Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Ποίηση Γιάννη Τσίγκρα 4

Δευτέρα, 15 Δεκεμβρίου 2014

ΑΣ ΔΕΕΤΑΙ ΤΟ ΑΞΗΜΕΡΩΤΟ
Ευλαμπία είναι ένα όνομα
που μπορεί να φανεί σκοτεινή παλάμη
στον άσπρο τοίχο,αν περάσει γύρω από ένα γλόμπο,
ίσως ο θάνατος δε θα έπρεπε να χλιμιντρίζει στα κείμενά μας
τόσο συχνά
κι η νυχτοπεταλούδα ας δέεται
το αξημέρωτο,

το φως θα'ρθει, με τις θάλασσες και τ'ανθισμένα του
δέντρα και τις φωνές των παιδιών στα λιβάδια.

Κυριακή, 14 Δεκεμβρίου 2014

ΑΛΗΤΟΓΡΑΦΟΙ
Έξω, διψούσαν τα σκυλιά με τα κίτρινα μάτια
κι εγώ,διαβάζοντας στα πλακάκια της εισόδου
τον Χάμσουν,α, δε σας σύστησα,Υλαγιαλή είναι
κάθε κορίτσι που εξιδανικεύουμε,μετουσιώνει τα
κόκκινα όνειρά μας σ'ένα "...μέρα"και το μολύβι
σαλιώνεται και το δοκίμιο τελειώνει.
Απλήρωτο.
Έξω περνούσαν τα κάρα,ύστερα έμαθα ότι κι ο
Κέρουακ έγραψε σε ρολό υγείας-αγάπησα όλους
τους αλητογράφους και,επιπλέον, τον μοναχό που
έγραφε εκ δεξιών,να προσφέρουμε στον κόσμο,
"Οι περιπέτειες ενός αγνώστου ασκητού",για την
αδιάλλειπτη προσευχή, έγραφε,
το προσευχητέον ή αναπνευστέον.
Την Υλαγιαλή, πάντως, τη γνώρισα στα ασπρόμαυρα
πλακάκια της κουζίνας,στο σπίτι της θείας Άρτεμης,
τότε που από την Αναλήψεως περνούσαν αραιά οχήματα,
ό,τι κουμάσι και να κατέληξε, ο Χάμσουν, μου πρόσφερε
το στερημένο μου, μια ζωή,ταξίδι:
"Κι είδα τη Χριστιάνια
ν'απομακρύνεται",
κόμπος είχε γίνει το μολύβι-απλήρωτα.
τα κείμενα.




Σάββατο, 13 Δεκεμβρίου 2014

ΕΝ ΕΣΟΠΤΡΩ ΚΙ ΑΙΝΙΓΜΑΤΙ
Κι ό,τι βλέπουμε μέσα σε ραγισμένους καθρέφτες
κι ακούμε σαν ακατανόητους γρίφους,
θα το λούσει ένα φως απλό,
γεμάτο από τραγούδια
ή,
όπως έλεγε η "κορασίς"
του κυρ Αλέξανδρου,
"τραγούδια του Θεού".

Και τώρα "ορθρίζουν εκ νυκτός" τα πουλιά
κι αυτό είναι το τέλος της ακολουθίας ,η Δοξολογία.

Τα πουλιά έχουν διαβάσει
τον Συμεώνα,τον Νέο Θεολόγο
και τραγουδούν τους Θείους Έρωτές του.

Παρασκευή, 12 Δεκεμβρίου 2014

ΠΑΥΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΡΓΟ
Παράξενο.Δε βαραίνουν τα κείμενα,οι λέξεις
αλλ'ό,τι μορφοποίησε ο πήλινος χρόνος και οι άνθρωποι
με τους αρμούς
και τα ματσακόνια της σιωπής,
ιδιαίτερα όταν υπογράφεται με τρεμάμενα χέρια,
γιατί, ανάμεσα στην πληροφορία και το τίποτε,
αναδεύεται η κόμπρα του ποιήματος,
που είναι
ό,τι δεν μπορείς
να ορίσεις-
στην περίπτωση ορισμού του
θα το περιόριζες,θα του'κοβες μιαν ελεύθερη
ανάσα,
κι ό,τι δεν είναι ελεύθερο,
παύει να είναι ανθρώπινο έργο.

Τετάρτη, 10 Δεκεμβρίου 2014

ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ
Με τον Αλέκο τον Τσαλούχα παίζαμε τα αυτοκίνητα,
ένα τιμόνι,το καπάκι τυροτενεκέ-τώρα εκείνος συνεχίζει με
τη μοτοσυκλέτα του,κι εγώ
θάλλω
ως ωραίο δέντρο.
Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΣΤΙΞΗ
Τα ποιήματα μικραίνουν,
γίνονται λέξεις που ανεβοκατεβαίνουν, όπως
οι ναυτίλοι,απ'την αράδα σ'ένα μέρος της καρδιάς,
αυθαιρέτως το ονομάζω_ή,εν πάση περιπτώσει,-ή
"μεγάλο διαιρέτη",τα ποιήματα ήσαν τρύπιες, ξινές καραμέλες,
μικραίνουν ώς τη δική μου στίξη,την τελεία, που σχεδόν αγνοώ,
γιατί καμιά πρόταση δεν ολοκληρώνεται,πριν καταλήξει
μουσική,κι η μουσική ακολουθείται από εφτά_ή-κι εν πάση
περιπτώσει τίποτε δεν υπάρχει τόσο στρογγυλό ώστε
να το δει ένα παιδάκι και να πει: "να η μαμά μου".

Κυριακή, 7 Δεκεμβρίου 2014




IΣΩΣ
Να φυτεύετε τις παλαιές σας φωνές,
κομμάτια από βραδινά παιγνίδια,
ίσως,κάποτε,φυτρώσουν ξανά.

ΚΑΠΟΤΕ
Κάποτε η νύχτα μου'φερνε τους πεθαμένους,
τώρα μου παίρνει εσένα.
ΤΕΛΟΣ ΕΠΟΧΗΣ
Κι ο Τσιγκιτσάγκας,με το καβούρι να'χει κάνει
ιππόδρομο το στομάχι του,τράβηξε την πόρτα
μιας εποχής,δοκίμασε το πόμολο, να δει αν έκλεισε καλά,
κι απομακρύνθηκε-ήγουν την έκανε, με μεγάλα βήματα-
υπήρξεν ο τελευταίος μαχαλόμαγκας,όταν εμείς οι φλώροι,
σιχτιρισμένη γενιά των σίξτις,προσφέραμε στις επισκέψεις,
ένα βερμούτ που'κανε το γύρο της πόλης,
εκείνοι σου έστριβαν
τσιγαριλίκι,μπροστά σου,το δώρο δε δωρίζεται,έπρεπε ή να το
αρνηθείς ευγενικά, "ευχαριστώ,ρε μαλάκα,δεν πίνω μαύρη" ή
να το καπνίσεις-όχι να το δωρίσεις για να καταλήξει στον
που στο πρόσφερε-υπάρχουν,βέβαια, στις παρυφές,
όξω απ'την εποχή
υπάρχουν(σας μίλησα γενικά, άλλοτε)κάτι παλιοί καντάρηδες
της λαχαναγοράς,καροτσέρηδες, λοτατζήδες,κάποιοι που
περπατούν και κοιτούν τα μπράτσα τους,απόμαχοι
φορτοεκφορτωτές,αλλά η εποχή έκλεισε με τον Τσιγκιτσάγκα.




Σάββατο, 6 Δεκεμβρίου 2014

ΠΙΚΡΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ
Kάθε φορά που σου μιλώ,
ένα λιβάδι μ'ασφοδίλια ανθίζει στη γλώσσα μου,
δεν ξέρω από ποια πλευρά του ποταμού να κοιτάξω,
δεν ξέρω ποιος θα χτίσει, ένα σπίτι από ίσκιο, πρώτος
στη Νέκυια,
α,πικροί άγγελοι,έρχεστε τόσο γρήγορα...
ΠΑΟΥ-ΠΑΟΥ
Ο μόνος, τελικά, που δε δέχονταν να ακούσει
τα σουρεαλιστικά μας Κάλαντα, "καληνημέραν άρχοντες"
πού η αρχοντιά,
φτώχεια άγρια μας έδερνε,
ήταν ο Κούγκουλος"φυγάτε
έχου χλίψ'"κι είχε θλίψη γιατί του' λειπαν και τα δύο του πόδια,
τα' χασε από κρυοπαγήματα,
μετακινούνταν με πατερίτσες, του'λειπε το χωριό του το Καστράκι
και το Μεγάλο Μετέωρο κι η Αμερική όπου, πριν τον πόλεμο
έκανε πυροσβέστης,σε κάρα στα οποία τα "αλόγατα ζεύουνταν μαναχάτα",
κάποτε τον παρέσυρε ένα ποδήλατο-αυτοκίνητα δεν υπήρχαν στη γειτονιά-
και τον έριξε στο χιόνι,ο ποδηλάτης,νέο παιδί,έβαλε τα κλάματα,
πάντοτε ξεκινούσαμε απ'αυτόν και πάντοτε,ανάβαμε τη λύπη του
μέσα στον πάγο,
τα τζιγκουμπέλια δεν υπήρχαν τότε,μόνον οι
καλλικάροι
που χτύπαγαν την πόρτα του κι απόθεταν στα κόκκινά του αυτιά
ένα ηχηρό- πάου-πάου.
ΚΟΥΔΟΥΝΙΣΕ ΚΑΤΩ ΑΠ'ΤΟ ΚΑΠΕΛΟ ΜΟΥ
Νύσταξα αιφνιδίως και βρέθηκε κάποιο ποίημα να φιλοξενήσει
τον πικρό μου ύπνο,κι όταν ξύπνησα άρχισα μάταια να ψάχνω την
πόρτα,εδώ,όχι...εκεί,
πρέπει να με παρέσυρε κι ο χρόνος,
όλα τα πού
έγιναν πότε,
παρ'όλα αυτά, δεν κατέληξα σκύβαλο,όπως φοβόμουν
μια ζωή,δεν κατέληξα περιστέρι που είναι σκύβαλο αφομοιωμένο-κι εδώ
μην ανακαλύψετε απλή διακειμενικότητα ,
κατά το "ο λύκος είναι αφομοιωμένο πρόβατο",ο Βαλερί νομίζω το'γραψε-
το θέμα είναι πολύπλοκο,
εφόσον υπάρχουν οι "βαρείς λύκοι" στη Βίβλο
κι έψαχνα με την αφή,
ώσπου κουδούνισε κάτω απ'το καπέλο μου
η χρυσή λέξη ιχώρ.

Παρασκευή, 5 Δεκεμβρίου 2014

ΚΙ ΟΣΟ
Κι όσο περνούν τα χρόνια,
τόσο βρίσκεις
περισσότερα τα κίτρινα φύλλα,
από τις πεταλούδες,
τόσο πιο σπάνια ένα κοπάδι πουλιών
σταματάει απότομα για να μετρήσει τους ήχους
της καρδιάς σου,
οι καθρέφτες που φαίνονται απ'τα παράθυρα
έχουν σβήσει, με ένα μαντήλι, τα είδωλα όσων απέμειναν
πλάι σου,
κι η σιγή ευρύνεται ώς τα όρια της μουσικής.
Κι όσο περνούν τα χρόνια,
βουλιάζει στα λεξικά το λήμμα "νεότης"
κι αραιώνουν, στη θάλασσά σου, οι αστερίες.






  ΜΙΑ ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ
Αυτά τα δέντρα ανθίζουν άσπρες πεταλούδες,
ευδία, η θάλασσα με τις ρυτίδες των γηραιών κυριών,
μια αλκυόνα,βρείτε εσείς τους συσχετισμούς και τη δράση,
α, και η "Ζωίτσα"που στη μεσοποταμία,Κραυσίδωνα και Ξηριά,
θ'ανυψωθεί και πάλι,θα'μαι στο τιμόνι και θα τραγουδώ
"επεράσαμ'όμορφα..όμορφα,επεράσαμ'όμορφα σε τούτη τη ζωή",
βέβαια δεν θα'ναι ακριβώς έτσι,υπήρχε ο Ντοστογιέβσκι,μ'ένα
Χριστό
(κι αν η αλήθεια είναι ξέχωρη απ'Αυτόν, εγώ μαζί Του θα μείνω)
κι έναν Ιούδα,ένα Μίσκιν
                      κι ένα Σταυρόγκιν
και θ'ανυψωθεί η βαρκούλα και θα είμαι τώρα
εγώ, που δοκιμάζω τη
στερεότητα των αιθέρων, κι όπως,πριν από μέναν άλλοι
θα τη βρω ικανοποιητική.








Πέμπτη, 4 Δεκεμβρίου 2014

ΟΝΟΜΑΤΑ
Έφυγαν τόσοι πολλοί,άντρες και γυναίκες, άλλους τους
έχανα σε στροφές
κι άλλους στις τρυφερές νύχτες,
μου άφησαν χούφτες από ονόματα
φορώ ονόματα στο πέτο,στο λαιμό, κι άλλα τα' χω δεμένα στο μαντίλι,
καμιά φορά
τα στρώνω και τα κάνω ιπτάμενα χαλιά,
άλλες τα σπέρνω και,ενίοτε,
φυτρώνουν-
όμως το ζήτημα δεν είναι αυτό, είναι ότι περιμένω
στην ουρά,ν'ακουμπήσω και το δικό μου όνομα
στις πικροδάφνες, πλάι στις οποίες περνούσα με το Γιώργο, μωρό,
κι ο γύφτος φώναζε "αυτό δεν είναι χαλί,είναι τάπης",
τη διαφορά θα τη μάθαινα, αν ήξερα και το δικό του όνομα
και τον ρωτούσα,τώρα έχω κι άλλο πρόβλημα, θυμάμαι πρόσωπα
μα δεν μπορώ να βρω την αντιστοιχία των ονομάτων,αν ήταν εδώ
ο πατέρας θα του ζωγράφιζα ένα και θα μου'λεγε,ο Σπανός ή ο
Θεσσαλονικιός ή ο Χόντος, η Βροντίνα και ο Τσούτσας
κι η Λενάρα, θα μου'λεγε "αυτός είσαι,συ ο ίδιος,
δεν κοιτάς σε καθρέφτες;".
ΠΑΡΙΣΤΑΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΤΡΕΝΟ
Το παιδί που ισορροπεί
στις ράγες μιας άγονης γραμμής,
παριστάνοντας
το τρένο,
κάποτε, θα καταλάβει τον
ύποπτο ρόλο των κλειδούχων.
Επίσης, θ'αντιληφθεί
πόσο μάταιο είναι να σέρνεις βαγόνια με σκηνικά
ενώ οι υποκριτές κοιμούνται μακριά, πολύ μακριά,
πλάι στα συναισθήματα
και τη δράση τους-
κι όλα αυτά είναι τόσον εύθραυστα, όσο
ο Τενεσί Ουίλιαμς,στο "Γυάλινο κόσμο"του,
αποφάσισε.

Τετάρτη, 3 Δεκεμβρίου 2014

ΒΛΕΜΜΑΤΑ
Κι όταν θα τιναχθούν τα βαριά μας φτερά,
δε θα τυλίξουν τον αέρα και τους ώμους-
βλέμματα θα κρατήσουν:
Το φευγαλέο ανεπίστρεπτα, το παραπονεμένο,
ένα κρύο γυάλινο,
ένα νυχτερινό,γεμάτο άστρα,
το αθώο γαλάζιο,
το θριαμβευτικό κι εκείνο το ονειροπόλο
που παίρνουν τα παιδιά την Άνοιξη.


ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΑΛΟΓΩΝ    
Ο πατέρας μου, απλώς, φρόντιζε, με τις μπογιές Βλασσόπουλου,
                                            το διαρκές πένθος των χηρών
των καμπίσιων που έσπερναν κι ύστερα κάθονταν στις ψάθινες καρέκλες
                                             των καφενείων για να πεθάνουν,
το ποίημά μου είναι κολοβό,το ξέρω,ο παππούς Βαγγέλης τυλίγονταν
                                              με σπάρτα
κι έλεγε "έτσι, ωραίος, θα φύγω"και το κάρο του τον πήγαινε απ'το Βόλο
                                               στο Ριζόμυλο
δέκα χιλιόμετρα δρόμο, με τον αυτόματο,συμπλήρωνε "θα πρέπει να το
                                               ρυθμίσουμε"
το κοιμητήρι είναι όξω απ'το χωριό"και τρέχαμε με το 612 μηχανάκι μέσα
                                                στη σκόνη
και το σμάρι των παιδιών από πίσω, φωνάζοντας "χουντροκόψιδου",πετώντας
                                                σκόρδα που ξερίζωναν
χωριά με τα τούρκικα ονόματά τους:Τσουλάρ,Γκιουλάρ,Τάχταλασμάν',Γκιρλή-
                                               άσχετα αν το τελευταίο
με το αρχαίο όνομά του,ονόμασε μια χώρα,την Αρμενία-ο παππούς Βαγγέλης
                                              μάζεψε τα ομώνυμα εγγόνια νέα
τους έμαθε τα μυστικά των αλόγων.

Τρίτη, 2 Δεκεμβρίου 2014

ΑΠ' ΤΟΥΣ "ΒΟΛΙΩΤΕΣ ΠΟΙΗΤΕΣ"
Κι έφυγαν,η Αλέκα,ο Μανώλης,ο Κοράκης.
Στη θέση τους απόμειναν
τεράστια
άδεια
παπούτσια.
Η ΟΣΜΗ ΤΩΝ ΝΕΡΑΤΖΑΝΘΙΩΝ
Πάντοτε ανοίγει ένα κενό,δεξιά μου,και νιώθω την ανάγκη
να το πληρώσω,άλλοτε ως διαίσθηση του επιθεωρητή Πορφύρη
Πετρόβιτς κι άλλοτε ως,σταυροπόδι καθισμένη, προδοσία-
στη δεύτερη περίπτωση, προϋποτίθεται ένας μικρός
νυχτερινός κήπος.
Αλλά και εξ ευωνύμων,η μιαιφονία τυπωμένη αποτελεί,
στο φεγγάρι,σκοτεινό, αιώνιο ιδεόγραμμα.
Θα 'θελα να μου μιλήσεις,τώρα, να βρεις,έστω,τις
λέξεις μου αιχμηρές,μια ποίηση για αγριοκάτσικα,ας είναι,αρκεί
να μου μιλήσεις,έστω,ν' αντιδράσεις μουγκρίζοντας όπως ο Μόργκαν,
ο τρελός εραστής,
μα εσύ,αγαπημένη,σωπαίνεις,λες κι είναι δική σου η γνώση όλου του
κόσμου,λες και ορκίστηκες ότι δε θα τη μοιραστείς,λες και θα καταργηθεί
η οσμή των νεραντζανθιών,αν το τολμήσεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια: