Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΙΗΣΗ.
Τρίτη, 7 Ιουνίου 2016
ΠΟΥ ΑΣΤΡΑΦΤΕ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ
Έκπληκτος άκουγα τον ζεν(κάποτε) πρεμιέ,
"το πήρα το κορίτσι"έλεγε "όχι γιατί με παρακάλαγε",
να,ήταν μια γριά, σε κοντινό θεωρείο, που σήκωσε μπαστούνι
"πάρτην,ορέ, να μη σου τσακίσω τα παϊδια".
Ήταν η μανιά του πατέρα,στα 105 χρόνια της αιωνιότητάς της,
έπιανε τη σέντρα του γηπέδου
κι εκστόμιζε τις ακριβές προστακτικές της:"Κλάδεψτουν,
τσάκστουν,βάρατουν"ένα μεσημέρι πέρασε να επιθεωρήσει τα γελάδια
κι είδε απ'τη χαραμάδα ότι ο στάβλος είχε μετατραπεί σε γραφείο.
Άνθρωποι με κατάλευκα φτερά,με επιμανίκια και ζυγαριές ακριβείας,
κάπου πήρε το μάτι και το Γιωργάκη της. Μια χήνα τινάχτηκε και τη χτύπησε
στο στήθος.Έπεσε μ'ένα ωχ κι έμεινε να κοιτάει πέρα, τη λίμνη που
άστραφτε στον ήλιο.
Έκπληκτος άκουγα τον ζεν(κάποτε) πρεμιέ,
"το πήρα το κορίτσι"έλεγε "όχι γιατί με παρακάλαγε",
να,ήταν μια γριά, σε κοντινό θεωρείο, που σήκωσε μπαστούνι
"πάρτην,ορέ, να μη σου τσακίσω τα παϊδια".
Ήταν η μανιά του πατέρα,στα 105 χρόνια της αιωνιότητάς της,
έπιανε τη σέντρα του γηπέδου
κι εκστόμιζε τις ακριβές προστακτικές της:"Κλάδεψτουν,
τσάκστουν,βάρατουν"ένα μεσημέρι πέρασε να επιθεωρήσει τα γελάδια
κι είδε απ'τη χαραμάδα ότι ο στάβλος είχε μετατραπεί σε γραφείο.
Άνθρωποι με κατάλευκα φτερά,με επιμανίκια και ζυγαριές ακριβείας,
κάπου πήρε το μάτι και το Γιωργάκη της. Μια χήνα τινάχτηκε και τη χτύπησε
στο στήθος.Έπεσε μ'ένα ωχ κι έμεινε να κοιτάει πέρα, τη λίμνη που
άστραφτε στον ήλιο.
Δευτέρα, 23 Μαΐου 2016
ΚΑΘΑΡΟ ΑΠΟ ΠΟΙΗΣΗ
Το ξέρω,αργά ή γρήγορα θα'ρθω να σας συναντήσω,
μόνο να ξεσκονίσω τα δωμάτια πρώτα απ'τις παλιές φωνές σας,
να χαϊδέψω τα τελευταία σας όνειρα, τις τελευταίες σας αφηγήσεις.
Γιατί σεις φύγατε βιαστικά,ξεχάσατε ημιτελή πράγματα και τελετουργίες,
ένα νεύμα στο φεγγάρι, το καρφιτσωμένο στο παράθυρο,μια χειρονομία,
ένα τραγουδάκι παιδικό,κάτω στο δρόμο "σας πήραμε,σας πήραμε
φλουρί κωνσταντινάτο",κατακάθια της θλίψης σ'ένα φλυτζάνι τσαγιού,
(πράγματα που με βασάνισαν,
είμαστε μαζί,ταυτόχρονα, και χώρια)λησμονήσατε
ένα κοντσέρτο για πιάνο
του Μπετόβεν,ξεχάσατε τους σταυρούς της Ανάστασης,
με τη φλόγα του λαμπριάτικου κεριού στην είσοδο,ναι με κούρασε να τα μαζεύω
όλ'αυτά,
ο επόμενος ένοικος μπορεί και να μην αγαπάει τα ίχνη,
να θέλει ένα σπίτι καθαρό από Ποίηση.
Το ξέρω,αργά ή γρήγορα θα'ρθω να σας συναντήσω,
μόνο να ξεσκονίσω τα δωμάτια πρώτα απ'τις παλιές φωνές σας,
να χαϊδέψω τα τελευταία σας όνειρα, τις τελευταίες σας αφηγήσεις.
Γιατί σεις φύγατε βιαστικά,ξεχάσατε ημιτελή πράγματα και τελετουργίες,
ένα νεύμα στο φεγγάρι, το καρφιτσωμένο στο παράθυρο,μια χειρονομία,
ένα τραγουδάκι παιδικό,κάτω στο δρόμο "σας πήραμε,σας πήραμε
φλουρί κωνσταντινάτο",κατακάθια της θλίψης σ'ένα φλυτζάνι τσαγιού,
(πράγματα που με βασάνισαν,
είμαστε μαζί,ταυτόχρονα, και χώρια)λησμονήσατε
ένα κοντσέρτο για πιάνο
του Μπετόβεν,ξεχάσατε τους σταυρούς της Ανάστασης,
με τη φλόγα του λαμπριάτικου κεριού στην είσοδο,ναι με κούρασε να τα μαζεύω
όλ'αυτά,
ο επόμενος ένοικος μπορεί και να μην αγαπάει τα ίχνη,
να θέλει ένα σπίτι καθαρό από Ποίηση.
Πέμπτη, 12 Μαΐου 2016
ΜΗΝ ΤΟ ΜΕΤΑΦΕΡΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ
Κι αν αναγνωρίσεις τον δια Χριστόν σαλόν
μην το μεταφέρεις στην αγορά,κακό θα του κάνεις.
Τόσος πόθος για ταπείνωση θα πάει χαμένος,
γέλα κι εσύ με τα καμώματά του,δώσε του αυτό που ζητάει,
την περιφρόνηση των καθώς πρέπει τρόπων,
σκίσε μαζί του το σαβουάρ βιβρ,αυτό που διδάχτηκες στην έκτη δημοτικού,
μην ακούς τους λογικούς,αυτούς που σε κατάντησαν απλό στρατιώτη,
ενώ μπορούσες να 'σαι στρατηγός.
Κι αν σε συνεπάρει η,στα μάτια του,θεία μέθη
μπορείς και να τον μιμηθείς, να κυνηγήσεις τους ίσκιους των νεφών,
να πετάξεις ψηλά το ημίψηλο και τα γάντια σου-
ο δρόμος για τον Παράδεισο δεν είναι ευθύς,
είναι ο δρόμος της άσπρης πεταλούδας και του δαρμένου σκύλου.
Τρίτη, 10 Μαΐου 2016
Δευτέρα, 9 Μαΐου 2016
ΟΙ ΑΠΟΝΤΕΣ
Κι όσο περνάει ο καιρός πληθαίνουν οι απόντες,
στη θέση τους ακινητούν μαύρα φεγγάρια,
ανοίγω τον τηλεφωνικό κατάλογο,τ'όνομά τους
βρίσκεται ακόμη εκεί,καμαρώνουν
ψάχνω παλιές ατζέντες,οι σημειώσεις τους με ξαφνιάζουν,
"Πέμπτη,ραντεβού με οδοντογιατρό", άρα υπήρξαν,
με το ίδιο ξάφνιασμα θα διαβάζουν αύριο-μεθαύριο
και τα δικά μου χειρόγραφα.Δεν αναφέρομαι στα τυπωμένα,
εκείνα τα δέχεσαι χωρίς οδυνηρήν απορία.
Μοιάζει μια αγκύλη,μια ιδιορρυθμία στην αράδα
να τους ξαναφέρνει κοντά μου,το"Σκορδάς,αντζούγες 0,50"
σ'ένα μπακαλοδέφτερο του πατέρα,με κάνει ν'ακούω τον τριγμό
του ξύλινου ποδιού του,η μάνα κρατούσε ημερολόγιο μιαν εποχή,
έρχεται και το διαβάζουμε μαζί, η Μαρία σκορπίζεται
σε σημειώσεις για ψώνια,σ'αριθμούς τηλεφώνων,σε λόγια γνωστών,
στα τραγούδια που ακούγαμε.
Κι όσο περνάει ο καιρός πληθαίνουν οι απόντες,
στη θέση τους ακινητούν μαύρα φεγγάρια,
ανοίγω τον τηλεφωνικό κατάλογο,τ'όνομά τους
βρίσκεται ακόμη εκεί,καμαρώνουν
ψάχνω παλιές ατζέντες,οι σημειώσεις τους με ξαφνιάζουν,
"Πέμπτη,ραντεβού με οδοντογιατρό", άρα υπήρξαν,
με το ίδιο ξάφνιασμα θα διαβάζουν αύριο-μεθαύριο
και τα δικά μου χειρόγραφα.Δεν αναφέρομαι στα τυπωμένα,
εκείνα τα δέχεσαι χωρίς οδυνηρήν απορία.
Μοιάζει μια αγκύλη,μια ιδιορρυθμία στην αράδα
να τους ξαναφέρνει κοντά μου,το"Σκορδάς,αντζούγες 0,50"
σ'ένα μπακαλοδέφτερο του πατέρα,με κάνει ν'ακούω τον τριγμό
του ξύλινου ποδιού του,η μάνα κρατούσε ημερολόγιο μιαν εποχή,
έρχεται και το διαβάζουμε μαζί, η Μαρία σκορπίζεται
σε σημειώσεις για ψώνια,σ'αριθμούς τηλεφώνων,σε λόγια γνωστών,
στα τραγούδια που ακούγαμε.
Κυριακή, 8 Μαΐου 2016
Ο ΚΑΡΟΛΟΣ ΟΓΛ
Οι ερμοκοπίδες
ο Άγιος Διονύσιος,επίσκοπος Παρισίων,
ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος,όπως εικονίζεται
αριστερά στο τέμπλο,
τρεις τσιγγάνοι που κουβαλούν το μπρούτζινο μπούστο
της Σοφίας Βέμπο,
ο Κάρολος Ογλ,ανταποκριτής τωνTimes
Οι ερμοκοπίδες
ο Άγιος Διονύσιος,επίσκοπος Παρισίων,
ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος,όπως εικονίζεται
αριστερά στο τέμπλο,
τρεις τσιγγάνοι που κουβαλούν το μπρούτζινο μπούστο
της Σοφίας Βέμπο,
ο Κάρολος Ογλ,ανταποκριτής τωνTimes
περπατούν την οδό των κομμένων κεφαλών.
Ο Κάρολος Όγλ έπεσε σε ενέδρα μεταξύ Πορταριάς και Μακρινίτσας,
όταν έστειλε στον Ρετζέπ Καπουδάν Πασά
το εξής σημείωμα:
"Επειδή γνωρίζω ότι θα βομβαρδίσετε τη Μακρινίτσα,
μεταβαίνω εκεί για να γλιτώσω".
όταν έστειλε στον Ρετζέπ Καπουδάν Πασά
το εξής σημείωμα:
"Επειδή γνωρίζω ότι θα βομβαρδίσετε τη Μακρινίτσα,
μεταβαίνω εκεί για να γλιτώσω".
Κυριακή, 22 Νοεμβρίου 2015
ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ
Πέρασαν τόσες νύχτες απ'τα ποιήματά μου.
Στην αρχή, τις καλοδεχόμουν,σαν τη σιγανή βροχή
που ποτίζει τα όνειρα των δέντρων.
Τους μιλούσα τρυφερά σα να'ταν παιδιά ή λουλούδια
Ύστερα πύκνωσαν
τόσο πολύ, που κόβονταν με το μαχαίρι,
οιμωγές άκουες
και φθαρμένες νότες γραμμοφώνων,στο τέλος τα πάντα
κατέληξαν ζόφος, μ'όλα τα συμπαρομαρτούντα,
με τη σιωπή, το άναστρο, το αξημέρωτο.
Δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει αυτό.
Κάποιες στιγμές,
στο κάτω-κάτω,είναι και η αιωνιότητα.
Πέρασαν τόσες νύχτες απ'τα ποιήματά μου.
Στην αρχή, τις καλοδεχόμουν,σαν τη σιγανή βροχή
που ποτίζει τα όνειρα των δέντρων.
Τους μιλούσα τρυφερά σα να'ταν παιδιά ή λουλούδια
Ύστερα πύκνωσαν
τόσο πολύ, που κόβονταν με το μαχαίρι,
οιμωγές άκουες
και φθαρμένες νότες γραμμοφώνων,στο τέλος τα πάντα
κατέληξαν ζόφος, μ'όλα τα συμπαρομαρτούντα,
με τη σιωπή, το άναστρο, το αξημέρωτο.
Δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει αυτό.
Κάποιες στιγμές,
στο κάτω-κάτω,είναι και η αιωνιότητα.
Τετάρτη, 11 Νοεμβρίου 2015
ΤΑ ΘΥΜΗΤΑΡΙΑ
Τα βράδια,οι λυπημένοι πωλητές
τυλίγουν ένα δρεπάνι φεγγαριού.
Οι ποιητές χτενίζουν,νανουρίζοντας,τη λέξη,
κι ένα μικρό κι άσημο κυκλάμινο,φυτρώνει
πλάι σε κάθε θυμητάρι.
Ένα καιρό,τις νύχτες της αγρύπνιας, μετρούσα
αυτά τα θυμητάρια, ένθεν κακείθεν του δρόμου
ώς την Πορταριά.Άλλα τα θυμόμουν κι άλλων
κραύγαζαν οι ψυχές
"είμαι κι εγώ,εδώ"-τότε είχα μπει για τα καλά
στο λαβύρινθο του μεγάλου ύπνου
Τα βράδια,οι λυπημένοι πωλητές
τυλίγουν ένα δρεπάνι φεγγαριού.
Οι ποιητές χτενίζουν,νανουρίζοντας,τη λέξη,
κι ένα μικρό κι άσημο κυκλάμινο,φυτρώνει
πλάι σε κάθε θυμητάρι.
Ένα καιρό,τις νύχτες της αγρύπνιας, μετρούσα
αυτά τα θυμητάρια, ένθεν κακείθεν του δρόμου
ώς την Πορταριά.Άλλα τα θυμόμουν κι άλλων
κραύγαζαν οι ψυχές
"είμαι κι εγώ,εδώ"-τότε είχα μπει για τα καλά
στο λαβύρινθο του μεγάλου ύπνου
Δευτέρα, 2 Νοεμβρίου 2015
Πέμπτη, 5 Φεβρουαρίου 2015
ΚΑΤΙ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΑΠΟ ΕΝΑ ΚΟΚΚΙΝΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Το ποίημα δεν γράφεται πάντα,
μπορεί
να κουρνιάσει και στη σιωπηλήν ευδία,
στο στοχασμό χωρίς μετείκασμα,
τότε που δεν συγκρατείς,
ούτε για τη στιγμή μιας Στιγμής,
τί
ακριβώς υπήρξεν αυτό που σε συνεπήρε,
μια ιδέα ή ένας άνθρωπος ή ένα κόκκινο καλοκαίρι,
έχω παρατηρήσει ότι ποιητές χαρακτηρίζονται
κυρίως
όσοι φουσκώνουν τα φεγγάρια των λέξεων,
δεν είναι ακριβώς έτσι,
ποιητές να πούμε κι όσους
σκαλίζουν μ'ένα ξινάρι, τις εύφορες ψυχές και
ζουν την ευλογία,όσους πόνεσαν κι όσους
ανακαλύπτουν το πρωί,στα σεντόνια τους,σταγόνες
από προσευχητάρια που έκλεισαν αδέξια,
ενώ στο κομοδίνο υπάρχει ακόμη ένα ποτήρι
κρύο νερό.
Σάββατο, 31 Ιανουαρίου 2015
ΘΑ 'ΜΟΥΝ ΕΞΗΝΤΑΤΡΙΩ ΧΡΟΝΩ
Γιατί ενυπνιάζομαι πάντα την άμπωτη;
Ψες,
με τη βαρκούλα που είχαμε σκαλίσει σε κορμό
φοινικιάς,
κόλλησα πάλι στο βούρκο του Παλαιού
Λιμεναρχείου,ιταλικά καβούρια με τριγύριζαν
κι έβλεπα, στη ροτόντα του Φωταερίου που δε λειτουργούσε
εδώ και χρόνια,την Άννα την Κατσικού,αυτή
που φωνάζαμε,τα παιδιά, μάγισσα, ήθελα καθαρό νερό
να κολυμπήσω, ούτε λακουβίτσα δεν υπήρχε,
άμμος και πέτρες και βούρκος,μαμουνατζήδες
έσκυβαν τραγουδώντας βαριά λαϊκά,σα να φύτευαν
κόρες από κεραμίδι,μακριά φαίνονταν ένα
ατλαζένιο πανί,αλλά όσο, πλησίαζα, απομακρύνονταν
κι ύστερα,
το 'ξερα και στον ύπνο μου,
μόλις χτυπούσε το ξυπνητήρι,θα χάνονταν τα πάντα,
κι εγώ θα'μουν
εξηντατριώ χρονώ.
Γιατί ενυπνιάζομαι πάντα την άμπωτη;
Ψες,
με τη βαρκούλα που είχαμε σκαλίσει σε κορμό
φοινικιάς,
κόλλησα πάλι στο βούρκο του Παλαιού
Λιμεναρχείου,ιταλικά καβούρια με τριγύριζαν
κι έβλεπα, στη ροτόντα του Φωταερίου που δε λειτουργούσε
εδώ και χρόνια,την Άννα την Κατσικού,αυτή
που φωνάζαμε,τα παιδιά, μάγισσα, ήθελα καθαρό νερό
να κολυμπήσω, ούτε λακουβίτσα δεν υπήρχε,
άμμος και πέτρες και βούρκος,μαμουνατζήδες
έσκυβαν τραγουδώντας βαριά λαϊκά,σα να φύτευαν
κόρες από κεραμίδι,μακριά φαίνονταν ένα
ατλαζένιο πανί,αλλά όσο, πλησίαζα, απομακρύνονταν
κι ύστερα,
το 'ξερα και στον ύπνο μου,
μόλις χτυπούσε το ξυπνητήρι,θα χάνονταν τα πάντα,
κι εγώ θα'μουν
εξηντατριώ χρονώ.
Πέμπτη, 29 Ιανουαρίου 2015
ΦΑΝΤΑΖΕΣΘΕ;
Μικρασιατών με Κουντουριώτου,πλάι στο χαλβατζίδικο,
υπάρχει ακόμη το σπίτι με το πλαίσιο μιας παλιάς ταμπέλας,
σας μιλάω για οίκημα μετασεισμικό-σχέδιο Παρασκευόπουλου,
"Αιχμαλωτίδης, ράπτης",έγραφε,κάποτε,καλλιγραφικά
κι εγώ σταματούσα,
δεν ξέρω τί με τραβούσε στα παλιά ραφεία,
ίσως το μαύρο σίδερο με τα καρβουνάκια,στην άκρη
του πεζοδρομίου ή η οσμή του μάλλινου,
ενδεχομένως και η πιθανότητα,
να γλιστρήσω σε μια δίπλα από ύφασμα
και να κοιμηθώ χίλια χρόνια,
φαντάζεσθε πόσα όνειρα θα είχα να διηγηθώ στους επιγόνους;
Μικρασιατών με Κουντουριώτου,πλάι στο χαλβατζίδικο,
υπάρχει ακόμη το σπίτι με το πλαίσιο μιας παλιάς ταμπέλας,
σας μιλάω για οίκημα μετασεισμικό-σχέδιο Παρασκευόπουλου,
"Αιχμαλωτίδης, ράπτης",έγραφε,κάποτε,καλλιγραφικά
κι εγώ σταματούσα,
δεν ξέρω τί με τραβούσε στα παλιά ραφεία,
ίσως το μαύρο σίδερο με τα καρβουνάκια,στην άκρη
του πεζοδρομίου ή η οσμή του μάλλινου,
ενδεχομένως και η πιθανότητα,
να γλιστρήσω σε μια δίπλα από ύφασμα
και να κοιμηθώ χίλια χρόνια,
φαντάζεσθε πόσα όνειρα θα είχα να διηγηθώ στους επιγόνους;
ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΛΑΙΕΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ
Θα'θελα να μουν ένα ταπεινό "μη με λησμόνει"
ανάμεσα στα γυμνά δάχτυλα αγαπημένης,
ένας λαϊκός χορός του Μπραμς,
που κυματίζει σε κρύα ευδία,
θα'θελα
ν'ασχοληθώ με την αρχιτεκτονική του ουράνιου τόξου,
ιδιαίτατα,
να σβήνω με μια πελώρια γομολάστιχα, ό,τι πληγώνει
τα μάτια μου και βέβαια ν'αποκτήσω την ικανότητα να
διατάσσω τα πετροχελίδονα "φέρτε μου πίσω τα σπίτια
με τις ρετσινολαδιές και τους νεκρούς σκύλους που
δε σταμάτησαν,εντούτοις, να γαβγίζουν,
φέρτε μου την οσμή
του κυριακάτικου στιφάδου,όταν βλέπαμε τον πατέρα να
δένει την πετσέτα κι ακούγαμε τα νέα ταλέντα του Οικονομίδη".
Θα'θελα να μουν ένα ταπεινό "μη με λησμόνει"
ανάμεσα στα γυμνά δάχτυλα αγαπημένης,
ένας λαϊκός χορός του Μπραμς,
που κυματίζει σε κρύα ευδία,
θα'θελα
ν'ασχοληθώ με την αρχιτεκτονική του ουράνιου τόξου,
ιδιαίτατα,
να σβήνω με μια πελώρια γομολάστιχα, ό,τι πληγώνει
τα μάτια μου και βέβαια ν'αποκτήσω την ικανότητα να
διατάσσω τα πετροχελίδονα "φέρτε μου πίσω τα σπίτια
με τις ρετσινολαδιές και τους νεκρούς σκύλους που
δε σταμάτησαν,εντούτοις, να γαβγίζουν,
φέρτε μου την οσμή
του κυριακάτικου στιφάδου,όταν βλέπαμε τον πατέρα να
δένει την πετσέτα κι ακούγαμε τα νέα ταλέντα του Οικονομίδη".
Τετάρτη, 28 Ιανουαρίου 2015
ΟΙ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ
Το βράδυ μας φέρνει τ'αστέρια και τις νυχτοπεταλούδες
καθώς και τα ενύπνια που διασχίζουν οι πεθαμένοι μας,
μας επισκέπτονται και τους κερνούμε καρυδάκι γλυκό,
θυμόμαστε τα παλιά(εκείνοι κοιτάζουν ανυπόμονοι τα ρολόγια)
στα μαλλιά τους κρέμονται χαλκοπράσινα
σκουλαρίκια,κάνουν παράξενες ερωτήσεις,"πού ισορροπεί ο χρόνος;",
καλό είναι να μην τους απαντήσεις γιατί οι ερωτήσεις γίνονται
δυσκολότερες, "ποια είναι η σχέση του καιρού με την αιωνιότητα;",
αν σωπάσεις χάνονται σιγά-σιγά,ορισμένοι ξεχνούν τα φτερά τους
στον καναπέ,τα προβάρεις σαν ένα ζευγάρι παντούφλες και,ξαφνικά,
καταλαβαίνεις πως σύντομα θα'σαι κι εσύ στη θέση τους,θα περάσεις
στην άλλη πλευρά του καθρέφτη,θα μπεις στο όνειρο του συντρόφου σου.
Το βράδυ μας φέρνει τ'αστέρια και τις νυχτοπεταλούδες
καθώς και τα ενύπνια που διασχίζουν οι πεθαμένοι μας,
μας επισκέπτονται και τους κερνούμε καρυδάκι γλυκό,
θυμόμαστε τα παλιά(εκείνοι κοιτάζουν ανυπόμονοι τα ρολόγια)
στα μαλλιά τους κρέμονται χαλκοπράσινα
σκουλαρίκια,κάνουν παράξενες ερωτήσεις,"πού ισορροπεί ο χρόνος;",
καλό είναι να μην τους απαντήσεις γιατί οι ερωτήσεις γίνονται
δυσκολότερες, "ποια είναι η σχέση του καιρού με την αιωνιότητα;",
αν σωπάσεις χάνονται σιγά-σιγά,ορισμένοι ξεχνούν τα φτερά τους
στον καναπέ,τα προβάρεις σαν ένα ζευγάρι παντούφλες και,ξαφνικά,
καταλαβαίνεις πως σύντομα θα'σαι κι εσύ στη θέση τους,θα περάσεις
στην άλλη πλευρά του καθρέφτη,θα μπεις στο όνειρο του συντρόφου σου.
Δευτέρα, 26 Ιανουαρίου 2015
ΕΝ ΤΗ ΚΑΡΔΙΑ
Αγαπώ τα ποιήματα που μιλούν για τρένα,
εκείνα που αγνοούν σταθμούς, βαμμένους
με το κιτρινόμαυρο χρώμα του καιρού,
τα ευπλόκαμα γυαλιστερά δέντρα του χειμώνα,
μια θάλασσα ολόγυμνη και τα κυκλάμινα των βράχων,
αγαπώ τα δακρυσμένα μάτια των αλόγων,
κι ένα μικρό
λυπημένο Χριστό,
καθώς περιμένει τη Μητέρα του
κάτω από μια χουρμαδιά,
να της μιλήσει-
εκείνη
"διετήρει πάντα τα ρήματα αυτού, εν τη καρδία αυτής".
Αγαπώ τα ποιήματα που μιλούν για τρένα,
εκείνα που αγνοούν σταθμούς, βαμμένους
με το κιτρινόμαυρο χρώμα του καιρού,
τα ευπλόκαμα γυαλιστερά δέντρα του χειμώνα,
μια θάλασσα ολόγυμνη και τα κυκλάμινα των βράχων,
αγαπώ τα δακρυσμένα μάτια των αλόγων,
κι ένα μικρό
λυπημένο Χριστό,
καθώς περιμένει τη Μητέρα του
κάτω από μια χουρμαδιά,
να της μιλήσει-
εκείνη
"διετήρει πάντα τα ρήματα αυτού, εν τη καρδία αυτής".
Σάββατο, 24 Ιανουαρίου 2015
ΣΑΝ ΝΑ ΚΑΠΝΙΖΩ ΟΥΡΑΝΟ
Για όλα τα πράγματα υπάρχει ένα τέλος,
θα σταματήσω κάποτε να γράφω,όπως σταματούμε
να παίζουμε ρώσικη ρουλέτα,
το τελευταίο ποίημα θα μείνει ημιτελές,
ως ακατόρθωτο,
θ'αφήσω το μολύβι-
απ'τα δάχτυλά μου θ'ανεβαίνει
ένα παγωμένο γαλάζιο
σαν να καπνίζω ουρανό,
παρέα με όσους μπορούν,ακόμη,να κλαίνε.
Για όλα τα πράγματα υπάρχει ένα τέλος,
θα σταματήσω κάποτε να γράφω,όπως σταματούμε
να παίζουμε ρώσικη ρουλέτα,
το τελευταίο ποίημα θα μείνει ημιτελές,
ως ακατόρθωτο,
θ'αφήσω το μολύβι-
απ'τα δάχτυλά μου θ'ανεβαίνει
ένα παγωμένο γαλάζιο
σαν να καπνίζω ουρανό,
παρέα με όσους μπορούν,ακόμη,να κλαίνε.
Παρασκευή, 23 Ιανουαρίου 2015
ΤΙ ΤΟ ΚΑΚΟ ΕΚΑΝΕ;
Τις βραδιές που ο Θωμάς ο Πολύχρονος,ο Μπαζιάνας
και οι άλλοι κανταδόροι,
στόλιζαν τις κιθάρες τους, πολύχρωμες κορδέλες,
εκείνος
τραγουδούσε,κατεβαίνοντας με τις αρβύλες τα καλντερίμια,
σαν νά ' τανε μουλάρι,τράκα-τρουκ, "αρχιφασίστεεες",
το φεγγάρι
φτερνίζονταν άηχα,"και κεφαλαιοκρατία",
αυτό το τελευταίο
το πρόφερε "κεφαλιοκρατιάαα",
ύστερα πήγαινε στο χειμωνιάτικο,με τη γάτα,
τον Πόπο,
μετρούσαν τις λίρες που είχαν στο εικόνισμα,
η μάνα μου,στον εμφύλιο, τους παρακολουθούσε,
απ'την κλειδαρότρυπα,
εγώ τον γνώρισα πολύ αργότερα.
να γυρίζει στα δάχτυλα
χαρτονομίσματα,μικροπωλητής σάπιων φιρικιών
στις λαϊκές,Κόρο τον φώναζαν,από εκείνο το
μακρόσυρτο "κεφαλαιοκρατίααα"του εμφυλίου,
αρβύλες καστανιέτες
και κορόνες,
κι έπειτα,ξαφνικά, έσβησε πάνω στον πάγκο,
"γιατί
δεν τον άφηνε ο Θεούλης",μου έλεγε τον καημό του
ο Νίκος
ο γιος του,ογδόντα χρόνων έφυγε ο Κόρος,"ας τον άφηνε
να μετράει και να τραγουδάει,τί το κακό έκανε;".
Τις βραδιές που ο Θωμάς ο Πολύχρονος,ο Μπαζιάνας
και οι άλλοι κανταδόροι,
στόλιζαν τις κιθάρες τους, πολύχρωμες κορδέλες,
εκείνος
τραγουδούσε,κατεβαίνοντας με τις αρβύλες τα καλντερίμια,
σαν νά ' τανε μουλάρι,τράκα-τρουκ, "αρχιφασίστεεες",
το φεγγάρι
φτερνίζονταν άηχα,"και κεφαλαιοκρατία",
αυτό το τελευταίο
το πρόφερε "κεφαλιοκρατιάαα",
ύστερα πήγαινε στο χειμωνιάτικο,με τη γάτα,
τον Πόπο,
μετρούσαν τις λίρες που είχαν στο εικόνισμα,
η μάνα μου,στον εμφύλιο, τους παρακολουθούσε,
απ'την κλειδαρότρυπα,
εγώ τον γνώρισα πολύ αργότερα.
να γυρίζει στα δάχτυλα
χαρτονομίσματα,μικροπωλητής σάπιων φιρικιών
στις λαϊκές,Κόρο τον φώναζαν,από εκείνο το
μακρόσυρτο "κεφαλαιοκρατίααα"του εμφυλίου,
αρβύλες καστανιέτες
και κορόνες,
κι έπειτα,ξαφνικά, έσβησε πάνω στον πάγκο,
"γιατί
δεν τον άφηνε ο Θεούλης",μου έλεγε τον καημό του
ο Νίκος
ο γιος του,ογδόντα χρόνων έφυγε ο Κόρος,"ας τον άφηνε
να μετράει και να τραγουδάει,τί το κακό έκανε;".
Πέμπτη, 22 Ιανουαρίου 2015
ΜΕ ΤΑ ΣΤΡΩΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ
Τα πουλιά,ως γνωστόν,ξεδιψούν με ουρανό,
κι αφήνουν, σε μας, το αίμα και τη μνήμη
που στάζουν,κυρίως, τα παλαιά σπίτια.
Ενίοτε,μας αφήνουν και τα ίδια τα σπίτια,
έρχονται οι κινηματογραφιστές τότε,
όσοι τυραννιούνται απ'την Ιστορία,
πιάνουν τους σβόλους του χρόνου και τους
τυλίγουν με σελιλόιντ,λένε "αυτό"-
μετά τη σεκάνς,
κοιτούν το ερείπιο και προσπαθούν ν' ανασυνθέσουν γραφίτες,
"ζήτω η ελευθ", τί να συνέβη στη συνέχεια;
Στο μεταξύ νυχτώνει,
ανάβουν οι πινακίδες των φροντιστηρίων,
μυρίζουν
οι χειμωνανθοί,
ένα ζευγάρι περπατάει κρατημένο απ'το χέρι,
με τα ταγάρια του και τα στρωτά παπούτσια.
Τα πουλιά,ως γνωστόν,ξεδιψούν με ουρανό,
κι αφήνουν, σε μας, το αίμα και τη μνήμη
που στάζουν,κυρίως, τα παλαιά σπίτια.
Ενίοτε,μας αφήνουν και τα ίδια τα σπίτια,
έρχονται οι κινηματογραφιστές τότε,
όσοι τυραννιούνται απ'την Ιστορία,
πιάνουν τους σβόλους του χρόνου και τους
τυλίγουν με σελιλόιντ,λένε "αυτό"-
μετά τη σεκάνς,
κοιτούν το ερείπιο και προσπαθούν ν' ανασυνθέσουν γραφίτες,
"ζήτω η ελευθ", τί να συνέβη στη συνέχεια;
Στο μεταξύ νυχτώνει,
ανάβουν οι πινακίδες των φροντιστηρίων,
μυρίζουν
οι χειμωνανθοί,
ένα ζευγάρι περπατάει κρατημένο απ'το χέρι,
με τα ταγάρια του και τα στρωτά παπούτσια.
Τετάρτη, 21 Ιανουαρίου 2015
ΠΟΥ ΜΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΕ
Τα όνειρα εκείνης της εποχής ήσαν ασπρόμαυρα,
οι σιωπές και τα διαλείμματα το ίδιο,οι φυστικοστραγαλάδες
και ο ταξιθέτης,η μάνα κι ο πατέρας ασπρόμαυροι, το αγιόκλημα
κι ο μηχανικός στην καμπίνα του,το φεγγάρι λευκό
και ο ουρανός πάντα μαύρος,
μόνον η μουσική είχε χρώμα,
ένα
μπλε που ιρίδιζε πότε-πότε, και βρίσκαμε σ' εκείνο το κενό,
"η συνέχεια επί της οθόνης",όλο το κόκκινο
της ζωής που μας περίμενε.
Τα όνειρα εκείνης της εποχής ήσαν ασπρόμαυρα,
οι σιωπές και τα διαλείμματα το ίδιο,οι φυστικοστραγαλάδες
και ο ταξιθέτης,η μάνα κι ο πατέρας ασπρόμαυροι, το αγιόκλημα
κι ο μηχανικός στην καμπίνα του,το φεγγάρι λευκό
και ο ουρανός πάντα μαύρος,
μόνον η μουσική είχε χρώμα,
ένα
μπλε που ιρίδιζε πότε-πότε, και βρίσκαμε σ' εκείνο το κενό,
"η συνέχεια επί της οθόνης",όλο το κόκκινο
της ζωής που μας περίμενε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου