυρίνθους
Με προσωποποιημένη την αθωότητα
Στα μισάνοιχτα χείλη της κόρης
Που περίμενε, αιώνες κοιμισμένη,το φιλί
Με τον ξύλινο ανθρωπάκο-ένα νευρόσπαστο
Που ο θεός Τζεπέτο του' χε τοποθετήσει
Για έξωθεν νυχτερινή συνείδηση
Ένα γρύλο με μπαστούνι και σμόκιν
Όλα, γιατί τ'αναγνώρισα, τα ονόμασα
Προσομοιώσεις όσων 
Στα χρόνια που ακολούθησαν
Έχω ζήσει
Αργά όμως,πολύ αργά, συνέβη αυτό
Τώρα κοιτάζω μόνο μπροστά
Σ'ένα γλαυκό Επέκεινα
Που κρύβει το υπερδιάστατο Απλό
Κι Αιώνιο
Της αγαλλίασης ή της απουσίας

Πέμπτη, 14 Νοεμβρίου 2013

ΦΟΥΡΝΟΣ ΒΕΛΕΤΖΑ
Ο ηρωϊκός Κουταλιανός με τα κανόνια υπό μάλης-
Κάτω κάτιαζε μια κόκκινη κότα-
Κι η Μαργαρίτα Βασδέκη πίσω απ' το βράχο του Σαρακηνού
Να πυροβολεί, στα 1864, τους Τούρκους-
Εδώ που,στο μεσοπόλεμο,φούρνιζε ο Βελέτζας
Και σήμερα τοποθετεί βαρέλια με πετρέλαιο ο ιδιοκτήτης
Που' σαι καημένε Θεόφιλε,με το σκυλολόι πίσω σου
Και τα παιδιά με τις τσέπες γεμάτες γιουχαϊσματα
Να φτιάξεις λέοντες, να ερωτευτείς την Αρετούσα
Να σου τραβήξουν τη σκάλα κι εσύ να γελάς
Σήμερα φορούμε οι μισοί τζην και μας τραβούν
Οι ελάχιστοι με τους λαιμοδέτες
Που κι αυτούς τους σέρνουν τραπεζίτες
Αόρατοι
Σαν τον ήρωα του Χέρμπερτ Τζόρτζ Γουέλς
Ένας ζωγράφος του ονείρου και του μύθου- φουστανελάς
Θα'χε εξαιρετική θέση σε φρενοκομείο
ΤΙΠΟΤΕ
Τίποτε δεν έρχεται
Από μακρινούς γαλαξίες
Μέσα στη γλώσσα σου στροβιλίζεται
Ένα "μνήσθητι Κύριε"
Καθώς ο Χρόνος γίνεται
Ποδηλάτης
Και τα τραγούδια αρχίζουν
Να ομολογούν την ηλικία τους
Τα πάντα τότε
Γράφονται με το αίμα της καρδιάς
Και φτάνουν σε μια θάλασσα
Που διασχίζουν οι Γλυκοφιλούσες

Δεν υπάρχουν σχόλια: