Τρίτη, 30 Δεκεμβρίου 2014
ΓΥΑΛΕΣ ΓΕΜΑΤΕΣ ΣΙΩΠΗ
Εκείνα τα χρόνια,
τα κορίτσια μάς πετούσαν από τα παράθυρα
τα τελευταία όνειρά τους,έμοιαζαν με γυάλες
γεμάτες με σιωπή και γυρίνους,οι τυχεροί
που έπιαναν ένα απ' αυτά,το κρεμούσαν στο λαιμό,
σα φυλαχτό,τo κρεμούσαν πλάι στις πλανόδιες
φωνές του δρόμου και το άγγιζαν να διώχνει
τούς δικούς τους φόβους, τα βράδια που τούς ήταν
απαραίτητο το κλάμα και δεν είχαν με τί.
Εκείνα τα χρόνια,
τα κορίτσια μάς πετούσαν από τα παράθυρα
τα τελευταία όνειρά τους,έμοιαζαν με γυάλες
γεμάτες με σιωπή και γυρίνους,οι τυχεροί
που έπιαναν ένα απ' αυτά,το κρεμούσαν στο λαιμό,
σα φυλαχτό,τo κρεμούσαν πλάι στις πλανόδιες
φωνές του δρόμου και το άγγιζαν να διώχνει
τούς δικούς τους φόβους, τα βράδια που τούς ήταν
απαραίτητο το κλάμα και δεν είχαν με τί.
Δευτέρα, 29 Δεκεμβρίου 2014
ΣΕ ΔΕΚΑ ΣΤΡΕΜΜΑΤΑ
Η κυρα-Στέλλα,ένα Ποτέμκιν,χωρούσε στις άβαφες
πόρτες,με το δίσκο της,εφτά χοντρές φουσκάλες το
φλιτζάνι,έλα καντάρη,φώναζαν στη Λαχαναγορά κι εμείς
δέναμε σκόρδα, με σάπιες ουρές,σε κοτσίδες, πλάι μας χαλβάς
Φαρσάλων Αγαπούλα
μόνο
κάτω από το μπετόν,βαθιά,πολύ βαθιά, έψαλλαν τα κεκραγάρια
χοροί ιεροψαλτών της ιουστινιάνειας εποχής,τους ανακάλυψαν
έτη μετά, πλάι σε πλατανοδάση με πέτρινα αηδόνια,
εκεί,
σε δέκα
όλα κι όλα,
στρέμματα.
Η κυρα-Στέλλα,ένα Ποτέμκιν,χωρούσε στις άβαφες
πόρτες,με το δίσκο της,εφτά χοντρές φουσκάλες το
φλιτζάνι,έλα καντάρη,φώναζαν στη Λαχαναγορά κι εμείς
δέναμε σκόρδα, με σάπιες ουρές,σε κοτσίδες, πλάι μας χαλβάς
Φαρσάλων Αγαπούλα
μόνο
κάτω από το μπετόν,βαθιά,πολύ βαθιά, έψαλλαν τα κεκραγάρια
χοροί ιεροψαλτών της ιουστινιάνειας εποχής,τους ανακάλυψαν
έτη μετά, πλάι σε πλατανοδάση με πέτρινα αηδόνια,
εκεί,
σε δέκα
όλα κι όλα,
στρέμματα.
ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΟΥ ΚΛΟΟΥΝ
Ποίηση δεν είναι μια σύννομη
αυτοαναφορά,
δεν γεννήθηκε η Ιστορία για μας,
ούτε κυνηγούμε με σφενδόνες
το χαμόγελο του κλόουν,
το δακρυσμένο έλλειμμα του ονείρου
ή
ένα χάος που διαστέλλεται στο στήθος.
Ο ποιητής κρατάει ψηλά μία λαμπάδα
ή
γίνεται ο ίδιος λαμπάδα,
γύρω της πεταλουδίζουν
αναρμόδιες λέξεις,
λέξεις οξείες κι ασκητικές
και μεγάλες άσπρες ιδέες.
Ποίηση δεν είναι μια σύννομη
αυτοαναφορά,
δεν γεννήθηκε η Ιστορία για μας,
ούτε κυνηγούμε με σφενδόνες
το χαμόγελο του κλόουν,
το δακρυσμένο έλλειμμα του ονείρου
ή
ένα χάος που διαστέλλεται στο στήθος.
Ο ποιητής κρατάει ψηλά μία λαμπάδα
ή
γίνεται ο ίδιος λαμπάδα,
γύρω της πεταλουδίζουν
αναρμόδιες λέξεις,
λέξεις οξείες κι ασκητικές
και μεγάλες άσπρες ιδέες.
Κυριακή, 28 Δεκεμβρίου 2014
ΑΣΠΑΖΟΝΤΑΙ ΤΟ ΙΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ
Γονάτιζε,μπροστά στα εικονίσματα και διάβαζε,
φωναχτά,την "Αμαρτωλών Σωτηρία"-
αν δεν πιστεύετε, δείτε το ως λαϊκό, κομψό κείμενο του 17ου αι.-
και
γιατί να ξεχνώ τη σφαίρα με το Λευκό Πύργο που χιόνιζε
όταν την κινούσες...
Κλαίω συχνά
γιατί στα ανέφερα όλα αυτά,
σε καιρούς που περνούσαν σαν άσπρα άλογα
σαν εωθινά πουλιά,
διαβάζονταν, όπως
απαγγέλλεται
εμμελώς
ο τεσσαρακοστός ψαλμός και οι πιστοί
ασπάζονται το ιερό βιβλίο.
Γονάτιζε,μπροστά στα εικονίσματα και διάβαζε,
φωναχτά,την "Αμαρτωλών Σωτηρία"-
αν δεν πιστεύετε, δείτε το ως λαϊκό, κομψό κείμενο του 17ου αι.-
και
γιατί να ξεχνώ τη σφαίρα με το Λευκό Πύργο που χιόνιζε
όταν την κινούσες...
Κλαίω συχνά
γιατί στα ανέφερα όλα αυτά,
σε καιρούς που περνούσαν σαν άσπρα άλογα
σαν εωθινά πουλιά,
διαβάζονταν, όπως
απαγγέλλεται
εμμελώς
ο τεσσαρακοστός ψαλμός και οι πιστοί
ασπάζονται το ιερό βιβλίο.
Σάββατο, 27 Δεκεμβρίου 2014
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ ΚΑΛΟΣΥΝΗ
Δεν αποκλείεται,σκέπτομαι, να είμαι
ο Ρασκόλνικοβ,
που γυρίζει, στην άκρη του τσεκουριού του,
ένα παιδικόν ανεμόμυλο-την ιδέα του για τη μία,
για τις,από καθαρή σύμπτωση, δύο "ψείρες,κειδά",
ο επιθεωρητής Πορφύρης αποκλείεται να'μαι,δεν παίζω
καλό σκάκι,δεν έμαθα να μπλοφάρω και,σ' ό,τι υπήρξεν
αντικείμενο μιας λαχτάρας μου,άπλωνα αμέσως το χέρι.
Έχασα,
μ'αυτούς τους άξεστους τρόπους,ανθρώπους και χρόνια,
νυχτερίδες και σκλαβάκια,
έχασα χρυσόψαρα σε νάιλον
σακούλες,
ναι τώρα που το σκέπτομαι,μετά τη μέση ηλικία έμαθα
ν'αξιώνω,
να γράφω μεγάλα ποιήματα για την απίστευτη καλοσύνη.
Παρασκευή, 26 Δεκεμβρίου 2014
ΜΟΝΟ ΤΟΤΕ
Κι ακούγονται μακρινά τραγούδια,σ'ένα νησί
που υπήρχε αχαρτογράφητο,θα κοιτάζω πλάι μου,
σαν να΄ναι να συντονισθούμε,όμως το ξέρω,έχεις γυρίσει
τον ημεροδείκτη πολλές σελίδες μπροστά,αυτό το κενό
είναι γεμάτο ίσκιους,διψασμένους για αίμα τράγου,
εκτός από εκείνον του Ελπήνορα που θυμίζει πεταλούδα,
φτιαγμένη
απόνα τίποτε,μια απουσία χρώματος και στατικότητας
κι οι άνθρωποι
κλαίνε σε πλατείες μακρινές,γιατί ο καιρός
,γιατί το μαλλί της γριάς
οι πεθαμένοι των χαρακωμάτων
τόλμησαν να παρατήσουν τα πλατανοδάση και τη βοή των αηδονιών,
να θυμηθούν τον κυρ-Νίκο και τον καρχηδόνιο ελέφαντα που μπορεί
να αξίζει όταν χάνεται-μόνο τότε.
Κι ακούγονται μακρινά τραγούδια,σ'ένα νησί
που υπήρχε αχαρτογράφητο,θα κοιτάζω πλάι μου,
σαν να΄ναι να συντονισθούμε,όμως το ξέρω,έχεις γυρίσει
τον ημεροδείκτη πολλές σελίδες μπροστά,αυτό το κενό
είναι γεμάτο ίσκιους,διψασμένους για αίμα τράγου,
εκτός από εκείνον του Ελπήνορα που θυμίζει πεταλούδα,
φτιαγμένη
απόνα τίποτε,μια απουσία χρώματος και στατικότητας
κι οι άνθρωποι
κλαίνε σε πλατείες μακρινές,γιατί ο καιρός
,γιατί το μαλλί της γριάς
οι πεθαμένοι των χαρακωμάτων
τόλμησαν να παρατήσουν τα πλατανοδάση και τη βοή των αηδονιών,
να θυμηθούν τον κυρ-Νίκο και τον καρχηδόνιο ελέφαντα που μπορεί
να αξίζει όταν χάνεται-μόνο τότε.
Τρίτη, 23 Δεκεμβρίου 2014
ΤΟ ΟΔΥΝΗΡΟ ΦΩΣ
Το ξέρω,δεν ενθουσιάζουν πάντες μου οι στίχοι,
ιδιαίτερα οι λέξεις που μιλούν
για το απόλυτο ή το κατώφλι,
το ίχνος που κατισχύει του προσώπου,
βρέχει
και πρέπει να γράψουμε για τη βροχή,
ονειρεύτηκα μια πανέμορφη
έξοδο,με βενζινάκατο του '60,σ'έναν ήλιο, σαν εκείνο
του Kλωντέλ,στον "Κλήρο του μεσημεριού",
όχι για τα τρίγωνα
και τις προδοσίες,
αλλά για το μεσημέρι,
κι αν δε φύγουμε στο
απόγειο
τί ωφελούν ο λόγος και το πάθος,
δε λέω,
μεγέθη ελληνικά, μα πάνω απ' όλα,
το
οδυνηρό
φως.
Δευτέρα, 22 Δεκεμβρίου 2014
ΠΟΙΗΜΑ ΣΤΟ ΧΙΟΝΙ
Εκεί που τελειώνει ο λόγος κι αρχίζει
μια άσπρη σιωπή,γεμάτη χιονανθρώπους,
-ναι,με το καρότο και τη σκούπα-
θα με βρεις,
εξακολουθώ να περιμένω τον χειμωνανθό
που μου'ταξες,
εντωμεταξύ αδειάζω τα έπιπλα
της καρδιάς μου,κάτι παλιές σαμπρέλες,
τα μάτια
της γάτας
στο απόλυτο σκοτάδι,άρρητα ρήματα,
μικρές
φαρέτρες,
περιμένω.
Εκεί που τελειώνει ο λόγος κι αρχίζει
μια άσπρη σιωπή,γεμάτη χιονανθρώπους,
-ναι,με το καρότο και τη σκούπα-
θα με βρεις,
εξακολουθώ να περιμένω τον χειμωνανθό
που μου'ταξες,
εντωμεταξύ αδειάζω τα έπιπλα
της καρδιάς μου,κάτι παλιές σαμπρέλες,
τα μάτια
της γάτας
στο απόλυτο σκοτάδι,άρρητα ρήματα,
μικρές
φαρέτρες,
περιμένω.
Κυριακή, 21 Δεκεμβρίου 2014
ΜΕΡΙΚΕΣ ΦΟΡΕΣ ΕΙΝΑΙ ΑΡΓΑ
Η λέξη "νύχτα" αδειάζει από φωνήεντα και σύμφωνα,
μένει μόνο του το, συμπαγές, αρχαίο σκοτάδι,
υπάρχουμε κι εμείς
κι απομακρυνόμαστε,
ποιος φεύγει
ποιος μένει,
μικρή σημασία έχει,
τα παιδιά κρεμούν τις τελευταίες φωνές στους φράχτες,
υπήρξαμε κάποτε κι εμείς παιδιά,
δεν μας έμαθε κανείς
ότι θα'ρθει ένα βράδυ αποχωρισμού,δεν το σκεφτήκαμε
οι ίδιοι, ώσπου μας το ψιθύρισε η ίδια η Άτροπος,
τροχίζοντας τα ψαλίδια της
αλλά,μερικές φορές,είναι αργά,πολύ αργά
ν'αλλάξεις ο,τιδήποτε
Η λέξη "νύχτα" αδειάζει από φωνήεντα και σύμφωνα,
μένει μόνο του το, συμπαγές, αρχαίο σκοτάδι,
υπάρχουμε κι εμείς
κι απομακρυνόμαστε,
ποιος φεύγει
ποιος μένει,
μικρή σημασία έχει,
τα παιδιά κρεμούν τις τελευταίες φωνές στους φράχτες,
υπήρξαμε κάποτε κι εμείς παιδιά,
δεν μας έμαθε κανείς
ότι θα'ρθει ένα βράδυ αποχωρισμού,δεν το σκεφτήκαμε
οι ίδιοι, ώσπου μας το ψιθύρισε η ίδια η Άτροπος,
τροχίζοντας τα ψαλίδια της
αλλά,μερικές φορές,είναι αργά,πολύ αργά
ν'αλλάξεις ο,τιδήποτε
Σάββατο, 20 Δεκεμβρίου 2014
ΠΕΡΑΣΑΝ ΤΟΣΟΙ ΙΙOΛΛΟΙ
Πέρασαν τόσοι άνθρωποι απ'αυτό το σπίτι....
Τα καλοκαιρινά βράδια,κοιτάζοντας τον Αποσπερίτη
τους μετρώ: Ο πατέρας που μ'έστελνε κάθε μεσημέρι
ν'αγοράσω ρέγκα και ρετσίνα,η μάνα σκυμμένη στη
ραπτομηχανή, η γιαγιά Χρυσάνθη με το κοπανέλι και μια κότα
στον ώμο.Η Ρούλα να ισχυρίζεται ότι, στο μαγαζί,ο μπαμπάς
πουλούσε "τσινά γαμόνια" και να χορεύει στον Αντρέα
το φωτογράφο,τσιφτετέλι.
Πέρασαν και ενοικιαστές,η σαραντάχρονη Χαρίκλεια
με τον,κατά μια εικοσαετία,νεότερο άντρα της,ο Θόδωρας
παντρεύονταν συχνά στον κάμπο κι έδινε στα συμπεθέρια
τη διεύθυνσή μας,να'ρθουν να γνωρίσουν τη μαμά του,
επαγγελματία μοδίστρα,η Χαρίκλεια είχε μια συλλογή
από καραγκούνικες τούφες μαλλιών,τη χαιρετούσαν σα
συμπεθέρα.Ήταν και τα ερωτεύσιμα μοδιστράκια της,
πέντε άλλαζε το χρόνο-πού να βρίσκονται όλοι αυτοί,
περάσατε
ο Γιώργος και συ,οι αγαπημένοι μου,με τον πρώτο μιλώ
η δική σου άηχη μουσική σε τυλίγει, σε μακρινούς γαλαξίες,
τί έμεινε εδώ,ένας γάτος που κάνει τούμπες και το παράθυρο
που, μεταξύ 10 κι 11, διασχίζει, τις θερινές ώρες,εκείνο
το αστέρι,ο Αλντεμπαράν.
Παρασκευή, 19 Δεκεμβρίου 2014
ΟΙ ΧΛΩΜΕΣ ΛΕΞΕΙΣ
Όλα τα ποιήματα είναι παυσίλυπα
κι ας μη το γνωρίζουν,δεν εννοώ μια Λούση Μπολ
για τους μελαγχολικούς,
σ'εκείνους συνιστώ ν'αφεθούν,
περίπατοι στη χειμερινή αμμουδιά και φαντασιώσεις,
ένα μπουκάλι ανάμεσα στα θαλασσόξυλα
-συνεχίστε
μόνοι παρακαλώ-
εννοώ το βράδυ
που κάθεται στο πληκτρολόγιο και,για δυο ώρες,
ξεχνάει τ'άστρα και τις σκοτούρες του,
ξεχνάει τα παραμύθια που επινόησε ενώ
τα παιδιά ζητούσαν την αλήθεια,
τους σκοτωμένους
απόνα
γιασεμί,
το χαίρε των ερώτων του,
ψέμματα,
δεν εννοώ μόνο το βράδυ,
είναι κι οι μεγάλες αποχωρήσεις
οι φίλοι που δίσταζαν να σου γυρίσουν την πλάτη,
αυτά σε κάνουν να ξεχνάς οι χλωμές λέξεις.
Όλα τα ποιήματα είναι παυσίλυπα
κι ας μη το γνωρίζουν,δεν εννοώ μια Λούση Μπολ
για τους μελαγχολικούς,
σ'εκείνους συνιστώ ν'αφεθούν,
περίπατοι στη χειμερινή αμμουδιά και φαντασιώσεις,
ένα μπουκάλι ανάμεσα στα θαλασσόξυλα
-συνεχίστε
μόνοι παρακαλώ-
εννοώ το βράδυ
που κάθεται στο πληκτρολόγιο και,για δυο ώρες,
ξεχνάει τ'άστρα και τις σκοτούρες του,
ξεχνάει τα παραμύθια που επινόησε ενώ
τα παιδιά ζητούσαν την αλήθεια,
τους σκοτωμένους
απόνα
γιασεμί,
το χαίρε των ερώτων του,
ψέμματα,
δεν εννοώ μόνο το βράδυ,
είναι κι οι μεγάλες αποχωρήσεις
οι φίλοι που δίσταζαν να σου γυρίσουν την πλάτη,
αυτά σε κάνουν να ξεχνάς οι χλωμές λέξεις.
Τετάρτη, 17 Δεκεμβρίου 2014
ΑΣ ΜΟΥ ΜΙΛΟΥΣΕΣ
Οι αστερισμοί,εκεί ψηλά, μένουν καθηλωμένοι
στις τροχιές τους,
εδώ κάτω,αναβοσβήνουν τα πολύχρωμα
χριστουγεννιάτικα φωτάκια,
νυχτερινά αναρριχώμενα,σε τοίχους και μανόλιες.
Μένουμε εσύ κι εγώ.
Κάποιος, από τους δυο, απομακρύνεται,
δεν είμαι σίγουρος ποιος,
κι οι νύχτες αδειάζουν απ'τις συλλαβές τους
μένουν πανάρχαιο,συμπαγές, σκοτάδι.
Κάποτε έγραφα για τα παιδιά που κρεμούσαν τις τελευταίες
φωνές τους στους φράχτες,
τώρα μου λείπεις εσύ,ας ήσουν κοντά μου,
κι ας μου μιλούσες,
ακατανόητα έστω,
αλλά ας μου μιλούσες.
Οι αστερισμοί,εκεί ψηλά, μένουν καθηλωμένοι
στις τροχιές τους,
εδώ κάτω,αναβοσβήνουν τα πολύχρωμα
χριστουγεννιάτικα φωτάκια,
νυχτερινά αναρριχώμενα,σε τοίχους και μανόλιες.
Μένουμε εσύ κι εγώ.
Κάποιος, από τους δυο, απομακρύνεται,
δεν είμαι σίγουρος ποιος,
κι οι νύχτες αδειάζουν απ'τις συλλαβές τους
μένουν πανάρχαιο,συμπαγές, σκοτάδι.
Κάποτε έγραφα για τα παιδιά που κρεμούσαν τις τελευταίες
φωνές τους στους φράχτες,
τώρα μου λείπεις εσύ,ας ήσουν κοντά μου,
κι ας μου μιλούσες,
ακατανόητα έστω,
αλλά ας μου μιλούσες.
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΚΙΝΗΣΙΑ
Περπατώ εις το δάσος,όταν οι λύκοι είναι εδώ,
δηλώνω κυνηγός των κακών λύκων
είτε την Κοκκινοσκουφίτσα καταβροχθίζουν είτε
τα γουρουνάκια-ένας Ρομπέν των δασών που υπερασπίζεται
την αθωότητα,υπάρχει ένα απόθεμα αθωότητας στη φύση,
κυρίως,
αλλά τί είναι αυτό,μια σφραγίδα ανάμεσα σε δύο
αντίρροπους ποταμούς,ένας στοχαστής την ανακάλυπτε στο αρχαίο
δράμα,ιδίως στην τραγωδία, έλεγε, "η αθωότητα είναι ό,τι υπάρχει
ανάμεσα στην κίνηση και την ακινησία",γι αυτό σας ομιλώ, οι λύκοι
κινούνται, τα γουρουνάκια ακινητούν, η Κοκκινοσκουφίτσα αλληθωρίζει
"πώς άλλαξε η γιαγιά μου",δε σκέφτεται ότι μια αλλαγμένη είναι
μια άλλη γιαγιά-κι εγώ στέκω ακίνητος,σα πελαργός με δίκαννο.
Έξω βρέχει και θα μπορούσα να σας μιλήσω για τη βροχή.
Περπατώ εις το δάσος,όταν οι λύκοι είναι εδώ,
δηλώνω κυνηγός των κακών λύκων
είτε την Κοκκινοσκουφίτσα καταβροχθίζουν είτε
τα γουρουνάκια-ένας Ρομπέν των δασών που υπερασπίζεται
την αθωότητα,υπάρχει ένα απόθεμα αθωότητας στη φύση,
κυρίως,
αλλά τί είναι αυτό,μια σφραγίδα ανάμεσα σε δύο
αντίρροπους ποταμούς,ένας στοχαστής την ανακάλυπτε στο αρχαίο
δράμα,ιδίως στην τραγωδία, έλεγε, "η αθωότητα είναι ό,τι υπάρχει
ανάμεσα στην κίνηση και την ακινησία",γι αυτό σας ομιλώ, οι λύκοι
κινούνται, τα γουρουνάκια ακινητούν, η Κοκκινοσκουφίτσα αλληθωρίζει
"πώς άλλαξε η γιαγιά μου",δε σκέφτεται ότι μια αλλαγμένη είναι
μια άλλη γιαγιά-κι εγώ στέκω ακίνητος,σα πελαργός με δίκαννο.
Έξω βρέχει και θα μπορούσα να σας μιλήσω για τη βροχή.
Τρίτη, 16 Δεκεμβρίου 2014
ΣΤΟ ΠΕΤΟ
Θέλω να γράψω ένα ποίημα υγρό,γεμάτο
λάμδα και ρο,γεμάτο νερόκοτες κι αλκυόνες,
με μικρούς σταυρούς που λάμπουν,κι άσπρα πουλιά
και μου βγαίνουν σκοτεινά άλογα κι ένας ύπνος βαρύς
γεμάτος απ' τα τρύπια ενύπνια της Ιφιγένειας
που αράδιαζε τα βαζάκια, με το γλυκό του κουταλιού,
στα σκαλιά της πλατείας.
Στον κάθε αγοραστή,καρφίτσωνε και μια γαρδένια στο πέτο.
Θέλω να γράψω ένα ποίημα υγρό,γεμάτο
λάμδα και ρο,γεμάτο νερόκοτες κι αλκυόνες,
με μικρούς σταυρούς που λάμπουν,κι άσπρα πουλιά
και μου βγαίνουν σκοτεινά άλογα κι ένας ύπνος βαρύς
γεμάτος απ' τα τρύπια ενύπνια της Ιφιγένειας
που αράδιαζε τα βαζάκια, με το γλυκό του κουταλιού,
στα σκαλιά της πλατείας.
Στον κάθε αγοραστή,καρφίτσωνε και μια γαρδένια στο πέτο.
ΔΕΝ ΚΑΠΝΙΣΑ ΠΟΤΕ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ
Ξύνω καλά ένα μολύβι,την άκρη του θα'πρεπε
να τη βουτώ στο αίμα της καρδιάς,δεν το
κάνω,όχι,απλώς τοποθετώ εκεί ένα λαστιχένιο κεφάλι
γελωτοποιού,
δε βαριέσαι,όλα μπορεί να ανατραπούν,ακόμη και
αυτοί που μας λείπουν έρχονται κάποιες κρύες βραδιές,
σαν αίσθηση,κυρίως,καταφθάνουν,πίνουμε ένα κονιάκ,
ύστερα τους προτείνουμε να μείνουν,αρνούνται,φεύγουν
την ώρα που λαλούν οι πετεινοί,φαίνεται ότι συναισθάνονται
πώς συντελείται η προδοσία, ο πετεινός τινάζει τα φτερά του κι
εκείνοι φεύγουν για να συνεχίσουν τον
ύπνο που τους ορίστηκε,τότε ψάχνω για το πρόσωπο του
κλόουν,συνήθως βρίσκεται στο τασάκι με τ'αποτσίγαρα,
μα εγώ δεν καπνίζω,δεν κάπνισα ποτέ στη ζωή μου.
Ξύνω καλά ένα μολύβι,την άκρη του θα'πρεπε
να τη βουτώ στο αίμα της καρδιάς,δεν το
κάνω,όχι,απλώς τοποθετώ εκεί ένα λαστιχένιο κεφάλι
γελωτοποιού,
δε βαριέσαι,όλα μπορεί να ανατραπούν,ακόμη και
αυτοί που μας λείπουν έρχονται κάποιες κρύες βραδιές,
σαν αίσθηση,κυρίως,καταφθάνουν,πίνουμε ένα κονιάκ,
ύστερα τους προτείνουμε να μείνουν,αρνούνται,φεύγουν
την ώρα που λαλούν οι πετεινοί,φαίνεται ότι συναισθάνονται
πώς συντελείται η προδοσία, ο πετεινός τινάζει τα φτερά του κι
εκείνοι φεύγουν για να συνεχίσουν τον
ύπνο που τους ορίστηκε,τότε ψάχνω για το πρόσωπο του
κλόουν,συνήθως βρίσκεται στο τασάκι με τ'αποτσίγαρα,
μα εγώ δεν καπνίζω,δεν κάπνισα ποτέ στη ζωή μου.
Δευτέρα, 15 Δεκεμβρίου 2014
ΠΟΣΟ ΜΕΓΑΛΩΣΑΝ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ
Μερικές φορές έχω την εντύπωση
πως κάποιος είναι έτοιμος να γυρίσει το πόμολο,
ψάχνω γρήγορα στα συρτάρια,βρίσκω τα πιο ωραία μου
χαμόγελα και τα προβάρω,ανοίγω ακριβή σαμπάνια,
δεν είσαι εσύ,
δεν είναι κανένας,
μια που μαζί μιλούσαμε
τέτοια ώρα,ακούγαμε το limpertango και παλιά τραγούδια,
δεν,
αλλά το πόμολο κατεβαίνει,αργά,σταθερά κι ανελέητα
και με συνέχει η αίσθηση
ότι κάτι παρέλειψα να πω,κάτι δεν πρόλαβα,σκέπτομαι
πόσο μεγάλωσαν οι νύχτες.
Μερικές φορές έχω την εντύπωση
πως κάποιος είναι έτοιμος να γυρίσει το πόμολο,
ψάχνω γρήγορα στα συρτάρια,βρίσκω τα πιο ωραία μου
χαμόγελα και τα προβάρω,ανοίγω ακριβή σαμπάνια,
δεν είσαι εσύ,
δεν είναι κανένας,
μια που μαζί μιλούσαμε
τέτοια ώρα,ακούγαμε το limpertango και παλιά τραγούδια,
δεν,
αλλά το πόμολο κατεβαίνει,αργά,σταθερά κι ανελέητα
και με συνέχει η αίσθηση
ότι κάτι παρέλειψα να πω,κάτι δεν πρόλαβα,σκέπτομαι
πόσο μεγάλωσαν οι νύχτες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου