Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Ποίηση Γιάννη Τσίγκρα 19

Πέμπτη, 15 Μαΐου 2014

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ
Κι αργά το απόγευμα, ο παππούς άνοιγε τη γκλαβανή
Και,στο κατώι,διάλεγε, από μια στοίβα σπάνιων λέξεων,
Εκείνες που του'κάνανε τη μεγαλύτερη εντύπωση.
Λέξεις, όπως "μτήδα" ή "ακουμπέτ", "ταχ'νο" ή "χιρουπλί".
Ύστερα,ψαύοντας, ανέβαινε τη σκάλα,
Έβγαινε στην αυλή και τίναζε το φορτίο του ψηλά,
Όπως πετάς ένα λουλούδι στην αγαπημένη.
Κόντρα στη βαρύτητα, οι φθόγγοι ανεβαίναν στο στερέωμα
Σαν τα μπαλόνια που αφήνουν τα παιδιά-κι ύστερα κλαίνε.
Κάπου ανάβανε, και λέγαμε "νάτα τα πρώτα αστέρια".
Οι νοικιαστάδες, τότε, έπαιρναν στο χέρι τις ζακέτες
Και κατεβαίναν τον αμαξωτό μ'ένα, στα δόντια τους, τραγούδι
Όπως κλαδάκι αθώου γιασεμιού,
Βουλιάζοντας στο πλέγμα των βαριεστημένων γρύλων.
Κι έπαιζαν τα παιδιά στο δάχτυλο τη σβούρα,
Προσέχοντας να μη στα αρχαία σκοντάψουν χρεμετίσματα.


Τετάρτη, 14 Μαΐου 2014

ΔΑΓΚΩΝΟΝΤΑΣ ΕΝΑ ΓΕΝΟΙΤΟ
Αφήσαμε στο λιβάδι με τ' ασφοδίλια
Όσους έγειραν ν'αποκοιμηθούν,
Δαγκώνοντας καρτερικά ένα "γένοιτο".

Οι υπόλοιποι γυρίσαμε στα σπίτια μας
Στον τόπο που είχαμε αφήσει μια πατρίδα

Και τον ουρανό της.

Δεν υπήρχε τίποτε απ'αυτά.

Μόνον ένα παιδί ξυπόλυτο,στο ξερό περπατούσε χώμα,
Φώναζε τον καθένα με τ'όνομά του
Κι αναρωτιόντανε γιατί λαμπύριζε
Το αγκάθινο που φορούσαμε στεφάνι.


Δευτέρα, 12 Μαΐου 2014

ΓΙΑ ΤΑ ΞΕΡΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΩΝ ΞΥΛΟΚΟΠΩΝ

ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ

Στα μεγάλα χιόνια,
Ο Νίκος ο Κρεμαστάς
Γύριζε μια σήτα ανάποδα στην αυλή,
Την ανασήκωνε,
Έριχνε ψίχουλα από κάτω
Κι έδενε το ξύλινο στήριγμά της
Με σπάγκο που έφτανε ώς το μισάνοιχτο παράθυρο.

(Πού στο καλό είχε βολέψει τη συνταγή
Για πιτσούνια με πιλάφι;).

Το σπίτι γέμιζε με κοτσύφια κι ακανθυλίδες
Σταρήθρες, σπίνους και ψαρόνια

Σφύριζαν, κάθονταν στο βουλιαγμένο του κρανίο,
Στη ράχη της καρέκλας του,
Στο ξεραμένο του το χέρι.

Τ'απογεύματα αυτός, ο, από σφαίρα του εμφυλίου,
Μισοπαράλυτος,
Μιλούσε με τα κουρνιασμένα πουλιά.

Κυρίως άκουγε
Τις ιστορίες τους για τα πετάγματά τους
Ανάμεσα από ελατοδάση,δρύες βασιλικές,πλατάνια
Και για τα ξερά τραγούδια των ξυλοκόπων.

Το πρωί τους άνοιγε την πόρτα
Κι ας του παραπονιόταν η γυναίκα του:
"Μπροστά στα μάτια σου ήταν το χαρτί-
Στο τραπέζι.
Κλείσε,σε παρακαλώ.
Κρυώνω".



ΕΝ ΤΩ ΜΝΗΣΘΗΝΑΙ
Οι παλιές γειτονιές ταξιδεύουν στη μνήμη
Σαν το ιπτάμενο χαλί του Ιζνογκούντ:
Ανάμεσα από δρομαίες τολύπες νεφών
Που προϋποθέτουν ένα ακρότατο ρυθμό μαντολίνου
-Δικαιωμένο στο επίρρημα στάγδην-
Ανάμεσα στις στέρεες αλκυόνες
Και τα άδεια πρόσωπα των χαμένων συντρόφων
Ή τις κρεμασμένες, στις ακακίες,
Νυχτερινές φωνές των παιδιών.
Και τί κρίμα να΄μαι απ'τους τελευταίους
Που θα ξαπλώσουν,ψελλίζοντας:
"Επί των ποταμών Βαβυλώνος, εκεί εκαθίσαμεν και εκλαύσαμεν".







Σάββατο, 10 Μαΐου 2014

ΚΑΙ ΝΑ ΕΥΛΟΓΕΙ
Προσεκτικά,αυτή την Άνοιξη να τη διπλώσεις
Και να τη βάλεις στο ντουλάπι.
Πρόσεξε, μη ξεχάσεις μέσα της λέξεις
Που' χει ανάγκη το στερέωμα:
Ακριβές
Και
Σπάνιες
Όσο για τον τυφλό το λευκό του μπαστούνι,
Για τη γιαγιά το κεντημένο μοιρολόι,
Για τα παιδιά μια δέσμη από παιγνίδια.

Να κλείσεις τρυφερά αυτή την εποχή
Όπως περνάς στο αυτί ένα τριαντάφυλλο,
Όπως ακουμπάς στο κομοδίνο ένα τραγούδι,
Όπως ανοίγεις το παράθυρο στη νύχτα.

Θα την απλώσουμε και πάλι
Όταν θα 'χουμε το Χριστό συνδαιτυμόνα
Τον άρτο να μας κόβει και να ευλογεί.


Παρασκευή, 9 Μαΐου 2014

ΑΚΡΙΒΑ ΚΤΕΡΙΣΜΑΤΑ
Υπάρχουν κάποιοι ποιητές που τραγουδήσαν
Όπως μυρίζει το υγρό χαμομηλάκι.
Τα χέρια τους χάιδεψαν μια τολύπη ομίχλης
Σα να 'ταν τα μαλλιά γυναίκας,
Χαμένης μέσα σε γαλάζιο όνειρο,
Που βάρυνε στη ζωή τους όσον η μουσική.
Υπάρχουν κάποιοι ποιητές
Που καταθέσανε τις λέξεις τους
Σαν να υπήρξαν ακριβά κτερίσματα.
ΝΑ Μ' ΕΥΛΟΓΗΣΕΙ
Κάποτε, ονειρεύομαι ανθρώπους που δεν γνώρισα.
Κρέμονται ράκη από λυκόφως στα μεγάλα βλέφαρά τους
Και στα μαλλιά τους ακουμπούν οι ανάσες των πουλιών:
"Καλησπέρα"-πρόθυμος πάντα ο χαιρετισμός τους.
"Είμαι κι εγώ,όπως κι εσείς, αρχαίο ποίημα
Θα 'θελα να χαθώ μια κυριακάτικην ευδία,
Ενώ θα με χειροκροτούν σα να'μουν αερόστατο
Ή του χωριού ο τρελός, με τα λυμένα του κορδόνια.
Ψάχνω κι εγώ,όπως και σεις,το μικρούλη Χριστό.
Πριν την υπέρτατη μουσική φορέσω, για μανδύα,
Να μ'ευλογήσει".



ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΑΝ ΕΚΕΙΝΑ ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ;

Κοιμάμαι, ακόμη, με λέξεις κάτω απ' το μαξιλάρι.
Λέξεις που έρχονται από χώρα μακρινή-
Αυτή που ονομάσαμε "Παιδική εν τόπω στάση".
Λέξεις που κρατούν ένα περίστροφο στον κρόταφό τους
Ή παίζουν το κρυφτό μοναχικά,
Όπως ο ήρωας του Χέρμπερτ Τζόρτζ Γουέλς
Όταν έτρεχε στο δωμάτιο φωνάζοντας "πού είμαι;"
Κι εγώ έβλεπα απ' το παράθυρο τη χελώνα
Και την ανθισμένη ροδακινιά.
Έβλεπα τα πορτρέτα όσων υπήρξαν
Όταν, όπως ένα "θα", δίπλωνα τα φτερά μου.
Μύστακες και μαντίλια-τί απέγιναν εκείνα τα σπίτια;


Πέμπτη, 8 Μαΐου 2014


ΤΗ ΔΡΟΣΟΥΛΑ ΠΟΥ ΘΑ ΣΤΑΞΕΙ
Φυτέψτε αυτό το στίχο σε νυχτερινό ουρανό.
Θα'ρθουν οι φωτεινοί του άγγελοι
Να σκαλίσουν την απέραντη βραγιά του.
Θα' ρθουν τα περιστέρια του πρωινού
Να πιούνε τη δροσούλα που θα στάξει.


ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΔΕΙΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ
Ο τελευταίος, πριν πεθάνει, γίνεται δολοπλόκος:
"Εδώ παππάς, εκεί παππάς

Πού βρίσκεται
Το ποίημα;".

Ζογκλερισμοί,ημίφως,τ'αστέρια-τεθνεώτες γαλακτοπώλαι.

Και μία έκλειψη σαν εκείνη του Αντονιόνι.

Μου λεν
Να γράψω για τον έρωτα.

Τον έρωτα τον κλέψαν
Τα πετροχελίδονα,
Οι φαύνοι
Και μια μικρή αλεπού που την ταΐζαμε στο στόμα,
Ψωμί και κρέας.

Ο τελευταίος,πριν πεθάνει,χρεμετίζει
Φύσημα γεμάτο γιασεμιά.

Είναι ο Χείρων,ο Φόλος,ο Δρύαλος;
Είναι η απορία;
Το ποίημα είναι;


Τετάρτη, 7 Μαΐου 2014

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΕΤΕΡ ΧΑΝΤΚΕ


ΣΤΑ ΕΝΤΕΚΑ ΒΗΜΑΤΑ ΣΤΗΜΕΝΗ Η ΜΠΑΛΑ
Βρήκε σ' ένα μοτέλ, στην Καλιφόρνια
Το τζου-μποξ με τους τάφους
Των τραγουδιών που χόρευαν μαζί μας
Στις παλιές εκδρομές,
Που έπιναν νερό με τις χούφτες μας
Ενώ, στον πάνω όχθο,
Κελάριζε, αόρατο, ένα πνιγμένο κατσίκι
Και τα πλατανόφυλλα μύριζαν φρέσκο ψωμί.
Ο Πέτερ Χάντκε
Είχε ήδη σκιές δασών στο μπλοκάκι του
Ένα Κινέζο που υπέφερε
Όλα τα δέντρα με το όνομα Αλίκη
Και τον αγχώδη του τερματοφύλακα.

Τρίτη, 6 Μαΐου 2014

Η ΑΝΟΙΞΗ ΑΥΤΟΚΤΟΝΕΙ ΤΙΣ ΝΥΧΤΕΣ


ΣΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ ΤΙΣ ΑΚΡΕΣ
Αδιαφιλονίκητα, η Άνοιξη αυτοκτονεί τις νύχτες,
Πριν μπούμε στις στοές των ανοιξανταρίων
Κι ο άγγελός μας, μάς κρεμάσει όνειρα ακριβά,
Στις άκρες των βλεφάρων,
Αργά ν'ανοίγουν
Όπως στα πεζοδρόμια τα νυχτολούλουδα,
Λίγο πριν μας τραβήξει ο ύπνος το σεντόνι
(Θάλασσα που σκεπάζει αστερίες και κοχύλια).

Χάνεται η Άνοιξη, με τ'άστρα που μυρίζουν νεραντζάνθι,
Και των παιδιών απομένουν τα νυχτερινά τραγούδια
Στου φεγγαριού κρεμάμενα τις άκρες.

Η Άνοιξη κάθε πρωί ανασταίνεται
Με το φως το μεθυσμένο
Κι ένα γιορντάνι φοράει από τιτιβίσματα.





Δευτέρα, 5 Μαΐου 2014

ΣΗΜΕΡΑ ΠΗΡΑ ΔΕΚΑ
Στο πουθενά και το ποτέ ανάμεσα
Ένας καιρός βρεγμένος-
Χρόνος για να ξεχνάς τη λήθη.

Εδώ φυτρώνει η μια πλευρά της ίριδας
Την άλλη δαγκώνει η γυναίκα με τα μαύρα
Σαν ένα μαρς με χάλκινα
Που τινάζει αποχαιρετιστήρια μαντίλια
Κι ένα "ως ευ παρέστης".

Στον κόσμο αυτό δεν λείπουν οι εκλείψεις
Σπίτια που μικραίνουν,
Όπως οι λιπόθυμες σβήνουν πυγολαμπίδες,

Μια θάλασσα που βρέχει τ' όνομά της από μέσα.

Τα παιδιά
Που ακουμπούν στα χέρια σου ένα μικρόν αέρα
Και λεν "σήμερα πήρα δέκα".

ΣΙΩΠΗΛΟ ΑΛΩΝΙ

Η ΜΟΥΣΙΚΗ
Η γυναίκα με τα μάτια στο χρώμα του κυκλάμινου
Κοσκινίζει τ'αστέρια
Μήπως της απομείνει λίγο φως,
Να το προσφέρει στον τυφλό της γωνιάς
Με τη φυσαρμόνικα,
Που παρατείνει τη ζωή μας
Όσο ένα φριχτό πεταλούδισμα στην κλειστή παλάμη.

Τη μουσική που περισσεύει, τη μαζεύουν οι άγγελοι
Ή γεμίζουν μ'αυτή τις τσέπες τους τα παιδιά
Και την πετούν με φούρκες στα πουλιά:

Τα τελευταία,εκτός από το φως
-Που τα κάνει οδοδείχτες για τον προορισμό μας,
Τον Ουρανό-
Είναι φτιαγμένα από ηδύμολπες σονάτες του Μπετόβεν
Από καρίνες πλοίων, στους χορούς του Μπραμς

Και το σιωπηλό αλώνι κάποιων ποιημάτων.


Σάββατο, 3 Μαΐου 2014


ΑΝΑΒΩ Τ'ΑΣΤΡΑ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ

Έπιασα το ποίημα από τη μια του άκρη, τίναξα τη σκόνη των διαττόντων
Και τις ζαλισμένες λέξεις που, κολλημένες επάνω του, φώναζαν
"Ταξί..ταξί..".
Ύστερα το τοποθέτησα κάτω απ' το μαξιλάρι μου,
Εκεί που περιμένουν τη σειρά τους τα διαυγή μου όνειρα.
Πλάι στους σκοτωμένους δράκους των παραμυθιών,
Τους αγγέλους
Και τις αρχαίες σοκολάτες του πατέρα.
"Τί κάνεις;",με ρώτησε η γυναίκα μου.
"Ανάβω τ'άστρα στην πατρίδα μου", της απάντησα.



Παρασκευή, 2 Μαΐου 2014

ΑΦΑΙΡΕΣΗ
Κι όμως, αν το καλοσκεφτείς,
Η Ποίηση-
Οιονεί-
Αποτελεί
Μια συνεχήν αφαίρεση.

Τα πάντα αποχωρούν,
Με ευδιάκριτη υπόκλιση:

Τα σπασμένα φώτα της απέναντι ακτής,
Η σκακιέρα των αστεριών,
Ο Λαμπαδίας των ποιημάτων,
Το μπλε φεγγάρι που αναζητήσαμε
Πάνω απ'τους αμμόλοφους.

Ακόμη και ο θάνατός μας
Από άλλους
Θα καταγραφεί.




ΛΑΪΚΑ
"Tί να γίνεται μ' εκείνο το σκυλάκι;".

Ξυπόλητη κι αχτένιστη
Ρωτούσε τους περαστικούς
Κι έδειχνε το στερέωμα.

Την ονομάσαμε "Λάικα".

Εκείνο το σκυλάκι, φυσικά,θάφτηκε
Στη μεγάλη πατρίδα των προλετάριων-
Ίσως με τιμές αρχηγού κράτους.

Από εκείνη
Απέμειναν δυο τσίγκοι της παράγκας της
Ντυμένοι με φύλλα του Ντομινό
Να στάζουνε τις νύχτες
Την τρυφερή της έγνοια.

Πέμπτη, 1 Μαΐου 2014

ΕΝΑ ΠΕΘΑΜΕΝΟ ΤΖΙΤΖΙΚΙ




ΑΠΟ ΦΩΣ,ΘΟΡΥΒΟ,ΠΟΥΛΙΑ ΚΑΙ ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ
Συνήθως, ο χρόνος έρχεται στα όνειρά μου,
Με ύφος παιδιού που έχασε ένα άλογο ή ένα πύργο.
Κρατάει ήχους καμπάνας στο ένα χέρι
Κι ένα πεθαμένο τζιτζίκι στο άλλο.
"Ήλθες να μ'αποχαιρετήσεις;" τον ρωτώ.
Τότε εκείνος στρέφει το βλέμμα
Στο σκοτεινό ουρανό.
Μετράει τις κινήσεις των άστρων
Ή προσπαθεί να διακρίνει ένα νεύμα;
Ξυπνώ πριν μου απαντήσει.
Πετάγομαι απ' το κρεββάτι κι ανοίγω το παράθυρο,
Να γεμίσει το δωμάτιο
Από φως, θόρυβο, πουλιά και πεταλούδες.

Τετάρτη, 30 Απριλίου 2014

ΣΗΜΑΔΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ


ΜΕΣΙΣΤΙΕΣ, ΠΕΡΙΠΟΥ, ΣΗΜΑΙΕΣ
Κι έτσι, πέρασαν τα χρόνια,
Σαν τους γλεντοκόπους με τα κάρα
Που, κρατώντας πολύχρωμα αλεξιβρόχια
Ή-κατά τα μερομήνια-παρασόλια,
Τραγουδούσαν τον "Χαραλάμπη".

Οι χωματόδρομοι έγιναν λεωφόροι.

Και κανένας δε μπορεί να πει με σιγουριά
Αν τα αγγελτήρια των στύλων
(Μεσίστιες, περίπου, σημαίες)
Αφορούν εκείνους που έστειλαν κάποτε
Στο χαρταετό, με ροδέλα, την παιδική τους καρδιά.

Το μόνο που απομένει σε μια λεωφόρο
Απ'τον καιρό που υπήρξε χωματόδρομος,
Είναι η ίδια θέση των αστερισμών
Και μια νυχτερίδα, γρήγορη σαν τη σκέψη:
Κάποτε κυνηγούσε πεταλούδες στα mirabilis,
Σήμερα σημαδεύει,από ανοιχτά παράθυρα,
Καθρέφτες χωρίς είδωλα-σημάδια του Καιρού.






Τρίτη, 29 Απριλίου 2014

ΑΥΤΗ Η ΣΠΙΘΑ




ΝΑ ΑΦΟΥΓΚΡΑΖΕΤΑΙ ΤΟΝ ΚΟΑΣΜΟ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ
Αυτή η σπίθα περιφέρονταν
Ανέλαιος κι ανέστια.
Την τοποθέτησα σ'ένα σπιρτόκουτο
Σα νά 'τανε το δόντι της Ταρσώς,
Της δια Χριστόν σαλής.
Κι έκτοτε την περιφέρω στην Αγορά
Το βουερό της κοασμό να αφουγκράζεται,

Να,ευχομένη,ζωηρεύει.





Δεν υπάρχουν σχόλια: