Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Ποίηση Γιάννη Τσίγκρα 8

Δευτέρα, 20 Οκτωβρίου 2014

ΕΝΑ ΛΕΙΡΙ
Τώρα είμαστε αλλιώτικοι,
ξυπνούμε μέσα στα όνειρά μας,
φορούμε ένα λειρί πετεινού
και
επιβεβαιώνουμε
την
άρνηση.

Κυριακή, 19 Οκτωβρίου 2014

ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ 1960
Ονομάσαμε εκείνη την εκδρομή
"Ραψωδία λ΄της Οδύσσειας",
είχε το 612 τρίκυκλο του πατέρα και κοκορέτσι και
τη διάθεση του Τσίχλα
να προσφωνεί την Τσίχλαινα "χαλασμένη φωτοβολίδα"
και τον Προφήτη Ηλία να δέεται πάνω απ' τα κεφάλια μας,
ένα μικρό σκαντζόχοιρο
να τρέχει μέσα στο αμπέλι,στο δρόμο κάρα με πολύχρωμες
γειτονιές, να τραγουδούν τη Μαντουμπάλα,
έπεσε μια βροχή ζεστή, όσο τα χνώτα ευώδης των γερόντων,
μπροστά ο Μπουτάτας
με πατίνι.
ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΝΑ ΠΑΙΖΟΥΝ ΤΟ ΣΧΟΙΝΑΚΙ
Παίζω(ζογκλέρ) στα δάχτυλα,τις λέξεις
-τα αβγά των ποιημάτων-
μα η ψυχή τους έχει αλλού ανθίσει
σαν τη μιμόζα την αισχυντηλή,
το μη μου άπτου:
Συστέλλεται στη γη
και απλώνεται,ταυτόχρονα, ουράνιο τόξο,
να πίνουν χρώματα τα πουλιά
και τα παιδιά να παίζουν το σχοινάκι.

Σάββατο, 18 Οκτωβρίου 2014

ΚΙ ΥΠΟΚΛΙΝΕΤΑΙ
Ο θάνατος είναι ένας ευγενικός κύριος που ανοίγει
μιαν ομπρέλα,
"συγγνώμη" λέει στους περαστικούς "δεν σας πρόσεξα,
την επόμενη φορά θα με βρείτε στο περίπτερο,
θα τηλεφωνώ, ελάτε να σας κεράσω ένα παγωτό "
-κι υποκλίνεται.

Παρασκευή, 17 Οκτωβρίου 2014

ΠΩΣ ΓΡΑΦΕΤΑΙ ΕΝΑ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ
Διάβαζα λυτά έγγραφα του Δήμου, γραμμένα στην Κατοχή,
μολύβι κι άκρες ποντικοφαγωμένες,ούτε σφραγίδες,
ούτε επισημότητες, σ'ένα χαρτί οι μορφωμένοι του χωριού,
ανάμεσά τους ο τσαγκάρης παππούς, η μάνα
-βγάλαμε τα κοκαλάκια της προχτές-
δεκάχρονο παιδάκι που έπρεπε να παίρνει συσσίτιο,
άκουσα βήματα πίσω μου, μια φωνή, "ούτε χαρτί είχαν",
γύρισα το έγγραφο ανάποδα, μελάνι, καλλιγραφικά, του γραματ'κού,
ο Γιώργος Παπαδιαμάντης ήταν,ονόματα θανόντων στην ευλογιά-
μια Ιστορία μέσα στην Ιστορία,ψηφιδωτό από ονόματα,
άνθρωποι που τριγυρίζουν σε κείμενα,σαν τους παραλοϊσμένους
μετά από πυρκαγιά, όπως στους "Δαιμονισμένους", μιλούν
μόνοι,μιλούν για το άδειο τους μέλλον-
ο Ντούλιας, παρατσούκλι,μαέστρος μπροστά απ'το μαέστρο
η μπάντα των Ιταλών κατέβαινε στον Άι -Ταξιάρχη,τραγουδούσαν
"Ο σασά και τριαλό",αυτό από αφήγηση της μάνας,
ο Ντούλιας έκανε κωμικές φιγούρες,τα έγγραφα,το πίσω των εγγράφων,
κάποιος ζητάει να μη ταΐζουμε τους κομμουνιστάς στα '38
άνθρωποι, ο Θεόφιλος,ο ανάργυρος γιατρός Πορλίγκης, οι επιταγμένοι
παντοπώλες, τί να κυνηγήσουμε, καλλιέπεια κι αλήθεια,ποια είναι η αλήθεια;


Πέμπτη, 16 Οκτωβρίου 2014


ΘΥΜΗΤΑΡΙΑ
Ανεβαίνοντας με το λεωφορείο στην Πορταριά,στα 650 μέτρα,
και για να σπρώξω το σαραντάλεπτο, μετρούσα θυμητάρια-
εικοσιπέντε δεξιά και δεκαοχτώ απ'την άλλη κι έβλεπα
τις
νυχτεριδόμορφες ψυχές, να παίζουν τ'απογεύματα το "μπουφ
και βγαίνω", πλάι σε αγίους με παράταιρα ονόματα,ο Άγιος Σώζων
η Αγία Ελπίδα, τους βράχους να συνομιλούν με τα κυκλάμινα.
Οι
βράχοι πάντα ερωτεύονται τα (λόγω της ώρας) λίγο σκοτεινά
κυκλάμινα και τα κρινάκια, κάποτε ζήτησα απ'τον Μπόγκα
να φτιάξουμε ένα άλμπουμ με απογευματινά θυμητάρια,
"ανατριχιάζω στην ιδέα" μου απάντησε,"μα γιατί;"του λέω,
"ξέρεις τί είναι το τσικ μιας άγνωστής σου ψυχής,μια εκδοχή
ζωής που δεν τελειώνει, όσο τη θυμούνται,και το καντήλι
μένει αναμμένο, ούτε ύστερα, σαν φύγουνε οι άλλοι τελειώνει,
γιατί οι πέτρες και τα αραιά δέονται για εκείνη πεύκα".

ΑΝ
Αν η αρχή στέγνωνε γρήγορα
όσο το κέλυφος ενός αβγού
και το τέλος ήταν έτοιμο, γραμμένο
από το τέλος
και οι μικρές σεισοπυγίδες επινοούσαν
καινούργια αλφάβητα,
δεν θα είχαμε ανάγκη αυτής παράδοξης διεργασίας
που ονομάζουμε
ποίηση.

Τετάρτη, 15 Οκτωβρίου 2014

ΜΙΑΝ ΑΦΗΣΑ ΝΑ ΑΙΩΡΕΙΤΑΙ ΟΦΕΙΛΗ
Kύριε,
δεν είμαι ο ένας που γονάτισε στα πόδια σου,
από τη λέπρα της ψυχής του,πλέον,καθαρός.
Σ'είχα -ήμουν εκεί- ακούσει κάποτε να λες στο πλήθος
"αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν·
ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε· κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν".
Και ήθελα να πλυθώ από το βούρκο μου, να ξανανθίσει
το λουλούδι της καρδιάς μου,ένα Παράδεισο καινούργιο
να μου ανοίξεις.
Στα ζήτησα όλα και μου τα 'δωσες,
κι έφυγα με τους οχτώ, ξεχνώντας
πως ήμουνα χρεώστης,
μιαν,άφησα να αιωρείται, οφειλή.
Κύριε,
Συ, που πρόφερες το "έως και έβδομηκοντάκις επτά",
δέξου το στεναγμό μου
και την αχαριστία μου συγχώρησε.
ΤΟ ΚΡΑΚ
Λέτε να'ναι ποίηση τα εξακόσια φεγγάρια
που ταξιδεύουν στο αίμα και τα "ρόδινα χείλη"
και ο "αγέρας" που κουβαλάει Ναρκίσσους με ημερομηνία λήξης;
Ούτε καν τους τσίγκινους ανεμοδείχτες δεν τρελαίνει,
παίρνουμε ένα κλισέ,το βιδώνουμε,δεν ταιριάζει,"τα μάτια σου",
πιάνουμε άλλο,"τα μάτια μου", τί να τα κάνω, δεν τα βγάζεις;

Ποίηση είναι η πέτρα στο βουνό του Κώστα του Ψαράκη
είναι το "κρακ"
πριν
την
ελεημοσύνη.

Τρίτη, 14 Οκτωβρίου 2014

ΤΙ ΤΡΙΠΟΔΙΖΕΙ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ;
Η ποίησή μας είναι χτισμένη από μεγάλες καθαρές εικόνες
που κουβαλήσαμε στην πλάτη από παλιές ηλικίες
και οξειδωμένους αρμούς, ανάμεσά τους.
Κάποτε φυσούν οι βόρειοι άνεμοι των παλιών ονείρων,
να, κράτησα ένα χριστόψαρο για τρία δευτερόλεπτα
στην αμμουδιά των Νέων Παγασών ή ένα ακαθόριστο τραγούδι
ακούγονταν στο νησί που,σύμφωνα με τους χάρτες,έμενε ακατοίκητο.
Έβρισκα κι εγώ μιαν Υλαγιαλή στην πλατεία, βράδυ,ο αέρας έτριζε,
"τί δουλειά έκανες, όταν ζούσες;"με ρωτούσε κι απαντούσα
"νυχτερινός αποπλανητής,κάτω από αστέρια που χαμογελούν".
Α, τα όνειρα και οι σημαίες και οι μπάντες σε μια λευκή παραλία
και οι αγκαθόσποροι που ονομάζαμε κλέφτες και το χαμόγελο
της Βάσως,οι μικροί στιλβωτές της πλατείας, η ταμπέλα του προπάππου
"διαθέτωμεν υποδήματα δια νύμφας",
τί τριποδίζει τα μεσάνυχτα;

Δευτέρα, 13 Οκτωβρίου 2014

ΣΤΙΣ ΤΣΕΠΕΣ ΤΩΝ ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΩΝ
Για τα νεοκλασικά με τους φοίνικες και τους ροδώνες,
για τα προσφυγικά και τις αλάνες,όπου ακουμπούσαμε
τις φωνές μας,πλάι σε τσουκνίδες κι αγριομολόχες,
μη ψάχνετε οπουδήποτε.
Έμειναν,βέβαια, κάποιες επιγραφές,
όπως ο "Κόκορας",το τουρκικό τείχος
που άφησε άθικτο ο άστοχος Μοροζίνης,
Παλαιά Μαγαζεία,που αφανίζουν σιγά-σιγά
οι πυρκαγιές,χάνια ετοιμόρροπα, ταμπάκικα
και παλιά, πεταλωτών και σαγματοποιών, εργαστήρια,
με την πινακίδα "επιστρέφω αμέσως",για σαράντα χρόνια
κρεμασμένη στην πόρτα.
.
Η άλλη πόλη χάθηκε,βαθιά στις τσέπες των υπεργολάβων.
ΧΡΟΝΙΚΟ
Το ερωτικό ποίημα είναι ένα Χρονικό-
πρέπει να σωθείς απ'τον έρωτα
για να τον καταγράψεις.

Κυριακή, 12 Οκτωβρίου 2014

ΤΟ ΙΤΑΛΙΚΟ ΚΑΒΟΥΡΙ
Έι,έι.έι, ο Χαράλαμπος,παλαιός αγροφύλαξ
φωνάζει τις γάτες και τα εγγόνια του,
κάποτε έτρωγαν ένα σφιχτό αβγό στα τέσσερα,
σήμερα αγοράζουν μισό μάρκετ με τα ευρώπουλα-
έτσι το λέει-του γαμπρού και δυο συντάξεων.
Θα ταξιδέψει στο Επέκεινα κάποτε κι αυτός
όπως κι εμείς, όπως ο φεγγερός πριν σαράντα χρόνια
έφυγε, Παλαιός και τον έκλαψαν βουβά τα χάρτζ καναρίνια του,
γιατί να μην είναι ο καιρός ένα κόκκινο άλογο
που θα του φωνάζεις ώωωπ και θα σταματάει
όπως ο Καρατζίκος πήδαγε απ'τη σούστα του
για ν' αγοράσει ένα πακέτο σέρτικα καλαμών
για ν' αγοράσει λίγη κίτρινη απουσία, πριν
πάνω του περπατήσει το ιταλικό καβούρι.

Σάββατο, 11 Οκτωβρίου 2014

ΠΟΥ ΑΝΕΛΗΦΘΗΣΑΝ
Στις γωνίες,ανά δύο τετράγωνα σπιτιών, χωρίς περιβόλους,
υπήρχαν κοινόχρηστες τουλούμπες
του εργοστασίου Σταματόπουλου.

Έλειπαν,παντελώς,οι οιωνοσκόποι,

αν και μεγάλα άσπρα πουλιά
πετούσαν ανάμεσα στα κεφάλια μας και τους ανοιξιάτικους σωρείτες,

έλειπαν οι οιωνοσκόποι,

να μας πουν πως το χαντάκι θα κατέληγε λεωφόρος,
με τους μαύρους σκοτωμένους σκύλους του,
τα σπίτια τριώροφα,

οι άγγελοι θ'απομακρύνονταν κι εμείς θα γερνούσαμε εδώ,

γιατί κάποιος πρέπει ενίοτε να μετράει απώλειες, να συγκρατεί μνήμες
και να δακρύζει, όταν θυμάται παλιά φεγγάρια και κήπους
νυχτερινούς που ανελήφθησαν,ανεπαίσθητα.
ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΚΕΚΑΥΜΕΝΟ
Εδώ στα γκολπόστ-πέτρες με ρούχα πάνω τους, ιδρωμένα-
μπορεί και να σάλπισαν οι καρχηδόνιοι ελέφαντες,
κατά την άλωση της Δημητριάδας,σκεπτόμουν,έφηβος ακόμη,
τον καιρό
που δεν είχε κτισθεί το Πανεπιστήμιο εδώ,
με τα υπαίθρια αμφιθεατράκια, να μας ξενυχτούν όλο το βράδυ
οι φοιτητές, με τα μπαμ και τα μπουμ,
πώς το αντέχουν το μονότονο και τόσες μπύρες,
με τα καροτσάκια βγάζουν το πρωί τα νικέλινα κουτιά,
εδώ που μπήκαν οι Σαρακηνοί στην πόλη, ντυμένοι πραματευτάδες,
κατά τον Κεκαυμένο, μάλλον πρέπει να το θεωρούμε ιεροσυλία.

Πέμπτη, 9 Οκτωβρίου 2014

ΔΕΝ ΑΓΟΡΑΖΑΤΕ ΤΗ ΛΑΛΙΑ  ΕΝΟΣ ΑΗΔΟΝΙΟΥ
Μου λείπουν οι παλιές θάλασσες, τα τραγούδια που αφήσαμε μισά,
κι ένας νοτιάς ανακάτευε τα μαλλιά των κοριτσιών,
θα μπορούσες να τα πεις και νύχτα,η ποίηση έρχεται μετά κι απαιτεί
όλο απαιτεί, όνειρα μεγάλα στα οποία μπαινοβγαίνεις,
γιατί τα παράθυρά τους ξεχάστηκαν ανοιχτά,στο μεταξύ,
επινοείς ιστορίες, οφείλεις κάτι να καταθέσεις, κάτι σαν το κέρμα
που άκουγες να πέφτει στον κουμπαρά κι όταν τον σπάζατε
δεν αγοράζατε τη φωνή ενός αηδονιού κάτω απ'το φεγγάρι,
τα χρόνια ήσαν δύσκολα κι ιδρωμένα, σαν τις παλάμες του πατέρα,
δεν πετούσατε κέρμα στο πηγάδι, κάνοντας μια ευχή,
γιατί τ'άστρα έπεφταν στις μακρινές καλαμιές και δεν προλαβαίνατε,
μου λείπουν οι θάλασσες.

Τετάρτη, 8 Οκτωβρίου 2014


ΜΝΗΜΗ ΠΑΛΙΑ
Εκείνα τα χρόνια,ήλθαν κυνηγημένοι απ'την επανάσταση του Νάσερ
κι έμειναν (πάμπλουτοι στην Αίγυπτο)στο γιαπί του Νταόπουλου,
μια σιταποθήκη που, επί χούντας, έγινε σχολείο,
με την επιγραφή "Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών", πάνω απ' την πόρτα.
Τους ταΐσαμε γλάρους και μια σκοτωμένη, για το τομάρι της, αλεπουδίτσα
που ψήσαμε στη βεράντα.Τους είπαμε ότι ήταν αρνάκι-έκαναν πως το πίστεψαν.

Έχουν περάσει τόσα χρόνια κι εκείνο που θυμάμαι είναι
ότι τον πιο αδύνατο και πεινασμένο τον φωνάζανε Φαρούκ.


ΟΣΟ ΝΑ ΚΛΕΙΣΕΙΣ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΟΥ
Κι η γειτονιά ένα παλίμψηστο,οι πολυκατοικίες
μυρίζουν την κράμβη των παλιών μπαξέδων,
τη σωρό του Φιλάρετου
ακολουθεί ό,τι απέμεινε απ' το συρφετό  (ψάρευε
στα μπλόκια λαυράκια και χέλια στη Μπουρμπουλήθρα) ένα
μαύρο γατάκι, προφανώς ως εκπρόσωπος-
μόνο το γκρεμισμένο εργοστάσιο του Τζήμα απέμεινε, παλιά
άκουγες τους αργαλειούς και τις εργάτριες να συννενοούνται
με παρατεταμένα "ουυυυυυ", ανθισμένα μπουκετάκια αχλαδιάς
έπλεαν στο τέναγος του περιβόλου,
το μπουκωμένο με κοασμούς-
"ουυυυυ"
και μαζεύαμε απ'τους θάμνους τα ποκάρια κι η γιαγιά έγνεθε το μαλλί
κι η μάνα το'πλεκε, ζακετάκι, διχρωμία, ασπροπράσινο,
σπανακόρυζο το λέγαμε,"φυσάει βοριάς, φόρα το σπανακόρυζο"
κι αρνιόσουν γιατί ντρεπόσουν να πεταχτείς στη γειτόνισσα με το
σκεπασμένο πιάτο.
Κι η γειτονιά ένα φαγιούμ
με μάτια που μεγαλώνουν συνεχώς-
όσο να κλείσεις τα δικά σου.

ΓΕΜΑΤΟ ΑΣΤΡΑ ΚΙ ΑΗΔΟΝΟΛΑΛΙΕΣ
Ναι, κάποιο βράδυ θα γίνω δέντρο
για να σπουδάσω τη σιωπή των αιώνων.
Τόσα ταξίδια που δεν ξεκίνησα, περιμένοντας γυρισμούς,
περιμένοντας δικαιώσεις, τα ορθρινά πουλιά,
τους πρωινούς εργάτες, ακέφαλους μέσα στα κασκέτα τους,
φλύαρους όσον οι μαργαρίτες και οι σουγιάδες των εραστών
που μνημειώνουν τη Στιγμή, ναι μόνον αυτή υπάρχει,
γιατί το τώρα έγινε ήδη πριν
και το αύριο δεν ξέρουμε αν θα ανθίσει,
γεμάτο πτώματα στα αβαθή, με προσμονές
που φτύνουν τη ματαίωση,
όπως ένας αρσενικός ιππόκαμπος τα παιδιά του.
Ναι, κάποιο βράδυ θα γίνω δέντρο,
γεμάτο άστρα κι αηδονολαλιές.


Τρίτη, 7 Οκτωβρίου 2014

ΚΑΥΣΙΣ ΚΑΡΔΙΑΣ
Ας ανάβουν ένα κεράκι στην άκρη του δάσους
όσοι δέονται,σαν τον αββά Ισαάκ το Σύρο,
υπέρ της σωτηρίας του σύμπαντος κόσμου,
ανθρώπων και αλόγων ζώων,

ακόμη και της μετανοίας των φριχτών δαιμόνων.

Κανείς δεν είναι οριστικά χαμένος
όταν υπάρχει
αυτό που ο Άγιος ονόμαζε
καύση καρδιάς.

Δεν υπάρχουν σχόλια: