Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Ποίηση Γιάννη Τσίγκρα 23

Πέμπτη, 20 Φεβρουαρίου 2014

ΕΜΕΙΣ ΔΕΝ ΚΟΙΜΟΥΜΑΣΤΕ ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΔΟΥΜΕ

ΝΑ ΝΑΥΑΓΗΣΕΙΣ ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ ΜΑΣ ΚΑΙ ΝΑ ΣΩΘΟΥΜΕ

Τελευταία,ενυπνιάζομαι συχνά τους πεθαμένους
Δεν κρατούν μια βαλίτσα στο χέρι-
Αντίθετα,
Φορούν εκείνο το χαμόγελο της οικείωσης
Που μεταφράζεται, περίπου, ως
"Ειμαστε μαζύ, τί καλά,τίποτε δεν άλλαξε.
Μπορείς να ακούσεις,μαζύ μας
Τα  ηδύλαλα κρυφά αηδόνια
Να λουστείς σε μικρούς απριλιατικους υετούς

Να ναυαγήσεις το καράβι μας και να σωθούμε.

Η μόνη διαφορά μας είναι οτι
Εμείς δεν κοιμούμαστε για να σε δούμε
Να'ρχεσαι από το βάθος
Ενός θλιμμένου χωματόδρομου
Με δάφνες λευκορόδινες στα πεζοδρόμια".









Τετάρτη, 19 Φεβρουαρίου 2014

ΕΜΑΘΑΝ ΝΑ ΞΕΧΝΟΥΝ


ΚΙ Ο ΑΥΛΩΝΙΤΗΣ ΝΑ ΜΕ ΚΕΡΑΣΕΙ ΕΝΑ ΣΑΜΑΛΙ

Όταν πέσει το σκοτάδι,
Επισκέπτομαι
Τα παλαιά, των παιδικών μου χρόνων
Τα θερινά τα σινεμα-
Σήμερα γκαράζ, ασβεσταριές ή πάρκινγκ.
Ψάχνω φθαρμένους ήρωες, φιστικοστραγαλάδες,
Το θείο τον Κώστα το μηχανικό,
Να του ζητήσω να βάλει εμπρός τη μηχανή,
Να ζωντανέψει η γυμνή και μακρινή  Αστέρω
Κι ο Αυλωνίτης να με κεράσει ένα σάμαλι,
Η Κολοβίνα ν'απειλεί τον πρωταγωνιστή
"Πρέπει να το πάρεις το κορίτσι, το' ταξες".
Τίποτε δε ζωντανεύει, μόνο νυχτερίδες
Τινάζουν, απ' το πέτο μου, σκόνη των διαττόντων
Και, μ' ένα τσικ, πετούν
Προς το απέναντι φωτισμένο παράθυρο,
Εκεί, που γέροντες
Έμαθαν να ξεχνούν
Μ' ένα τηλεκοντρόλ στο χέρι.



ΜΕΤΡΑΕΙ ΚΟΜΠΟΣΧΟΙΝΙΑ


ΚΑΙ ΝΑ ΠΕΤΑΞΟΥΝ ΠΡΟΣ ΤΗ ΔΥΣΗ

Κάτω απ' την παλαιά αγορά
Εκεί που με τον Τιμολή και το θείο Θανάση
Πλέκαμε γλισχρά σκόρδα-
Έξω κουδούνιζαν τα μπίσμαρκ και τα γκόρεκ
Κι η αθυρόστομη χοντρο Στέλλα,
Μετρούσε περπατώντας τις φούσκες του καφέ-
Υπήρχε μια βυζαντινή εκκλησιά:
Αποκαλύφθηκε μετά την κατεδάφιση του κτίσματος.

Στο ιερό της της ένας άγιος γονατιστός
Μετράει ακόμη άπειρα κομποσχοίνια
Τα δύσκολα να βγάλουνε φτερά
Και να πετάξουν προς τη δύση.


Τρίτη, 18 Φεβρουαρίου 2014

ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΣΙΓΟΥΡΟΣ,ΘΑ ΣΑΣ ΓΕΛΑΣΩ

ΔΕΝ ΤΟ ΠΡΟΣΕΞΑΝ ΟΙ ΟΜΦΑΛΟΣΚΟΠΟΙ
Ωραία...Το πιάνουμ'εξαρχής
Μια που δεν το πρόσεξαν
Στην πολιτεία των ομφαλοσκόπων,
Αυτών που μιλούν για το ανήκουστο στρογγυλό
Του ποιήματος,
Της αφασικής καρδιάς του:

Το χάδι που συναντούσε στήθη
Γηρασμένα και χορταριασμένα,
Καλίγραμμα και νεανικά,
Στήθη αγαλμάτων και κοριτσιών-
Αυτό ντε, που τούδωσαν μια διεύθυνση
Και τελικά την έχασε (θυμηθήκατε;)
Ακούμπησε στην παλάμη ενός ζητιάνου
Που το δώρισε σ'ένα σκυλί.
Το τελευταίο τ'ακούμπισε
Σ'ένα παιγνίδι παιδικό
Κρυφτό ήταν ή κυνηγητό...
Δεν είμαι σίγουρος, θα σας γελάσω.



ΚΙ ΟΤΑΝ ΕΣΒΗΝΑΝ ΣΤΟ ΝΕΡΟ ΤΑ ΠΕΦΤΑΣΤΕΡΙΑ

Η ΠΟΔΙΑ ΤΗΣ ΒΡΥΣΗΣ
Οι παλαιοί ποιητές
Ακουμπούσαν τους στίχους τους
Στην ποδιά της βρύσης
-Για να παραμένουν δροσεροί
Κι όταν έσβηναν στο νερό
Τα πεφταστέρια.
Χάρασσαν πάνω τους
Τα ονόματά τους,
Μ' ένα κέρμα ή ένα σουγιά
Κι ύστερα τα κουβαλούσαν,
Τα μοίραζαν,φετούλες, στον κόσμο.


Δευτέρα, 17 Φεβρουαρίου 2014

ΑΠΟΝΤΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ

ΑΠΟΝΤΕΣ ΑΠ'ΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ

Διασχίζουμε τη λύπη,μοναναχικά τρένα,
Με το μηχανοδηγό νεκρό στην καμπίνα
Κι ένα φεγγάρι λεπίδι, στο παράθυρο.
Εμείς, φυσικά, είμαστε απόντες
Απ'τη ζωή μας,
Ή-τουλάχιστον-
Ανεπαίσθητοι,
Όπως τα φώτα της απέναντι ακτής,
Όπως ο ύπνος των παιδιών
Στις γωνιές του παραμυθιού τους
Ή
Ο φρύνος
Που κολυμπάει, αόρατος, στους κοασμούς του.




Κυριακή, 16 Φεβρουαρίου 2014

ΕΙΧΑΝ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΛΥΠΗΜΕΝΟΥ ΣΚΥΛΟΥ


Τα παλαιά λεωφορεία
Είχαν τη βλέμμα λυπημένου σκύλου.
Ανέβαιναν τους χωματόδρομους
Ασθμαίνοντας μ'ένα
Τικόφ- τικόφ-τικόφ.
Οι επιβάτες τους δε γνώριζαν τα ρευστά,
Σαν αυγά μελάτα, ρολόγια του Νταλί.
Δε μετρούσαν χρόνο,ζούσαν περιπέτειες
Παρόμοιες μ' εκείνες του Ταρζάν
Και του Ποκοπίκο.
Στο κέλευσμα του εισπράκτορα
"Τα κεφάλια μέσα..."έβριζαν τη γυναίκα τους
Ή
Τραγουδούσαν"επεράσαμ' όμορφα...όμορφα..όμορφα"
Μύριζαν βακαλάο και τρυφερό νυχτερινό ουρανό.
Πολλές φορές, συνέχιζαν,
Έκαναν ευθεία την καμπύλη.
Γι αυτό σήμερα μετρούμε τις στάσεις
Με αρχαία θυμητάρια.




Σάββατο, 15 Φεβρουαρίου 2014

ΟΙ ΚΙΝΟΥΜΕΝΕΣ ΧΑΡΑΚΙΕΣ ΣΤΟ ΤΑΒΑΝΙ
Τα τελευταία καλοκαίρια οι λέξεις βαραίνουν
Ιδρώνω, όταν τις σηκώνω τα μεσημέρια.
Κάποτε με βοηθούσαν στη μεταφορά
Οι κινούμενες χαρακιές στο ταβάνι,
Τότε που οι πλανόδιοι τρυπούσαν τον ύπνο των παιδιών
Και μια αγωνία-αν οι στιγμές πάντοτε θα μυρίζουν
Ναρκίσσους και γιασεμιά-
Έγερνε μαζύ με το χέρι στο κρεββάτι,
Τότε που δεν επιθέταμε την κλειδούχο λέξη
"Ευάριθμος"
Στον Καιρό:
Όλα ήσαν αστραφτερά σαν το φεγγάρι
Ή
Το τραγούδι της γυναίκας γυναίκας που αγαπήθηκε.



Παρασκευή, 14 Φεβρουαρίου 2014

ΚΙ ΟΙ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΑ ΠΙΚΡΑ ΤΟΥΣ ΤΣΙΓΑΡΑ

ΟΤΑΝ Θ'ΑΔΕΙΑΣΟΥΝ ΤΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ
Φορώ μιαν έκλειψη.
Κι είναι εύκολο-
Γιατί η έκλειψη στέκεται εύκολα,
Μπροστά στη θάλασσα,
Κάτω από τις ιτιές,
Εκεί που ο Κρεμαστάς ακουμπούσε το ποδήλατό του
Με την επιγραφή
"Συνάδελφοι, αν μ'αγαπάτε
Ποδήλατο μη μου ζητάτε".
Σήμερα είναι μια απουσία ο ίδιος.
Η θάλασσα,βέβαια, εξακολουθεί να υπάρχει
Με τους γλάρους και τα καβούρια της.
Θα υπάρχει κι όταν θα ξεχασθούν οι λέξεις-
Μάλλον όταν θ'αδειάσουν
Όπως τα νοήματα από προθέσεις
Και τα καφενεία
Από το βουητό τους.
Όταν θα ξεφορτωθούν τα παιδιά
Τα χαϊμαλιά τους
Κι οι γέροντες τα πικρά τους τσιγάρα.
Φορώ μιαν έκλειψη
Ή είμαι εγώ που έχω αναληφθεί
Στα ράμφη των χελιδονιών;

ΑΝΘΙΣΜΕΝΑ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ


ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Οι λέξεις που έφθασαν από μακρυά,
Πέρα απ' τα όρια της θάλασσας,
Έμεναν σιωπηλές.
Σκεφθήκαμε ότι ήταν η κούραση
Της σιωπής τους η αιτία.
Γι αυτό κτίσαμε καινούργια τραγούδια
Από λάσπη και πέτρες,
Τη μορφή γελωτοποιών και βασιλιάδων
Τους δώσαμε
-Για να διασκεδάσουμε λιγάκι-
Και περιμένουμε,
Ν' ανοίξουν το στόμα τους
Να τιναχθούν από μέσα
Ανθισμένα
Ηλιοτρόπια.

Πέμπτη, 13 Φεβρουαρίου 2014

ΚΑΙ ΤΟΝ ΜΕΤΟΥΣΙΩΝΕΙΣ ΣΕ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

ΚΟΑΣΜΟΙ ΣΤΑ ΤΕΝΑΓΗ
Να ξανακούσω και πάλι τους κοασμούς στα τενάγη,
Κύριε,
Μεγάλωσε μέσα μου η κινουμένη στίξη των γυρίνων.
Να ακολουθήσω τις τεθλασμένες
Παλαιών προθέσεων μου.
Μεγάλωσα και πρέπει
Κύριε,
Να ζήσω την παιδική μου ηλικία-
Να κυνηγήσω με απόχες αστερισμούς,
Να γλυστρήσω σε βρύα απρόβλεπτων ενυπνίων.
Όσους λείπουν να φιλοξενήσω
Στο δωμάτιο με τις αιθρίες
Και τους πολύχρωμους χαρταετούς.

Κύριε,
Έλα πρώτος Εσύ.
Δε θα σου ζητήσω να ψαύσω τον τύπων των ήλων
Θα σε γνωρίσω από τα μάτια-
Χωρούν την πίκρα όλου του κόσμου
Και την αλλάζουν σε χαμόγελο.
Στα χέρια σου των ταπεινών κρατάς
Το στεναγμό
Και τον μετουσιώνεις σε τραγούδι.

ΚΟΙΤΑΖΑΝ ΣΙΩΠΗΛΕΣ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΙΠΠΟΚΑΜΠΩΝ
Εκείνα τα χρόνια
Κάθε έντιμος άντρας,
Έχτιζε μια τενεκεδένια παράγκα
Κι ύστερα πέθαινε από καρκίνο.
Να γιατί οι μικροί ιπόκαμποι
Δεν είχαν μυστικά
Απ' τις γυναίκες με το βιολετί βλέμμα
Που κοίταζαν σιωπηλές, επί ώρες,
Τη θάλασσα.

Τετάρτη, 12 Φεβρουαρίου 2014

ΖΕΙ ΣΤΟ ΥΔΑΤΙΝΟ ΗΜΙΦΩΣ


ΖΕΙ ΣΤΟ ΥΔΑΤΙΝΟ ΗΜΙΦΩΣ
Τοποθετώ ένα ποίημα στη γυάλα
Και περπατώ στις γειτονιές,
Ενώ παιδιά τρέχουν ξοπίσω μου,
Φωνάζοντας:
"Πρόσεχε,
Το χρυσόψαρο είναι η καρδιά σου".
Τοποθετώ ένα τριαντάφυλλο στο πέτο
Ξεχνάω τα παιδιά.
Μα δε μ'αφήνουνε οι ποιητές
Με τις μεζούρες τους και τις καρφίτσες
Να κοιμηθώ:
"Αφαίρεσε τα φώτα"ψιθυρίζουν
"Το ποίημα είναι ένα ψαράκι,
Κόκκινα τροπικό
Και αδηφάγο.
Ζει στο υδάτινο ημίφως".



Τρίτη, 11 Φεβρουαρίου 2014

ΚΑΙ ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΤΟΥΣ ΑΠ' ΤΟΝ ΑΝΕΜΟ

ΣΚΟΡΠΙΖΟΥΝ ΠΙΣΩ ΤΟΥΣ ΥΓΡΑ ΑΣΤΕΡΙΑ
Όταν οι ποιητές κλείνουν τα μάτια,
Τα μαλλιά τους γεμίζουν νυχτερίδες
Που σημαδεύουν τους καθρέφτες,
Μέσα από τ'ανοιχτά παράθυρα.
Όταν οι ποιητές κοιμούνται,
Φυτρώνουνε, στο στόμα τους, πανάρχαια φιλιά
Κι ένα τραγούδι σταματάει κι αρχίζει πάλι.
Όταν οι ποιητές διαβαίνουνε τα δάση,
Σκορπίζουν πίσω τους υγρά αστέρια
Και τρυφερές μουσικές μαντολίνου-
Έτσι που να μη χάσουνε το μονοπάτι,
Να σώσουν την πριγκήπισσα από το δράκο
Και τα χειρόγραφά τους απ' τον άνεμο.

ΝΑ 'ΡΧΕΤΑΙ ΝΑ ΜΑΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ


ΑΛΚΥΟΝΙΔΕΣ
Μπλε εντονότερο δε βρίσκεις ότι υπάρχει-
Μόνο σε τρυφερή θάλασσα, ευδίων ημερών αλκυονίδων
Πεδίο υγρά απέραντο, χωρίς πικράλμυρη αλισάχνη
Μόνο μ' ένα, στην επιφάνεια, αείστρωτο αντιφέγγισμα ρυτίδων.

Κοντά μας ταξιδεύει εσμός πολύχρωμων ναυτίλων
Ή το κεφάλι σκάει λιπαρόχηνας, μ΄ένα στο ράμφος ψάρι
Βάρκες ανεβοκατεβαίνουνε- κυρίες στο χορό-  με χάρη
Και πέφτει απ' τον ουρανό, λευκό σύννεφο πτίλων.

Όλα είναι ωραία και μουσικά,
Σα καλοκαιρινή ημέρα.
Μόνο στη σκεψη αναδεύεται η σκιά
Πως στου χειμώνα
Βρισκόμαστε ακόμη την καρδιά.
Δε βλέπουμε πιο πέρα-
Με τα υγρά φεγγάρια του στο χέρι
Να'ρχεται να μας τραγουδάει το καλοκαίρι.






ΑΙΣΙΟΔΟΞΑ ΤΥΦΛΟ ΠΟΙΗΜΑ

ΕΝΑ ΕΚΛΕΙΠΟΝ ΦΕΓΓΑΡΙ
Ένα ποίημα που περπατάει στην ομίχλη
Σφυρίζοντας
"Δεν είναι τίποτε, τα χειρότερα έχουν περάσει",
Είναι ένα αισιόδοξα τυφλό ποίημα:
Επειδή οι φάροι ξένων στίχων ερευνούν
Τη σκοτεινή πλευρά του προσώπου μας-
Και θα το ανακαλύψουν το ναυάγιο.
Θα βρουν τον άνθρωπο που κρατάει
Ένα εκλείπον φεγγάρι
Και χρησιμοποιεί
Τ' όνομά μας.

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ

ΔΙΑΝΥΚΤΕΡΕΥΟΝ ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ 
Αγαπώ κάθε παράξενη σκηνή διανυκτερεύοντος φαρμακείου
«Ποντίκια είπατε;» ο υπάλληλος νυστάζει πίσω από
πολύχρωμες γυάλες.
«Ναι, ξέρετε, οι αρουραίοι» ο πελάτης είναι ωχρός
«…καταβροχθίζουν τα χειρόγραφά μου».
Ο πελάτης είναι ωχρός και φοράει γυαλιά.
«Μμ, πάρτε το μυοθνήξ. Αντιαλλεργικό. Δεν προκαλεί
γαστρίτιδα».
Ακούγεται ο κούκος του ρολογιού.
«Πρόκειται για εξόχως εμβριθή τρωκτικά αγαπητέ μου κύριε».
Οι πολύχρωμες γυάλες περιέχουν κολώνια.
Ο πελάτης ζυγίζεται.
Κι άξαφνα «…έχουν τάσεις εξπρεσσιονιστικές».
Πλησιάζει την πόρτα. «Εννοείται τα χειρόγραφά σας;»
Ανοίγει την πόρτα. «Εννοώ τα ποντίκια. Καληνύχτα».
Αγαπώ κάθε ωχρόν άνθρωπο που φοράει γυαλιά
και τριγυρίζει έρημους βραδινούς δρόμους
έχοντας στην τσέπη ένα φακελλάκι ανώφελο μυοθνήξ.


(Για τους καινούργιους φίλους)

Δευτέρα, 10 Φεβρουαρίου 2014

ΟΙ ΑΠΟΣΩΣΤΡΕΣ ΕΓΙΝΑΝ ΚΥΡΙΕΣ

ΗΔΥΜΟΛΠΑ ΜΙΝΥΡΙΣΜΑΤΑ
"Εγώ ασχολούμαι με το ωραίον" απεφθέγξατο
Ο κυρ Αλέξανδρος.
Στο ένα χέρι κρατούσε
Ηδύμολπα μινυρίσματα πτηνών,
Ψάλλοντας τον "πολυέλεον", στα εννιάμερα της Παναγιάς
Που το' χε τάμα-
Μ'ένα αγκάθι στη φτέρνα
Κι ένα κερί στο άλλο χέρι.΄
"Εγώ ασχολούμαι με το ωραίον.
Εσείς πού καταντήσατε την ομορφιά...
Να φοβάσθε το θάνατο και να μη βρίσκετε
Ένα θαλασσόξυλο να περάσετε εις την μικράν νήσον
Την Ουρανίτσα την αυτόχειρα,
Να μη περιμένετε ιώδη άνθη να ευωδιάσουν στον τάφο της-
Κι αν ξύλο τι ανακαλύψετε
Σεις το χτυπάτε
Ως τάλαντον να ήτο.
Οι αποσώστρες έγιναν κυρίες.
Στο μοναστήρι της Καισαριανής
Δεν αγιάζει τα νερά η περιστέρα
Τα ξόδια των νηπίων
Δεν αξιώνονται της τρυφεράς ακολουθίας,
Ούτε ψυχαί
Το έλαιον πίνουν από ακοίμητον,
Επί ημέρας τεσσαράκοντα,
Κανδήλας.
Κι εμάς, τους παλαιούς,εις επετείους
Μας τεμαχίζετε, ως λαμπριάτικα αρνία
Κι ως ψάλτες, κατ'αποκοπήν,κακοφωνείτε
Τα γλυκύτατα τραγούδια του Θεού.

Κυριακή, 9 Φεβρουαρίου 2014

ΤΙΝΑΖΕΤΑΙ Η "ΜΙΚΡΗ ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΜΟΥΣΙΚΗ"

ΦΕΤΕΣ ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Το κουτί
Δεν περιέχει σοκολατάκια του 1938
Όπως, τουλάχιστον,γράφει στο καπάκι.
Όταν το αναποδογυρίζεις,
Πέφτουν αραιά όπως τα πέταλα της αχλαδιάς
Ή
Σαν εκείνους τους χνουδάτους ακανθόσπορους,
Τους "κλέφτες",
Που ταξιδεύουνε σε προκυμαίες
Και περιβόλια,
Φέτες ασπρόμαυρου θανάτου:
Εδώ, ο πατέρας
Σε κρεββάτι του παλιού 401 Σ.Ν.
Της Δεινοκράτους,
Μοιάζει ν'ακούει τις ιαχές-που λένε- των φιλάθλων
(Έστω έναν μοναχικό να διαλύει τη γραμματική
Μ' ένα "διέλυσέ τους αγόρι μου...")
Απ' το παλιό γήπεδο της Λεωφόρου.
Ο ποιητής με ναυτικά υποκλίνεται
Για ν άπαγγείλει,στρογγυλός σα φρύνος,
Τον "Φαγά".Εξετάσεις του '60.
Κι ακόμη
Μοτοσυκλέττες με βάρκα
Πασχαλιές ανθισμένες, οι γάτες της ζωής μας
Άνδρες με καπαρντίνες
Γυναίκες με φούστες πλισέ
Που ξεκινούν για το σινε-Πάνθεον,
Να κλάψουν και να γελάσουν με τους "Δοσατζήδες".
Όταν ανοίξεις το στρογγυλό κουτί
Τινάζεται η "Μικρή νυχτερινή μουσική",
Όπως συμβαίνει όταν
Χασμάται ένα κενοτάφιο.

ΟΤΑΝ ΤΡΕΛΛΑΙΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΑΝΕΜΟΔΕΙΧΤΕΣ

ΓΕΜΙΖΕ ΜΕ ΧΑΜΟΓΕΛΑ ΤΙΣ ΤΣΕΠΕΣ
Έκανε τούμπες κι αστείες γκριμάτσες
Μπροστά στις γυναίκες
Που κοιτούσαν, μέ βλέμμα μαβί, τη θάλασσα.
Μάζευε τα στιγμιαία χαμόγελά τους
Όσα ράγιζαν κι έπεφταν
Στο χώμα
Και γέμιζε μ'αυτά τις τσέπες
Και τον κόρφο του-
Όπως τα παιδιά μαζεύουν άστρα και κοχύλια,
Όπως οι ερωτευμένοι χαράσσουν καρδιές,
Για να' χουν μια παρηγοριά
Τις βραδιές που τρελλαίνονται οι ανεμοδείχτες
Κι αγαπάς αφόρητα ό,τι δε σου φανερώθηκε,
Κι ανακαλύπτεις μια δεύτερη ζωή σου
Στο σκοτάδι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: