Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Ποίηση Γιάννη Τσίγκρα 18

Παρασκευή, 30 Μαΐου 2014


ΟΝΕΙΡΟ ΑΔΕΞΙΟΥ ΚΑΙ ΦΛΥΑΡΟΥ ΣΥΛΛΕΚΤΗ
Πάνω που είχα δει να κάθεται στα μαλλιά σου
Ένα ποίημα:
-Στάσου εκεί, φώναξα,να το σκιτσάρω
Δε θα προσθέσω κανένα σκληρό επίθετο
Θα ήταν περιττό.
Θα έμοιαζε
Να λεπταίνεις ένα κυπαρίσσι που ζωγράφισε παιδί
Κι αποκάτω έγραψε "ένας άγγελος για τη μαμά μου",
Σα να πέταξες ψηλά, αντί για κορύνες,μαύρες πεταλούδες
Να τακτοποίησες τη Guernica,
Αλλού η σφαγή κι αλλού το τοπίο.

Στο'πα,αλλά τα ποιήματα θυμώνουν
Όπως οι άγιοι με τις κάμερες και τις σημειώσεις

Έτσι, πέταξε και το δικό σου γι άλλη κόμη
Για τ' όνειρο άλλου αδέξιου και φλύαρου συλλέκτη.

Πέμπτη, 29 Μαΐου 2014


ΚΙ ΟΜΩΣ Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΑΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΤΑΙ ΣΥΧΝΟΤΕΡΑ
Τίποτε δεν υπάρχει απ' την παλιά Νεάπολη
Ούτε βούρλα κι αλμυρίθια, ούτε οι κοασμοί
Που των μαγισσών με τα σκουπόξυλα,
Ιστορούσανε τον φθόνο.

Τα αρχαία σοκολατόπαιδα-ελάχιστα είναι η αλήθεια-
Κύρτωσαν,
Οι άλλοι, κυλούν τα τσέρκια τους ανάμεσα στα σύννεφα.

Οι παράγκες που διέσχιζε ο αρκουδιάρης
Καταντήσανε τριώροφα
Με κυρτούς εξώστες και κυπαρισοειδή στα πεζοδρόμια,
Εκεί που κάποτε μιλούσαμε μέσα απ' τα νυχτολούλουδα
Με τους κεκοιμημένους.

Κι όμως, η θάλασσα που μας αγνοούσε
Μας επισκέπτεται συχνότερα.
Με βουερό χαμόγελο μαζεύει τις οικοσκευές μας.
(Κότες δεν έχουμε, πλέον, να τις ρουφήξει).

Κι όμως, ο καιρός άφησε τα ονόματα
Των βραδινών μας παιγνιδιών:

Παίζουμε ακόμη το κρυφτό, πίσω απ' το δάχτυλό μας
Μας κυνηγάει ο χρόνος και οι χρεώστες
Σκλαβάκια των παθών μας απομένουμε.

Και τις ασέληνες βραδιές ακούγεται από μακριά
Το παιδικό "απιτιρινούια".

 












Τετάρτη, 28 Μαΐου 2014


ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΤΣΕΡΚΙ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ
Κι όλα, εδώ, μου είναι γνώριμα:
Το φεγγάρι που δεν ανέτειλε ακόμη,
Όσα δέντρα χαιρετούν τους έρωτες που στέγασαν,
Βγάζοντας το καπέλο,σαν τον κλόουν Μίσκα,
Κι ένα,φαντάζομαι ξυπόλητο,αγγελούδι
Να κλαίει για το χαμένο τσέρκι των παιδιών.


Ν'ΑΝΘΙΣΕΙΣ ΣΑΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Ψυχή μου, ανάστα, τί καθεύδεις;
Δεν υπάρχει αργά,ο Κύριος του αμπελώνος
Προσφέρει δουλειά και δηνάρια ώς και της ενδεκάτης ώρας
Τους αργούς.
Μ'ένα νόμισμα μπορείς να ανθίσεις
Σαν αιφνίδιο παιδικό τραγούδι,πλάι στο ληστή και την πόρνη,
Κοντά στη Σαμαρείτιδα.
Μπορείς να ονομάσεις τα γαλάζια ανθάκια της Άνοιξης
Και τα αστέρια που έχουν χαθεί κάτω από ωχρά βλέφαρα.
Μπορείς να μάθεις τα μυστικά των παιδιών του Λαμπαδία.
Τα φτερά των φαιδρών και φωτεινών αγγέλων να σε συνοδεύουν,
Εκεί όπου η γονατιστή γιαγιά τοποθετεί μια σπίθα
Στο καντηλάκι κι οι εικόνες, του ημίφωτος, δακρύζουν.

Αρκεί να μην αποκοιμηθείς,στη γωνιά του καφενείου,
Την ώρα που ο εκμισθωτής θα μπει στην αίθουσα.







Τρίτη, 27 Μαΐου 2014

ΕΝΑ ΔΕΝΤΡΟ ΠΟΥ ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΕ ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ
Και κανείς δε βρήκε, στη μοναξιά
Ενός νυχτερινού τρένου,
Κάτι απ' την άδεια του ζωή,
Από τις μέρες που περνούν χωρίς κραυγές...

Και κανείς δεν ξοδεύτηκε, όπως ένα κερί,
Για την ερμηνεία ζητήματος λεπτού κι ουρανομήκους,
Όπως το αλληλούϊα.

Τα πετροχελίδονα μόνο, όταν κουβαλούν στους ουρανούς
Πολύτιμα κειμήλια-ένα παιδικό παιγνίδι,μια γρήγορη ανάσα
Ένα δέντρο που κουράστηκε να περιμένει τη βροχή,
Ένα σπίτι με ξεχασμένα τραγούδια
Που σαπίζουν σε γωνιές και σε ερμάρια...

Σε κανένα δε θύμισε ένας βραδινός κουρασμένος σταθμός,
Εκείνους που έγειραν στο ένα πλευρό
Και κοιμήθηκαν ανάμεσα στ'αστέρια.



ΜΕ ΤΙΣ ΤΣΕΠΕΣ ΓΕΜΑΤΕΣ ΡΩΓΜΕΣ ΚΙ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ
Και κάποια βράδια είναι τόσο γλυκά και φευγαλέα
Όσο ένας άγγελος που συνηθίζει να υποκλίνεται.
Τότε, ανασταίνονται οι πεθαμένοι έρωτες,
Και,με αστερισμούς πιασμένους στα μαλλιά,ξαναγυρίζουν
Στους κορμούς των δέντρων με τις καρδιές και τ'αρκτικά.
Ξαναδιαβάζουν το αλφαβητάρι των αρχαίων στεναγμών.
Κρατούν στο ένα χέρι τους μια πολιτεία που στάζει αναμμένη
Στο άλλο κιτρινισμένες υποσχέσεις και το τελευταίο τραγούδι.

Και κάποια βράδια είναι τόσο τρυφερά και δακρυσμένα
Όσον αντιληφθήκανε ο Κιτς και ο Φιτζέραλντ
Που τριγυρνούν έρημους δρόμους
Με τις τσέπες γεμάτες ρωγμές κι αποχαιρετισμούς.

Δευτέρα, 26 Μαΐου 2014

ΣΤΙΚΤΕΣ Μ'ΑΣΤΕΡΙΑ
Αλλά οι πεθαμένοι μου βουλιάζαν στο λυκόφως
Αργά,ένας-ένας,πλάι στο όνομά του.

Τους ρώτησα "πώς τα περνάτε;".
"Τη μέρα ντυνόμαστε τη  μουσική",μου απαντήσαν,
"Τα βράδια κυνηγούμε τις μεγάλες,
Στικτές μ'αστέρια, πεταλούδες.



ΣΤΡΟΥΘΙΑ ΓΕΜΑΤΑ ΦΩΣ
Συνήθως, αυτός ο άνθρωπος παίζει την αιωνιότητά του
Στα ζάρια
Μ'αγνώστους-κάτι σαν ρώσικη ρουλέτα.
Παίζει σκληρά, όχι με τον τρόπο
Που οι τρυφερές εξαδέλφες αλλάζουν
Τις ζακέτες και τα τραγούδια τους.
Φαντάζομαι ότι επιδιώκει
Ένα όνειρο,σα λευκή οθόνη,
Γεμάτο απ'τις φωνές των νεκρών του,
Κι από στρουθιά γεμάτα φως.
Κάποιες φορές, βέβαια, φαίνεται να σταματάει.
Σηκώνει, τότε, τα υγρά του μάτια
Σ'έναν ουρανό
Με μπλε προοπτική.

"Κύριε" ψελλίζει "ακούμπησε στα χέρια μου
Ένα ποίημα σιωπηλό που θα εννοεί Εσένα".

Σάββατο, 24 Μαΐου 2014


ΚΑΠΟΙΟ ΕΙΔΟΣ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ
Δεν αγαπώ τα ποιήματα όταν στάζουν αίμα.
Ούτε το ανεπίστροφο που μοναχικού διαβάτη νοσταλγώ.
Προτιμώ να γράφω για τις επισκέψεις, με τον πατέρα,
Στο κουρείο του Πατσαντά και στο απέναντι ραφείο του Σόλωνα.
Τα καταστήματα αυτά είχαν πάντοτε μιαν οσμή ταξιδιού:
Με το πλοίο, το Κύκνος, όταν το φερμουάρ της θάλασσας
Άνοιγε, τινάζοντας δελφίνια που ώς την Αιδηψό μας συντροφεύαν.
Κι άλλοτε με το τρένο που ξεπερνούσε τους καπνούς του
Κι έβλεπες τις τούμπες και τους γήλοφους
Να σε χαιρετούν με λευκά, ιδρωμένα μαντίλια.
Στο κουρείο οι βδέλλες σε βαζάκια και το παραπαίδι
Να σε σκουπίζει- το "με γεια" στα μισάνοιχτα δάχτυλα.
Κι ο ράφτης, με τον πετεινό στην ταμπέλα
Και τους τριζάτους, σα λουστρίνια,του ταβανιού ανεμιστήρες.

Βρήκα προχτές τον κάλφα του- ογδοντάχρονο-"θα τακιμιάσω
Με μια πέρδικα" μου'πε "αρκεί να ξέρει για τον Περικλή
Και το Χρυσούν Αιώνα".


Παρασκευή, 23 Μαΐου 2014


ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ
Κι ανάβανε οι λέξεις, όπως οι πυγολαμπίδες
Μιας παλαιάς άνοιξης, τότε που ο θάνατος
Ήταν ένας ευτυχισμένος περίπατος, κάτω απ' τ'άστρα,
Τότε που έλαμπαν τα βότσαλα στο μονοπάτι της επιστροφής
Κι η θάλασσα γεννούσε αστραφτερές Γλυκοφιλούσες.
Ο ουρανός χωρούσε σε μια λέξη, ζοφερή όπως το ποίημα,
Σπίρτο για το φεγγάρι λέγαμε το αερόστατο
Πιο ψύχραιμο το τσαφ απ'το ολιγόλεκτο του Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ
Στη Καζαμπλάνκα-Θα χάσετε το αεροπλάνο σας, κυρία.
Και τα χάρτινα φαναράκια,
Που κουβαλούσαν στη μουσούδα τους οι νυχτερίδες,
Τα ξεχασμένα στο δάσος τραγούδια των παιδιών
Συνήθιζαν να τα ονομάζουν Λαμπαδίες,Σείριους και Πολικούς.

ΚΑΙ ΜΙΑ ΛΕΞΗ ΠΟΥ ΜΑΤΩΝΕΙ


ΓΗ ΚΑΙ ΣΠΟΔΟΣ
Βρέθηκα μονάχος εδώ,
Γη και σποδός,
Να μετρώ ηλικίες και πετροχελίδονα,
Να μιλώ με ουρανούς και οστά αγαπημένων.
Οι μύθοι μου( οι αλήθειες) προστατεύουν τους συντρόφους,
Τα παιγνίδια με τ'άστρα διασκεδάζουν
Όσους κρατούν τη μια άκρη της κλωστής
Και περιμένουν ν'ανάψω στην άλλη.
Να πάψω να΄μαι ο τυφλός που περπατάει προς τον Κολωνό
Κρατώντας το χέρι της Αντιγόνης
-Τα μαλλιά της μυρίζουν βρεγμένο αγιόκλημα.

Μα εγώ γνωρίζω μόνο να μετράω το ασήμαντο
Γιατί ασήμαντος, ανέκαθεν, υπήρξα:
Χώμα και στάχτη,
Και μια λέξη που ματώνει-
Όπως το ποίημα.


Πέμπτη, 22 Μαΐου 2014

ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΞΕΔΙΨΟΥΝ ΜΕ ΟΥΡΑΝΟ


ΤΟ ΑΙΜΑ ΚΑΙ Η ΜΝΗΜΗ
Κάθε βράδυ, βγάζω έξω στη βροχή
Ό,τι απέμεινε από την κατασκευή των ποιημάτων,
Να μουσκέψει, να το φάνε τα πρωινά πουλιά:
Βγάζω το πριονίδι της σκληρής στίξης,
Τα επιτατικά μόρια, τα πολύχρωμα επίθετα,
Τους γελοίους αρμούς,
Ένα πριονίδι ύφους-

Καμιά φορά, πετώ και την ίδια την ποιητικήν ιδέα.

Ώς το μεσημέρι έχουν εξαφανιστεί.

Όχι,πάντως,όλα.

Η παλιά εικόνα που έχω
Των σκαμμένων από σφαίρες τοίχων,
Η εικόνα που ποτέ δε μορφώθηκε σε ποίημα,
Μένει πάντα στην άκρη του πιάτου.

Τα πουλιά,ως γνωστόν,ξεδιψούν με ουρανό
Κι αφήνουνε σε μας το αίμα και τη μνήμη
Που πάντα στάζουνε αυτά τα σπίτια.



Τετάρτη, 21 Μαΐου 2014

ΕΙΣ ΤΟΝ ΘΗΚΑΡΑΝ
Τα ποιήματα έπαψαν, πλέον,να μιλούν,
Οι λέξεις από νοήματα αδειάζουν.

Χάνουν τα μεγάλα γαλάζια φωνήεντα και τις κραυγές τους.

Κι αυτός ο νοτιάς
Να σου κολλάει στο κούτελο, σα γραμματόσημο,
Περασμένες αγάπες...

Μ' ένα συριγμό,να καταντά το φουσκωμένο
-Ίδιο με τα μάγουλα του Ντίλαν Τόμας-
Μπαλόνι,
Θηκάρι άδειο τζιτζικιού.

Εύχου να τραγουδήσει εντός μας,
Τουλάχιστον
Η
Σιωπή,

Όπως στο, ανοιγμένο εις τον Θηκαράν,
Αρχαίο προσευχητάρι.


Τρίτη, 20 Μαΐου 2014

ΦΑΙΔΡΟΙ ΚΑΙ ΦΩΤΕΙΝΟΙ
Από τα χαρτιά αγγελιών, σε στύλους και σε δέντρα
(Σημαίες του Καιρού μεσίστιες ),
Μας κοιτάζει.Βλέμμα εξαπτέρουγου λυπημένου.
Κι ακούμε, μυστικά, τη φωνή:
"Τίποτε δεν ακουμπάει στο κενό,
Κρατήστε τη σπίθα ανάμεσα στα δόντια σας,
Γεμίστε τον κόρφο, τα μαλλιά και τις χούφτες
Με νεραντζάνθια και δια Χριστόν σαλότητα-
Τρυφερή σαν το χιόνι.

Και,χθαμαλή τη φωνή,
Την ευχή ψιθυρίστε του  Αγίου Ευστρατίου:
"..Αλλά παραλαβέτωσαν αυτήν άγγελοί σου φαιδροί και φωτεινοί".

Δευτέρα, 19 Μαΐου 2014


ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ
Προσέξτε, θα παραπατήσει ο σχοινοβάτης.
Θα του πέσει το σακί που κουβαλάει στον ώμο
Και θα γεμίσει ο τόπος μουσική.
Τα ηλιοτρόπια δε θα'ναι, πλέον, τα ρολόγια μας
Ούτε το ποίημα η βάρκα μας για το φεγγάρι.
Η μουσική απλώνει και τραβιέται,
Σαν την παλίρροια και την άμπωτη,
Και τότε φαίνονται φθαρμένα παιδικά παιχνίδια.
Η μουσική κρεμάει στα δέντρα τις φωνές μας
Σα να'ναι των πολύχρωμων χαρταετών τα ράκη.
Γι αυτό σας προειδοποιούμε:
"Μην ομιλείτε εις τον σχοινοβάτην".





ΠΟΡΤΑΡΙΑ 2014

"Επέσατε θύματα..."αυτό το ρέκβιεμ του Πορλίγκη
Του επονομαζόμενου και Κόρου,
Πενήντα χρόνια στριφογύριζε στις διηγήσεις της μητέρας,
Όσες αφορούσαν τους πέτρινους τοίχους με τα γιασεμιά
Ή τις κοντές ανάσες που άφηνε η ίδια, τρέχοντας
-Την κυνηγούσαν οι σειρήνες του λιμανιού-.

Εδώ, στο Μέγα Ρέμα

Διακρίνω, πάνω από πουρνάρια,
Το πράσινο  Κεφάλι του Καρόλου Ογλ:

"Έμαθα ότι θα βομβαρδίσεις τη Μακρινίτσα,
Πάω εκεί για σιγουριά"-
Έγραφε στο Ρετζέπ Πασά.

Τί έχει απομείνει απ'όλα αυτά;
Μια μικρή χελώνα που διασχίζει κάθετα το δρόμο.


Κυριακή, 18 Μαΐου 2014

ΤΡΙΛΙΖΑ
Κάτω απ' το αγιόκλημα της αυλής
Τα βράδια  κούρνιαζε ένας βάτραχος,
Σιωπηλός όπως η βοσκοπούλα
Στις πάντες της γιαγιάς.
Τον έπιανα συχνά στη χούφτα.
Άναβε τότε, μέσα του, ένα φως.
Η μάνα μου φώναζε “πέταξέ τον, δεν θα γίνει ποτέ βασιλόπουλο”.

Οι υπόλοιποι συνέχιζαν να παίζουν τρίλιζα με τ'αστέρια.


Σάββατο, 17 Μαΐου 2014

ΟΙ ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ
Μερικά ποιήματα βλασταίνουν από μόνα τους
Έτσι, χωρίς σπορά ή προσπάθεια.

Αίφνης, σήμερα απεγκλώβισα από τη τζαμαρία
-Στο πίσω μέρος του κήπου-
Τρεις μεγάλες, άσπρες πεταλούδες.

Κι ύστερα θυμήθηκα ότι εκεί
Έζησαν και πεθάνανε,κατά καιρούς,
Η μάνα,ο πατέρας και η γιαγιά.

Ακόμη υπάρχει το πήλινο που τους ανάψαμε καντήλι.

Όμως τα παραθύρια είναι ερμητικά κλειστά
Κι ούτε μια χαραμάδα βρίσκεις που να μπάζει.

Το σπίτι,σήμερα, αποτελεί μια σκοτεινή αποθήκη.

ΑΧΤΕΝΙΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Κι ο παπα-Μαραθάς περνούσε ξυπόλητος την Ωραία Πύλη.
Τα μαλλιά του ανέμιζαν στο νυχτερινό αεράκι
Που έμπαινε από τα παράθυρα, μας έρραινε μ'αστέρια
Και δοξαστικές κωδωνοκρουσίες,
Πλεγμένες με τ'ανοιξαντάρια των αηδονιών.

Η γιαγιά ζητούσε τριακόσιες μετάνοιες στις ακοίμητες-
Εμείς σκύβαμε και μασούσαμε λιόσπορα.

Το πρωί,στην επιστροφή, μύριζαν τα γιασεμιά,
Η Ευανθία πλένονταν γυμνή κάτω από τη μανόλια
Και ψάλανε τα κάλαντα τ' αχτένιστα παιδιά.



Παρασκευή, 16 Μαΐου 2014


ΜΙΑ ΛΕΞΗ ΦΘΗΝΗ ΚΑΙ ΤΡΥΦΕΡΗ
Τα ημιτελή μου ποιήματα καταλήγουν επαίτες:
Κάθονται στου δρόμου τις γωνιές
Ζητώντας απ'τον κόσμο να τα τελειώσει.
Λεν "μια βοήθεια"-κι εννοούν μια λέξη
Μια λέξη φτηνή, φθαρμένη αλλά τρυφερή.

Δείχνουν ουλές και τραύματα που άφησε η αμέλειά μου.

Τα βλέπω απ το παράθυρό μου να απλώνουνε το χέρι,
Τα κοιτώ με συμπόνια
Όπως κοιτάς τη γυναίκα με το πράσινο φόρεμα
Ν'ανοίγει μιαν ομπρέλα
Κι είσαι μακριά για να τη βοηθήσεις,

Όπως κοιτάς ένα πουλί να ψάχνει στο χώμα
Και σου λείπουν δυο ψίχουλα να το ταΐσεις.

Η αλήθεια είναι ότι νιώθω κάποιες τύψεις.
Έπρεπε να επιμείνω-

Όμως ένιωθα κουρασμένος για ν'ανταποκριθώ
Στις απαιτήσεις των στίχων τους.

Τ'άφησα,λοιπόν, να φύγουν απ' το φεγγίτη κάποιο βράδυ
Πιστεύοντας ότι θα γίνουν άστρα...

Ψέμματα,κατά την κακή συνήθειά μου,λέω πάλι:
Είναι που πιάστηκα από άλλο ποίημα αβανταδόρικο
Όπως του δρόμου ο δονζουανίσκος  κυνηγάει τις ωραίες.










Δεν υπάρχουν σχόλια: