Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Ποίηση Γιάννη Τσίγκρα 26

Παρασκευή, 17 Ιανουαρίου 2014


ΔΕ ΖΕΙ Ο ΜΕΓΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Ο παππούς Γαρύφαλλος που συνήθιζε-
Παίζοντας το ρόλο
Της Γοργόνας με το δασύτριχο στήθος
Και το μακρύ σώβρακο-
Να ρωτάει τα μεσημέρια,
Που οι σκιές χαράζαν το ταβάνι,
Εμένα
Τον καθισμένο στα γόνατά του
Καπετάν Γιάννη,
Αν ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος,
Ήταν βέβαιος προχθές βράδυ
Που μ'επισκέφθηκε στον ύπνο μου
(Πενήντα χρόνια μετά το θάνατό του)
Ότι
Έκανε λάθος που επέμενε
Στην ερώτησή του:
"Μου το'πε ο Άγιος Σισώης:
Δάκρυσα για τη ματαιότητα
Των ανθρωπίνων" μου είπε
"Όταν στάθηκα πάνω απ' τον τάφο του.
Ο Μεγαλέξαντρος δε ζει,αγόρι μου
Τζάμπα σε κούρασα
Αλλ' ήθελα να μάθω".

ΧΩΜΑΤΙΝΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ
Οι υψηλόφρονες και οι οραματιστές
Γράφουν τη μεγάλη Ποίηση.
Εμείς
Απλά χωμάτινα λουλούδια
Ταπεινά μη με λησμόνει
Αφήνουμε, πριν χαθούμε
Λίγο απ' το άρωμα
-Δωρεά κι αυτό του Θεού-
Για να μας θυμούνται
Όσοι μας αγαπούν
Πριν κι εκείνοι μετοικήσουν
Στο γαλάζιο Επέκεινα

Πέμπτη, 16 Ιανουαρίου 2014

ΣΑΝ ΟΝΕΙΡΑ
Από τις ρωγμές του Χρόνου
Τρυπώνουν μνήμες-
Βιαστικές
Και
Ημιτελείς
Όπως τα τραγούδια των τρελών,
Φθαρμένες όσο ένα ποδήλατο
Στην αποθήκη.
Κλείστε αυτά τα παράθυρα-
Δεν μπορώ να βλέπω τη σκόνη
Των γκρεμισμένων αυτοκρατοριών,
Τις "υπέρ ψάμμον θαλάσσης
Άμετρον πληθύν"
Των ψυχών
Που έγιναν άστρα.
Κυρίως δεν μπορώ να αισθάνομαι
Μάτια ανεστραμμένα
Σαν τα, μετά τη βροχή, ηλιοτρόπια.

 

ΤΑ ΠΑΛΑΙΑ ΠΑΖΑΡΙΑ
Απ'τα παλαιά παζάρια
Στην πλατεία Ρήγα Φεραίου
Μου'μειναν φωτογραφίες-
Αυτή του αείμνηστου Κυριάκου
Με την πλαστική πεταλούδα
Και μια άλλη
Με τον ( επίσης βιαστικό)Παύλο
Σε χαλβατζίδικο.
Τα αισθήματα
Δε μεταδίδονται,βέβαια,με φωτογραφίες.
Αίφνης, πώς θα γευθείς
Το χαλβά Φαρσάλων
Με την οσμή ασετυλίνης και κανέλλας;
Πού βρίσκονται οι αθάνατοι
Αδελφοί Ρίμπα
Πάνω στις μηχανές τους
Μπροστά στο γύρο του θανάτου;
Για τον νεανία
Που μ' ένα εσώρουχο στο κεφάλι
Κραύγαζε "γυναίκε βολιώτισσε"
Σας έγραψα ήδη.
Όμως, εγώ νοσταλγώ
Και την ασώματο κεφαλή
Τα καρουζέλ και τους μικροφωνισμούς
Το βουητό και "το μαλλί της γρηάς"
Το τρένο του τρόμου
Και τους παραμορφωτικούς καθρέφτες
Που μ' έκαναν λεπτό κι υδροκέφαλο.
Νοσταλγώ τους πάγκους με τα βιβλία-
Την "Ωραία της ημέρας"και τη "Νανά"
Πλάι στο
"Υπόγειο" του Ντοστογιέφσκι.
Κακέκτυπα αλλά φθηνά
Που τα κόβαμε με το δάχτυλο βιαστικά
Στο χώρο με τις βελέτζες
Τις πάντες και τα χαλιά.
Κάποιες φορές σταματούσαμε
Και με μάτια πολυεστιακά
Πιάναμε τη ροή μιας κόμης από έβενο
Διαβάζοντας ταυτόχρονα
Το "Από υαλί χρωματιστό"του Καβάφη


Τετάρτη, 15 Ιανουαρίου 2014


ΤΑ ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ
Δε γράψαμε τίποτε για τους τσιρκολάνους
Της αθώας μας αρχαίας ηλικίας -
Κυρίως μ' ενδιέφεραν τα λιοντάρια
Ο μεθυσμένος κλόουν Μίσκα-
Τόσες τσέπες, τόσες τούμπες
Τόσο χειροκρότημα...
Κι ένα παιδί που έκανε το γύρο του στίβου
Καβάλα σε μια τεράστια χελώνα γκαλαπάγκος.

Ένα πρωί
Οι άγριοι φίλοι μου
Δραπέτευσαν από μια πορτούλα μικρή.

"Γαλακτοπώλης τις το επέρασε για σκύλο
Και το κυνήγησε με πέτρες"
Έγραφαν την επομένη οι εφημερίδες.
"Μια γηραιά κυρία είδεν άλλο
Στην πόρτα του πλυσταριού της.
Ευτυχώς ήσαν χορτασμένα-ίσως και να  νύσταζαν".

Το παράπονό μου υπήρξε για καιρό
Ότι δεν επισκέφθηκαν εμένα
Που τόσο τ'αγαπούσα.

Τρίτη, 14 Ιανουαρίου 2014


ΦΩΤΟΣΤΕΦΑΝΑ
Εκείνα τα τσέρκια
Που σπρώχναμε, παιδιά,
Οι περισσότεροι τ'αλλάξαν μ'αυτοκίνητα.
Για κάποιους γίναν,
Σ'ολόκληρή τους τη ζωή,
Τροχοί του μαρτυρίου.
Ενώ, σ' έλάχιστους παρέμειναν
Ό,τι,από εκείνα τα χρόνια,υπήρξαν:
Οι φωτοστέφανοι Αγίων.

Κυριακή, 12 Ιανουαρίου 2014

ΤΡΑΥΜΑ ΣΤΗΝ ΑΘΩΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΖΟΦΟΥ
Εδώ, στην άκρη του Καιρού
Ισορροπεί ένας κήπος
Νυχτερινός.
Πιασμένος σε μικρές πυγολαμπίδες
Άδειος από νεκρούς αδριάντες
Γεμάτος από ενύπνια πουλιών.
Εδώ, το απρόβλεπτο ελλοχεύει-
Είναι το τσικ της νυχτερίδας
Στο μάγουλό σου
Η αστρόσκονη στην κόμη και το πέτο
Κι ένας λευκός ιβίσκος-
Τραύμα στην αθωότητα του ζόφου.
Εδώ, στην κώχη του ματιού
Ας δούμε κάθε δάκρυ
Οθόνη
(Οι κήποι όλοι μοιάζουν)
Για μία προσευχή
Ένα φίλημα
Μια προδοσία.
 

Παρασκευή, 10 Ιανουαρίου 2014

ΜΑΣ ΚΟΡΟΪΔΕΨΕ Ο ΡΑΨΩΔΟΣ
Τα πουλιά κι οι πεταλούδες
Εδώ
Γίνονται
Φως.
Κι εκεί που πηγαίνουμε θα βρούμε
Τις κόρες με τ' ατέλειωτα βλέμματα
Και στα μαλλιά τους καρφωμένα
Τα
Νυχτερινά γιασεμιά.
Δεν υπάρχει πουθενά
Η Νέκυια των ίσκιων
Που διψούν για αίμα τράγου-
Τελικά
Ο τυφλός ραψωδός
Μας κορόϊδεψε.

Τετάρτη, 8 Ιανουαρίου 2014

ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΛΟΥΝ ΝΤΥΛΑΝ ΤΟΜΑΣ
Τα ποιήματα
Δεν φιλοξενούν πάντοτε
Τις σερπατίνες και τις άνουρες
Αλεπούδες
Του κλόουν Ντύλαν Τόμας
Ή
Τα πολύηχα σκαρίμπεια κουδουνάκια.
Κάποιοι στίχοι είναι κρυστάλλινοι.
Στη γλώσσα προσφέρονται των εγγόνων
Της Σταχομαζώχτρας.
Αλλοι ανασταίνουν το μάγο
Της Αιώνιας Επιστροφής-
Μια που όλα τελειώνουν και ξαναρχίζουν
Οφείλουμε να τ'αποδώσουμε έτσι
Ώστε να φανεί η ομοιότητα
Όπως φαίνεται ένας Άγγελος
Όπως ακούγεται το μπιγκ-μπαγκ
Αν γυρίσουμε στα βραχέα
Ένα ραδιόφωνο της δεκαετίας του 50
Μαζί με μαρς και κοασμούς
Και το "καλημέρα παιδάκια"
Της θείας Λένας.

Τρίτη, 7 Ιανουαρίου 2014

ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΕΙΝΑΙ ΓΔΑΡΜΕΝΟ ΦΩΣ
Φεύγω
Προς το φεγγάρι που ενεδρεύει
Ανάμεσα στα τελευταία σπίτια
Του Συνοικισμού.
Προχωρώ
Τυλιγμένος το ατέλειωτο πριόνισμα
Των γρύλων-ένα τεριρέμ δοξαστικό.
Το σκοτάδι είναι μόνο γδαρμένο φως.
Άτεχνα γδαρμένο
Με υπολείμματα άστρων και κομητών.
Περπατώ και βουλιάζω
Σε χρεμετίσματα αρχαίων αλόγων
Που σαπίζουν στην άκρη των λιθοστρώτων.
Ξεπερνώ παιδικά επιτάφια κεριά
Εφηβικούς λαβυρίνθους
Βεβαιότητες ενηλίκων.
Αποχαιρετώ μόνο τον άνεμο
Και κινούμενους πάνω σε τοίχους-
Σαν αποχαιρετιστήρια μαντήλια-
Ίσκιους κληματαριάς.

Δευτέρα, 6 Ιανουαρίου 2014

ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΛΥΠΗΜΕΝΟΥ ΣΚΥΛΟΥ
Ο άνθρωπος που σ'ακολουθεί
Όπως ο, τυλιγμένος την οσμή
Της αραβικής ακακίας
Ίσκιος του μεσημεριού
Έχει το βλέμμα λυπημένου σκύλου.
Ισορροπεί την, απ' όλα, παραίτηση
Σαν σβούρα
Στην άκρη των δακτύλων.
Μιλάει για το μυστήριο της απουσίας
Προοπτικής.
Βάζει στοιχήματα με τον εαυτό του:
"Υπάρχω, αν στρίβοντας τη γωνιά
Δω κάτι σαν ποίημα-
Ένα παιδί,να πούμε"
Ο άνθρωπος αυτός διαπερνά
Τους τοίχους και τα δευτερόλεπτα.
Καταλήγει ο ίδιος
Θεώρημα.

Πέμπτη, 2 Ιανουαρίου 2014

ΓΙΑ ΤΣΙΓΑΡΑ
Τίποτε δε χάνεται
Ο Καιρός θα στήσει και πάλι μπροστά μας
Ό,τι αφήσαμε πίσω.
Ένα ον ή ένα σκηνικό
Ένα τραγούδι ή μια σημαία.
Όλα θυμίζουν την πορεία του κλόουν
Το μεθυσμένο διαβάτη.
Ένα σκαραβαίο
Ένα παιδί,μια κόκκινη σβούρα.
Κι ό,τι ειπώθηκε για την Ιστορία
Πέστε το λογοπαίγνιο ατυχές.
Απλώς, κάποια φορά
Ο κύκλος θα επαναληφθεί
Και το δικό μας βλέμμα θα λείπει
Θα'χουμε πεταχθεί-
Ας το διατυπώσουμε έτσι-
Στο περίπτερο
Κάποιου ξένου Γαλαξία
Για τσιγάρα.

Τρίτη, 31 Δεκεμβρίου 2013

ΠΩΣ ΔΕΝ
Πώς χώρεσε τόσος πόνος
Στις τσέπες των κοντών παντελονιών
Που φορούσαμε παιδιά;
Τόσες προσδοκίες
Βραδινοί αποχαιρετισμοί
"Αύριο πάλι"που σήμαιναν "ποτέ"
Εκλείψεις και διαψεύσεις;
Εμείς πιστεύαμε
Ότι μαζεύουμε βώλους
Και αρχαία φυστίκια.
Περπατούσαμε ανέμελοι με τα χέρια
Εντός τους
Και δεν ακουμπούσαμε χαμένους έρωτες
Ευχές που δεν θ' άνθιζαν ποτέ
Φίλους που επέπρωτο να γίνουν άστρα.
Αγγίζαμε χαρταετούς κι όχι ερείπια.
Πώς δε νοιώθαμε τον Καιρό
Να λιγοστεύει σαν τη βροχή
Πριν το ουράνιο τόξο;

Δευτέρα, 30 Δεκεμβρίου 2013

ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
H Στιγμή της σύλληψης
Μοιάζει με τον τελευταίο
Νυχτερινό
Επιβάτη της αυτοκινητάμαξας
Με το σηκωμένο γιακά και τη βαλίτσα.
Ύστερα εμείς
(Αν θέλουμε ναμαστε
Οι εμείς-μεσα-στο-ποίημα)
Ψάχνουμε φθαρμένες εικόνες
Για πλαίσιο:
Το  τρενάκι
Που κουβαλούσε πηλό
Να γεφυρώνει δρομαία
Εαρινά νέφη.
Τις αγριόχηνες να τρυπούν
Το ΄πέπλο του λυκόφωτος.
Τα αερόστατα που,γέρνοντας
Απειλούσαν τους αχυρώνες.
Η αλήθεια είναι ότι
Μέσα στο στίχο ζούμε
Με τους τρόπους και την οικονομία
Ενός χρυσόψαρου στη γυάλα.

ΣΥΜΦΥΡΜΟΣ
Τα νυχτερινά γιασεμιά
Ανεβαίνουν στον ουρανό
Και παίζουν με τους αστερισμούς.
Έτσι, δεν καταλαβαίνεις
Αν
Ό,τι έδρεψες
Για την αγαπημένη
Είναι λουλούδι
Ο Σείριος
Ή ο Πολικός

Παρασκευή, 27 Δεκεμβρίου 2013

ΠΟΙΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΤΑΖΕΡΑ
Δεν περιμένω πολλά
Καθώς ο χρόνος μικραίνει
Τα χελιδόνια κουράζονται
Και τα σεντούκια κλείνουν
Ένα-ένα, ερμητικά
Με περισσότερες φωτογραφίες
Και λιγότερα παιγνίδια
Με κάποιες κάφτρες
Νυχτερινών τσιγάρων
Καθησυχαστικές
Για τον κακό λύκο
Που χάθηκε οριστικά στα παραμύθια:
Ένα κλαράκι ανθισμένης αμυγδαλιάς
Μου φτάνει
Ένα παιδικό
Μονόλεκτο,δειλινό,αυτοσχέδιο
Τραγούδι-
Κάτι σαν το "απιτιρινούια".
Κι ίσως το τελευταίο ποίημα-
Αυτό που μουφερε ο Άη Βασίλης
Κι η μάνα το ακούμπησε στην εταζέρα.

Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου 2013

ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΓΙΑ ΠΑΛΙΑ ΚΑΛΑΝΤΑ
Ξεκινούσαμε
Βουλιάζοντας στο χιόνι
Απ'του Κούγκουλου.
Δωμάτιο μοναχικό με κήπο
Μαρουλάκια να τινάζουν το λαιμό
Μέσα απ' το απέραντο λευκό-
Χαρά των σεισοπυγίδων
Και του κοκκινολαίμη.
"Να τα πούμε;"τολμούσαμε
Αν και γνωρίζαμε την απάντηση:
"Ουοχ',έχου θλίψ'".
Είχε κομμένο πόδι στο μηρό
Από κρυοπαγήματα στην Αλβανία.
Τού'λειπε το χωριό του το Καστράκι
Η ακολουθία του Μεγάλου Μετεώρου.
Του'λειπε και το Τσικάγο
Όπου ένα καιρό-παιδί-έβλεπε
Άλογα κάρρων πυροσβεστικών
"Να ζεύουντι μαναχάτα".
"Άστον, μωρέ",έλεγε ο Αλέκος
"Πάμε στη νονά μου, τη Ζαντερογλίνα
Να μας δώσει, απ'το σεντούκι φλουριά".
Ο Ζαντέρογλου
Διάσημος τότε ποδοσφαιριστής
Μας άκουγε στην πόρτα
Έδινε στον Αλέκο δίφραγκο
Και στη χάρη μου μια πενταρίτσα.

Παρασκευή, 20 Δεκεμβρίου 2013

ΟΝΕΙΡΟ ΓΑΤΑΣ ΣΕ ΧΡΩΜΑ ΒΙΟΛΕΤΙ
Προσδοκώ μια Ποίση απλή κι ασύνθετη
Χωρίς παρενθέσεις με λάβαρα προγόνων
Κι αίματα πετεινών.
Χωρίς αιφνίδιες αντιστροφές
Για να
Στεγνώνουν τα κρεμασμένα στον αέρα
Συναισθήματα.
Ένα ποίημα σαν τους γάτους των  κεραμιδιών
Που ονειρεύονται
Τον κίνδυνο σε χρώμα βιολετί.
Προτιμώ την πράξη από τη θεωρία.
Το Μιχάλη Κατσαρό με το νερό
Για τους αυχμηρούς καιρούς
Να μην απαξιώνει τον Έζρα Πάουντ-
"Υπήρξεν" έλεγε "και ποιητής":
Ακουμπούσε κάτω τα μπιτόνια
Και του άπλωνε το χέρι.
Αυτό είναι ποίημα.

Πέμπτη, 19 Δεκεμβρίου 2013


ΚΙ ΟΤΑΝ
Κι όταν αρχίσεις να σκάβεις
Για το, εντός σου
Κάρβουνο ή διαμάντι
Με νύχια
Με δόντια-
Θυμήσου:
Η αξίνη πάντοτε πέφτει
Απ'τον Ουρανό.

Δεν υπάρχουν σχόλια: