Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Ποίηση Γιάννη Τσίγκρα 22

Πέμπτη, 13 Μαρτίου 2014

ΕΣΕΙΣ Μ' ΑΚΟΥΤΕ ΛΟΞΑ ΑΠ' ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ


Η ΦΟΔΡΑ ΤΗΣ ΤΡΑΓΙΚΗΣ ΕΙΡΩΝΕΙΑΣ

Οι ιστορίες που σας αφηγούμαι είναι νούφαρα
Που, χωρίς ρίζες, ταξιδεύουν.

Θα τις τραγουδήσω και σ'άλλους πιο κάτω.

Γι αυτό δεχτείτε κάθε τι που ακούτε
Σαν τη φόδρα της τραγικής ειρωνείας:
Ξέρω αυτό που δεν ξέρετε
Αλλ' αφορά κι εσάς κι εμένα.

Εσείς μ' αφουγκράζεσθε, λοξά, απ' το φεγγάρι
Να τραγουδώ για το θάνατο
Και τους ματωμένους καλπασμούς.

Αν είναι ανύπαρκτα αυτά οφείλουν κι οι άγγελοι
Να νυστάζουν-πράγμα ασύμβατο,
Οφείλουν τα δέντρα να υποκλίνονται

Κι ο ιππότης να συνεχίζει την παρτίδα ζατρικίου
Που άρχισε με τον δρεπανηφόρο.

Τετάρτη, 12 Μαρτίου 2014

ΑΞΕΧΑΣΤΗ ΠΑΣΧΑΛΙΑ

ΤΟ ΚΑΝΤΗΛΑΚΙ
Οι γυναίκες μάζεψαν με το φαράσι
Τα νεκρά χελιδόνια
-Μας ήρθε νωρίς η πασχαλιά κι αργά το κρύο-
Και βιαστικά γυρίζαμε τον οβελία,
Σ'ένα του γιαπιού δωμάτιο:
Ο πατέρας,ο Καραβασίλης, η Αρετή
Η γιαγιά κι η αφεντιά μου με μουστάκι-
(Ναι, εγώ είμαι πλάγια δεξιά, στη φωτογραφία).
Ήρθαν,σε λίγο, και οι νιόπαντροι της γειτονιάς-
Εξηντάρηδες
Μα δεν πήραν μεζέ, μόνον ευχήθηκαν.
Πήγαιναν ν'ανάψουν το καντηλάκι της μακαρίτισσας.
Έτσι μας είπαν.

Τρίτη, 11 Μαρτίου 2014

ΤΟΥΣ ΕΛΕΙΠΕ Ο ΜΙΤΟΣ


ΠΟΥ ΑΝΕΙΠΩΤΑ ΑΝΑΒΟΥΝΕ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

Ο Χρόνος έχει μιαν αποστολή:
Να μας τυλίξει,σα φωλιά, και να μας γοητεύσει.
Αλλοτε με τη στατικότητα της τοιχοσαύρας
Κι άλλοτε με της ηλιαχτίδας τη ροή.

Κάποτε, τον ουρανό, σαν τους διάττοντες,χωρίζει
Και στην ουρά του ευκρινώς ανάβουν
Οι ακριβοί μας οι κεκοιμημένοι.

Στα όνειρα είναι αείπλαστος,
Έτσι που να χωρεί όλο το μέλλον:
Να παίζει με σφραγίδες, όπως "μετώκησεν"
Ή"ακριβώς".Ενίοτε, "μη με λησμόνει".

Οι παλιοί φίλοι χτύπησαν
Τα χάλκινα ρόπτρα των  σπιτιών.
Και κρύφθηκαν στις δίπλες του

"Προσωρινά", μας είπαν,αλλ'εξαφανίσθηκαν.
Τους έλειπε ο μίτος και η Αριάδνη.

Τα μάτια του Καιρού
Ολόιδια ασπρίζουν γιασεμιά.

Κι ένα αγγελάκι, πλάι στο πηγάδι,
Με χείλη τόσον απαλά τα εγγίζει
Που ανείπωτα ανάβουνε τραγούδια.


Δευτέρα, 10 Μαρτίου 2014

ΚΑΙ ΞΑΝΑΓΕΜΙΖΩ ΜΕ ΠΟΛΛΑ ΩΜΕΓΑ


ΜΙΑ ΛΕΞΗ ΠΟΥ ΖΗΤΑΕΙ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΤΗΣ
Έφτασα σ' ένα τόπο με ραγισμένα λουλούδια
Με τρίλιες ασυνάρτητες
Και τον ασύρματο αποσυντονισμένο.

Δε μπορώ να καταλάβω τους ανθρώπους.

Ενδεχομένως να μη με κατανοούν κι εκείνοι.

Αλλά εγώ είμαι μια λέξη μόνο.

Δε στριμώχνομαι σε πράξεις κανονιστικές
Χωρώ σε αδιάφορες στέρνες,
Σε σωρείτες, σε βάρκες με αρχαιολόγους.
Αδειάζω όπως οι ωτομοτρίς από μοναχικούς επιβάτες
Και ξαναγεμίζω με πολλά ωμέγα όπως τα τραγούδια.
Πέρασα δάση με μεθυσμένες πεταλούδες,
Τενάγη με συστρεφόμενους γυρίνους.

Μια λέξη μόνον είμαι που ζητάει τον ουρανό της.

ΑΝΕΒΑΙΝΩ ΣΤΟ ΦΤΕΡΟ ΤΗΣ ΑΛΚΥΟΝΗΣ

Μεσημέρι καλοκαιριού.
Γεμάτο τζιτζίκια.Αλμυρά μου τα χείλη.

Τρέχω μ'ένα σακί στον ώμο- δεκάχρονος-
Κι ευτυχής που τον Ζέρδιλα πρόλαβα στα ρολά.

( Στο δρόμο της επιστροφής
Ανεβαίνω στο φτερό της αλκυόνης
Θαυμάζω τους ροφούς στα υπερθαλάσσια ψαράδικα).

Ξάφνου, το νιώθω, ο ώμος μου ελαφραίνει
Φταίνε τα κάγκελα του παλαιού Δημοτικού Θεάτρου.

Γυρίζω-
Η διπλή ξεχωρίζει γραμμή στο χωμάτινο πεζοδρόμιο
(Λευκές ράγες από ζάχαρη)
Και το σακί να κυματίζει σα σημαία.

Ιδού το ανόμημά μου:
Έπρεπε να προσέχω τις αιχμές και τα δόρατα.

Από τότε φοβούμαι τα τρένα
Με τους νεκρούς μηχανοδηγούς

Τα καλοκαίρια΄με τρομάζουν κι οι γλάροι.

Όμως τρελαίνομαι για τα γλυκά.

Πρέπει να μαζέψω όλη τη ζάχαρη
Πριν ξανακούσω, εκεί ψηλά,
Τη φωνή του πατέρα:
"Δεν πειράζει, εμείς να' μαστε καλά".

Καλοσύνη που θύμιζε χαστούκι.

Πέμπτη, 6 Μαρτίου 2014

ΣΥΛΛΟΓΗ ΑΠΟ ΘΛΙΜΜΕΝΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ


ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΟΝ ΜΟΥ
Τα νυχτερινά τραγούδια,
Όταν τ'ακούς σ' άλλες ώρες,
Φαλτσάρουν άσχημα
Όπως τα φρένα παλαιών λεωφορείων.
Τα νυχτερινά τραγούδια μοιάζουν
Σα μια φούχτα με φυστικοστράγαλα
Που πετάς ψηλά,όπως τους μπλε αστερισμούς.
Όπως τα γιασεμιά ή τα σανδάλια ευωχουμένων.

Τα νυχτερινά τραγούδια
Ερωτεύονται
Τα μεγάλα μάτια των πορτρέτων φαγιούμ.

Τρυπώνουν σε μακρινά τρένα,
Μπορούν να σου προσδιορίσουν το ακριβές χρώμα
Της ανθισμένης ροδακινιάς-μετά το σούρουπο,
Να τρυπώσουν στο όνειρο ενός αγγέλου
Μιας νυχτοπεταλούδας ή ενός αλητογράφου.

Αν πιάσετε στην απόχη σας έναν αμανέ
Παρακαλώ στείλτε τον μου σε παλιό καφεκούτι

Κάνω συλλογή από παλιές, θλιμμένες στιγμές
Από λέξεις που πεθαίνουν κάθε πρωί.















Τρίτη, 4 Μαρτίου 2014

ΚΕΡΜΑΤΑ ΞΕΝΗΣ ΚΟΥΒΕΝΤΑΣ


ΚΡΑΤΗΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΣΤΑ ΒΛΕΦΑΡΑ ΣΟΥ
Έχω φυλάξει σ' ένα παλιό συρτάρι
Όλα τα οξειδωμένα, χάλκινα,
Ακατανόητα για τους ξένους, τραγούδια.

Το βραδινό "απιτιρινούϊα", αίφνης,
Που έσπαζε τον ύπνο των ανθέων,
Που άνοιγε αργά το μάτι του τράγου,
Καθώς κυνηγούσαμε στους σκοτεινούς μπαξέδες
Μαγιάτικα αερόστατα.

Στο ίδιο συρτάρι κρατώ τα λόγια
(Κέρματα μιας απέραντης ξένης κουβέντας)
Που ακούγονταν στο διπλανό δωμάτιο
Το βράδυ του θανάτου του παππού:
-Κάτω από μια μελικοκκιά....θα'ναι αλλού...

Τις παιδικές μου προσευχές,
Απλές,σαν μια χειμερινή ευδία,

Μία μετάφραση της φρυκτωρίας που διαβάζαμε
Μεσάνυχτα, στην κορυφή του βουνού:
"Κράτησε αυτό το φεγγάρι στα βλέφαρά σου"-

Αυτό ήταν το ανθισμένο μήνυμα
Ή κάτι παρόμοιο-

Ιώδες πάντως.

ΚΑΙ ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ ΠΟΥ Τ' ΑΡΜΕΓΕΙΣ

ΠΟΤΙΣΜΕΝΑ ΜΕ ΙΔΡΩΤΑ ΚΑΙ ΚΟΚΚΙΝΟ ΚΡΑΣΙ
Προχθές τα μεσάνυχτα,
Στάθηκαν, κάτω απ'το παράθυρό μου,
Ο Τζιόρτζιο Εβαρίστο Ντε Κίρικο κι ο Μίλτος Σαχτούρης.
Τους έβλεπα κι όλας
Μέσα απ'τις ξύλινες γρίλιες.
Μιλούσαν έντονα για φωτισμένα τρένα κι άγριες λέξεις,
Για την καθαρότητα των μολυβιών Faber νο.1
Και τα δέντρα που τ' αρμέγεις κάθε πρωί
(Μέθοδος,το τελευταίο,του Ντύλαν Τόμας).
Έβρισκαν ότι τα τραγούδια βλασταίνουν
Στην άκρη μιας Άνοιξης ή ενός Αιώνα.
Και θέλουν πότισμα με ιδρώτα και κόκκινο κρασί.
Mιλούσαν και για τις παράλληλες γραμμές
Που σ'οδηγούν στην κόμη της Εκάτης,
Αν καταφέρεις πάνω τους να ισορροπήσεις
Όπως, στις ράγες, τα παιδιά και οι τρελοί παλιάτσοι.

Ενίοτε στο "πόθεν" του ενός, ο άλλος σιωπούσε
Ή τίναζε, απ το μανίκι του,τα πιο γλυκά αστέρια.

Ώσπου βαρέθηκα κι εγώ την τόση ευφροσύνη,
Πέταξα απ' το παράθυρο τη γυάλα
Με το χρυσόψαρό μου

Και συνέχισα έναν αθώο λευκόν ύπνο.

Σάββατο, 1 Μαρτίου 2014

ΚΑΙ ΝΑ ΞΥΠΝΗΣΟΥΜΕ ΣΤΟ ΦΩΣ
Δίπλωσες,Κύριε, προσεκτικά το μέλλον, σαν πετσέτα,
Έτσι που να μην επιτρέπονται οιωνοσκοπήσεις.

Έσβησαν ήδη οι γερανοί στη δύση.

Και το παρόν, μάς έμεινε στα χέρια
Όπως κομμένο αγάλματος κεφάλι
Που δε σμιλεύτηκε για να μιλάει.

Στην εποχή μάς πέταξες της δόξας
Των φρύνων,της ανεμώνης, των τρελών πουλιών.

Ώδε η σοφία εστίν:

Να κοιμηθούμε απλά και ήρεμα
Μέσα σε ανθισμένο στίχο

Και να ξυπνήσουμε στο φως.

Παρασκευή, 28 Φεβρουαρίου 2014

ΚΟΣΜΗΜΑ ΤΗΣ ΝΕΑΠΟΛΗΣ ΤΟΥ '62

ΣΤΟΥΣ ΕΦΙΑΛΤΕΣ ΦΟΡΟΥΜΕ ΠΑΝΤΟΥΦΛΕΣ

Σκαρφαλώναμε στο μαντρότοιχο με τα βρύα
Που όριζε την αυλή του εργοστασίου παγοποιίας.
Αυτοκίνητα,πίσω του, έκαναν μανούβρες,
Φορτωμένα με πάγο και χειμερινά φρούτα
Κι άκουγες των εργατών τα "έλα"και τα"κόψε"..

Κάποτε, στο μεγάλο υπόστεγο, είδαμε ένα μπαλόνι
Που άρχισε τα χαρακτηριστικά, σιγά-σιγά, να παίρνει
Του ήρωα του καραγκιόζ μπερντέ, του Μορφονιού.

Πλησίαζαν Απόκριες.
Κι είχαμε, να εκπροσωπεί τη γειτονιά μας,άρμα.

2ας Νοεμβρίου, έγινε η παρέλαση του Καρναβάλου
Χάσαμε δεκάδες-στην κοσμοπλημμύρα-σοκολάτες.

Τον καμαρώσαμε όμως το Μορφονιό μας
"Ουίιτ" να νεύει το κεφάλι.

Α,ρε κόσμημα της Νεάπολης του 1962...

Συναντηθήκαμε, καθ' ύπνους, το ίδιο βράδυ.
Τρομακτικός, μια κι είμαστε οι δυο μας τώρα.
Με κυνηγούσε-κι όπως σ' όλους τους εφιάλτες-
Φορούσα τις παντούφλες του πατέρα.

Σκέφτομαι πως από τα χρόνια εκείνα
Μου'μεινε να κοιτώ πίσω από τοίχους
Με γιασεμιά και σαύρες ωδικές
Και να σας αφηγούμαι των επέκεινα ιστορίες.






Πέμπτη, 27 Φεβρουαρίου 2014

ΕΣΒΗΣΑ ΜΕ ΓΟΜΟΛΑΣΤΙΧΑ ΤΟ ΣΤΟΧΑΣΜΟ

ΦΤΕΡΟ ΥΠΕΡΦΥΛΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ
Εκείνοι είναι που απομακρύνονται
Ή εμείς;

Πιστέψαμε σ' ένα σταθερό σημείο αναφοράς
-Τούτη την αποβάθρα-
Κι αποδείχτηκε σύννεφο.

Έτσι κι εγώ, έσβησα με γομολάστιχα το στοχασμό
Και ξανάρχισα να σας μιλώ
Για τους μικρούς νυχτερινούς κήπους,
Που κρέμονται στο λεπίδι του φεγγαριού
Με τις κλωστές ανάσες
Των πουλιών και των εντόμων.


Και μη μου θυμίζετε
Ότι αυτή δεν είναι Ποίηση αρρενωπή.

Κάθε ποίημα είναι φτερό
Υπέρφυλου αγγέλου.








Τετάρτη, 26 Φεβρουαρίου 2014

ΚΑΝΕΙ ΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ΜΑΣ ΑΝΕΜΩΝΕΣ


ΣΤΙΣ ΠΕΛΩΡΙΕΣ ΒΛΕΦΑΡΙΔΕΣ
Τραγουδούμε
Για να κρέμονται πάντοτε τα ενύπνια
Από τις πελώριες βλεφαρίδες των κοριτσιών,
Για να πληρώνεται το κενό της λύπης
Με των γαλαξιών τη μουσική.
Τραγουδούμε για να περάσουμε
Όσο πιο ανώδυνα και τρυφερά
Το θάνατο,
Το χωρισμό της θεϊκής πνοής απ'τον πηλό.
Κάθε μας ποίημα είναι μια μαύρη οπή
Που γυρίζει ανάποδα το χρόνο.
Φυτεύει στα χέρια μας φυσοκάλαμα και φούρκες
Σβούρες χρωματιστές, μισότουβλα,
Μας μαθαίνει, απ' την αρχή, αρχαία παιγνίδια
Κάνει τα δάχτυλά μας ανεμώνες
Και μικρά γαλάζια πουλιά.
Κάθε μας ποίημα είναι οβολός
Για τον βαριεστημένο βαρκάρη.
Προσωπικά, γεμίζω το τραγούδι μου με πράγματα
Ανώφελα για τους πολλούς κι ακατανόητα
Όπως γέμιζε το χαζοΦταλιώ την αυλή της
Με τενεκέδες,λάστιχα,πλαστικές
Παζαριώτικες πεταλούδες και καμινέτα
Και κατασκεύαζε μ'αυτά κάστρα και πύργους
Για τον εισβολέα.
Είχε μια λογική ο θηλυκός εκείνος Φάλσταφ
Που έκρυβε, σε τόνους λίπους,
Μια παιδική καρδιά.









Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ
Ο πατέρας έγραφε τα δικά του ποιήματα
Με μολύβι,σε μπακαλοδέφτερο:
"Χταποδάκι ξηρό,δράμια εκατό,δραχμές 1,70".
Ύστερα, οι οφειλέτες έφευγαν γι άλλες γειτονιές
Ή πετούσαν ψηλά,
Όπως τα καναρίνια του Κρεμαστά, όταν του ξέφευγαν
Κι αναπαύονταν λαχανιασμένα στις μαρκίζες.

-Γαμώτο, έλεγε αυτός.
Εμείς τον πειράζαμε:
-Αύριο θα κελαηδούν οι γάτες του Συνοικισμού
Και του κουβαλούσαμε νερό να τα καταβρέξει.

Όσοι έφευγαν άφηναν στο τραπέζι μισό εικοσπεντάρι τσίπουρο.
Το' πινε ο Αντρέας ο φωτογράφος και χόρευε τη μαντουβάλα
Για να τον μιμηθούμε εμείς, να πιάσει την πόζα.

Είχαμε,λίγα χρόνια πριν,στη βαλίτσα με τα παλιά έγγραφα
Την ποιητική συλλογή του πατέρα:
Σκορδάς 35 δρχ,ποίημα πεινασμένο
Ελένη 70 δράμια ταραμά ,νηστήσιμο
Ποίημα δανδή-Σαλονικιός, σαπούνι πράσινο και γλυκερίνη.
Κάποιο πρωί που διαβάζαμε το δεφτέρι,
Ανελήφθη κι εκείνο αργά-αργά στους ουρανούς.

Κι έτσι καταλάβαμε ότι παντού νοσταλγούν οι άνθρωποι.














Τρίτη, 25 Φεβρουαρίου 2014

Η ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΠΛΗΚΤΡΟΛΟΓΙΟΥ

ΠΡΑΣΙΝΟΙ ΠΑΠΑΓΑΛΟΙ
Τα τραγούδια μου έχουν ημερομηνία λήξης-
Ύστερα γίνονται πράσινοι παπαγάλοι,
Μ'ακουμπούν στα φτερά τους και με ταξιδεύουν.
Με φτάνουν ώς την άλλη πλευρά του πληκτρολόγιου.
Δεν ξέρω τί υπάρχει πιο πέρα.
Δεν ξέρω αν υπάρχει πιο πέρα
Και δε μ'ενδιαφέρει ένας κόσμος
Που δεν είναι γεμάτος από φως,
Όπως οι λέξεις
Που σας χαρίζω.

Δευτέρα, 24 Φεβρουαρίου 2014

ΕΙΧΕΣ ΔΙΚΙΟ, ΗΤΑΝ Ο ΑΛΝΤΕΜΠΑΡΑΝ
Kάθε βράδυ, η πόρτα χτυπάει.
Τον αναγνωρίζω αυτό τον ήχο:
Είναι ένα δειλό,τρεμουλιαστό ποίημα
Που θέλει να μου κάνει παρέα.
Του ανοίγω,καλησπερίζει, κάθεται άβολα
Στην άκρη του ντιβανιού.
Ρωτάω τ' όνομά του και κοκκινίζει,
Όπως ένα κορίτσι. Σταυρώνει τα χέρια
Στα γόνατα και μου δείχνει το παράθυρο
-Ο Αλντεμπαράν;ρωτάει
-Όχι,ο Σείριος,απαντώ.
Ύστερα σωπαίνουμε κι οι δυο.
Ξέρω ότι τα νυχτερινά ποιήματα
Αγαπούν τις σιωπές.
Αγαπούν τις μεγάλες παύσεις.
Κυρίως,θέλγονται απ' τους αποχωρισμούς.
Γι αυτό, όταν, ύστερα από λίγο,
Το ποίημα σηκώνεται απ'το ντιβάνι,
Δεν το παρακαλώ-μείνε λίγο ακόμη.
Του ανοίγω την πόρτα.
Μόνο, για να μη το πικράνω-είχες δίκιο,διορθώνω
-Ήταν ο Αλντεμπαράν το τρεμίζον άστρο.







ΣΚΑΒΟΝΤΑΣ ΒΡΙΣΚΕΙΣ ΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ

ΤΟ ΚΕΡΔΟΣ ΤΩΝ ΓΑΙΟΣΚΩΛΗΚΩΝ
Κι αν(όπως το διετύπωσε ο φίλος ποιητής)
"Ο πήχης κείτεται πλέον στο χώμα",
Ας μη ξεχνούμε των γαιοσκωλήκων την δουλειά:
Λαγούμια ανοίγουν, η γη βουλιάζει
Και το όριο το χοϊκό γίνεται απεραντοσύνη,
Έγχρωμα καταλήγει κι ανθηρά
Ουρανός.
Οι ποιητές του άτεχνου ελαχίστου
Βρίσκουνε, σκάβοντας, διαμάντια
Ό,τι οραματίσθηκαν χωρίς να αγγίξουν,
Δίχως να τα κερδίσουνε οι λεξιστές
Οι επαναστάτες των ονείρων
Που κυνηγούσαν τους κανθάρους
Θεωρώντας τους αστέρια΄
Που φορούσαν το τίποτε για κασκόλ
-Όλα έχουν ένα τρόπο να διατυπωθούν-
Ή
Όπως έλεγε ο ταπεινός παππούς μου
Αγόραζαν για φανάρια τις κωλοφωτιές.

Κυριακή, 23 Φεβρουαρίου 2014

ΑΔΕΙΑ ΟΣΟΝ Η ΣΤΙΓΜΗ
Κι απομείναμε με μιαν ανοιχτή αγκαλιά,
Απέραντη, όπως η θάλασσα
Κι άδεια
Όσον η Στιγμή.
Φάνηκαν τότε να' ρχονται
Οι παιδικοί μας φίλοι,
Με το κεφάλι κάπως γυρτό,
Κλωτσώντας ένα τενεκέ
Ή
Σφυρίζοντας,νωχελικά,χορούς του Μπραμς.
(Απρόβλεπτη εμφάνεια,
Κάτι σαν των αγαλμάτων τη ρητορεία).
Μια φούρκα στο δεξί κρατούσαν χέρι
Και στ' άλλο, κομήτη αναμμένο
Που κραύγαζε θριαμβικά:
"Γι αυτό υπάρχει ο μέγας ουρανός-

Για να βιώνετε την επανάκαμψή μας
Σε κάθε διάψευση των μενεξέδων".






Σάββατο, 22 Φεβρουαρίου 2014

ΠΟΥ ΔΙΕΥΘΕΤΕΙ ΤΟΥΣ ΓΑΛΑΞΙΕΣ


ΕΔΩ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ
Τώρα,κοντά στο τέλος,
Απ'την αφετηρία μακρυά,
Εδώ στον τόπο της γραφής,
Και της σοφίας,
Κρατάω σημειώσεις
Για το μεγάλο χέρι του Θεού
Που αστερισμούς διευθετεί και γαλαξίες.
Aκούω των γρύλων τα Ανοιξαντάρια,
Των αηδονιών τον Προοιμιακό.

Οι νύχτες σβήνουν την αυθυπαρξία
Και τραγουδούν την Ποίηση.

(Τώρα,κοντά στο τέλος,
Απ' την αφετηρία μακρυά,
Εδώ, στον τόπο της γραφής
Και της σοφίας).

Παρασκευή, 21 Φεβρουαρίου 2014

ΟΠΩΣ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΑΛΛΑΖΕ ΔΙΑΡΚΩΣ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ


ΑΛΛΙΩΣ ΘΑ ΤΟ'ΓΡΑΦΕ
Υπάρχουν ποιητές που συναντιούνται
Με την Ποίηση
-Αλλιώς θα το'γραφε ο Γκίνσπεργκ-
Όσον οι σεισοπυγίδες με τα χελιδόνια.
Κι όμως το τραγούδι είναι πάντα εκεί,
Ψάλλει το Θεό του όσον υπάρχει.
Εμείς τρελλαινόμαστε σαν τους τενεκεδένιους
Ανεμοδείχτες.
Πιάνουμε στα βραχέα των προθέσεών μας
Τα παράσιτα του μπιγκ μπαγκ
Που φτάνουν καθυστερημένα στο ραντεβού τους,
Όπως μια γυναίκα που άλλαζε συνεχώς
Στον καθρέφτη
Προσωπεία.
Όπως τα παιδιά που συζητούσαν για πεταλούδες
Ενώ άναβε ο Πολικός.

Πέμπτη, 20 Φεβρουαρίου 2014

Μ' ΕΝΑ ΠΙΑΤΟ ΡΕΒΥΘΙΑ

ΕΙΤΕ ΓΙΑ ΤΟ ΜΥΡΜΗΚΟΦΑΓΟ ΤΟΥ ΝΤΑΛΙ
Το ΄ποίημα δεν είναι ένας πολιτευτής
Που και τους ξένους τους προσφωνεί πατριώτες.
Είναι τα εύλαλα χείλη των ευσεβών-
Αναζητητέα απανταχού της γης-
Που το
Εδώ και τώρα
Προφέρουν.


Κάποτε,αίφνης, ένα ποίημα παράπεσε
Βελούδινα αποκοιμήθηκε
Στο κατάστημα υφασμάτων των αδελφών Αρβανίτη,
2ας Νοεμβρίου και Παγασών.
Και ξύπνησε μετά από δέκα χρόνια
Στο στόμα της τρελής Σαλώμης
Που,αδέσποτη, ανέβηκε στο νάρθηκα της Μεταμόρφωσης
Μ'ένα πιάτο ρεβύθια.

Γι αυτό το φωνάζω
Οι στίχοι

Είτε για την ομίχλη μιλούν
Είτε για το μηρμυκοφάγο του Νταλί
Θέλουν κράτημα τρυφερό
Όπως ένα βρέφος, ένα πουλί,ένα κυκλάμινο.














Δεν υπάρχουν σχόλια: