Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Ποίηση Γιάννη Τσίγκρα 17

Τετάρτη, 18 Ιουνίου 2014

ΕΝΑΝ ΑΠΕΡΙΓΡΑΠΤΟ ΟΥΡΑΝΟ
Κι έτσι, όπως έρχονται, σβήνουν την ανυπαρξία
Είναι η αρχαία μουσική αφετηρία και καταγωγή τους.
Κι έτσι, όπως, ένας-ένας, αποχωρούν σιωπηλοί,
Σημαδεύουν την άχρονη ατοπία
Του προορισμού-
Έναν απερίγραπτο ουρανό.






ΤΟ ΚΑΡΟΥΖΕΛ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ
Οι δρόμοι δεν κουράστηκαν να περιμένουν
Μα εμείς έχουμε γίνει,πλέον,δέντρα
Γεμάτα άνθη,έρωτες και περιστέρια.

Όταν οι δρόμοι καταπίνουν τα τριζόνια τους
Παίζουμε με το καρουζέλ των άστρων:
Το Σείριο,το Λαμπαδία, τον Ωρίωνα.
Τα δάκρυα ονομάζουμε βροχή,
Ρολόγια πράσινα τις σαύρες

-Πάντοτε ο Αιών ακινητεί-.

Ύστερα βγάζουμε  μαντίλι να σκουπίσουμε το μέτωπο
Και πέφτει χάμω η μέρα.
Ανάβει το πρωί, σαν τα κεριά στην Ποίηση του Σολωμού.

Αλλά ας θεωρούμε σπάνια εκτεθειμένη
Αυτή τη ζώνη των λυπημένων ομοτρόπων.
Το κάθε τι, είναι ζυγισμένο για να συγκινεί,
Αφού θα' ρθει το τέλος,
Σα μια γυναίκα που φυλακίζει στην παλάμη ένα τζιτζίκι
Και που προφέρει ακαταμάχητα το πόθεν,

Σαν το παιδί που ανακαλύπτει την ουσία της σιωπής του.

Δευτέρα, 16 Ιουνίου 2014

ΕΙΜΑΣΤΕ ΥΠΟΛΟΓΟΙ
Κι αν υποτεθεί ότι οι λέξεις έρχονται αιφνίδια
Όπως τα πουλιά,τα βραδινά τραγούδια
Και οι χελώνες,
Πάλιν είμαστε υπόλογοι για ένα αδέξιό μας ποίημα.

Οφείλουμε ανταπόκριση σ' ένα ρυθμό των σπλάγχνων μας
Ακόμη κι όταν μελετούμε ένα θαλασσόξυλο
Στρεβλό και κούφιο

Και τ'ονομάζουμε, αυθαίρετα, Ευνίκη.

Μας είναι απαραίτητη μια διάταξη ιδιαίτερη
Κάτι σαν το πρωτόκολλο σε δείπνο,
Όπου το "πλάι", διαλέγεται σωπαίνοντας

Ο εντυπωσιασμός είναι χαρακτηριστικό του παγωνιού
Και του κατσέρ.

Τότε που ο άλλος αποσπά έναν άγριο μορφασμό
Και τον πετά ψηλά-να εντυπωσιάσει.
ΟΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΕ ΚΑΘΕ ΓΝΗΣΙΟΝ ΕΦΙΑΛΤΗ

Τίποτε δεν υπάρχει χωρίς προορισμό:
Μια μαργαρίτα ανθίζει
Επειδή πρέπει να μάθουμε αν μας αγαπούν,
Το άλογο για να εφευρεθεί η έκφραση
"Σάπια χρεμετίσματα στα λιθόστρωτα",
Και το θύμα για να καπνίζει ο δολοφόνος
Σ'ένα άδειο,μακρινό βαγόνι που ταξιδεύει.
Πρέπει να ορίσω-σκέπτεται ο τελευταίος-
Πρέπει να ορίσω ως ισοκράτημα
Το δέντρο που σταμάτησε να ονειρεύεται στη βροχή,
Τον πελαργό
Που ραμφίζει ολόκληρη την αθωότητα
Κάθε "τάλαντον", όταν θυμάται τον Εσπερινό.

Και στο λυκόφως,
Μάζευαν οι πρόγονοι,στη χούφτα, τα κόκκινα σύννεφα
Και τους ζητούσαν να αφηγηθούν παλιές ιστορίες.

Κάποια στιγμή,οι ίδιοι
Γλιστρούσαν μέσα στις παντούφλες του πατέρα-
Όπως γίνεται σε κάθε γνήσιο εφιάλτη.

Σάββατο, 14 Ιουνίου 2014

ΝΑ ΚΡΥΒΩ ΤΙΣ ΑΝΘΙΣΜΕΝΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΣΤΗΝ ΤΣΕΠΗ
Βέβαια, τους παλιούς ουρανούς δε θα τους ξαναδώ.
Δεν προλαβαίνω.
Κι είναι φορές που σκέπτομαι το λάθος μου,
Να μην αποτυπώνω τη στιγμή που κραύγαζα "ευοί ευάν"
Στα χέρια-όπως κάνεις μ' ένα τατουάζ
Ή να μη την κρύβω, βιαστικά, στην τσέπη,
Σαν τους κλεπτομανείς με τα κουταλοπείρουνα.

Κι όμως,ο χρόνος,όποτε ξανασυναντιόμαστε,
Μου δείχνει πανδοχεία και ταβέρνες όπου
Αν θέλω
Μπορώ
Να κουβεντιάσω μαζί του για τα παλιά,
Να με κεράσει ένα κρασί,
Για πολλοστή φορά ν'ανανεώσουμε
Το ραντεβού μας στη Σαμάρα.


ΧΑΪ-ΚΟΥ
-Λευκό φεγγάρι
Η δαγγεροτυπία
Του πρώτου φόνου

-Από τα ράμφη
Διάφανων περιστεριών
Στάζει ο ήλιος

-Πάνω αστέρια
Πλάι μας ανθισμένες
Οι βερυκοκιές

Παρασκευή, 13 Ιουνίου 2014

ΚΑΙ ΡΩΤΩ ΤΙΣ ΗΛΙΚΙΕΣ
Ο μισός βρίσκομαι εδώ,
Άνθρωπος με προοπτική πλατάνου,
Κι ο άλλος μισός ταξιδεύω στη σιωπή
Που οι γηγενείς ονομάζουν σκοτεινή πλευρά
Του ποιήματος.
Θέλω να ενώσω τα διεστώτα,
Αλλά μου είναι δύσκολο, πλέον, να ονειρευτώ.
Κρατιέμαι προσεχτικά απ'τη μουσική και ρωτώ τις ηλικίες.
"Τρίτη γωνία δεξιά,στο φούρνο που έγινε ο φόνος"
Μου απαντάει κάποιος.
Κι Άννα που μου μιλούσε για το Λούκυ Λουκ έχει εξαχνωθεί
Κι ο κήπος, με τις ανθισμένες μηλιές,
Ταξιδεύει ανατολικά, ώσπου να γίνει ελέφαντας.

Ένα τραγούδι, ένα τραγούδι για τον καιρό
Που κρεμούσαμε κιθάρες στις ιτιές της Βαβυλώνας.

Πέμπτη, 12 Ιουνίου 2014

ΕΝΑ ΑΛΟΓΟ ΠΟΥ ΕΜΑΘΕ ΝΑ ΝΟΣΤΑΛΓΕΙ
Δεν πρέπει να είναι κι άσχημα εκεί,
Μέσα στους γαλαξίες και τους νυχτερινούς κήπους
Που με τις αποσκευές τους
(Νυχτοπεταλούδες κι όνειρα παιδικά)
Ανελήφθησαν.

Κάθε πρωί,των χερουβείμ τα πτίλα πέφτουν
Αργά και τελετουργικά,
Όπως περνάει μια μπάντα
Με το δεξί χέρι του μαέστρου να τινάζει
Τις νότες, σα να σπέρνει μεγάλες στιγμές,
Αμετάκλητες αποφάσεις
Ή ένας άνεμος στροβιλίζεται
Γύρω από ένα άλογο που έμαθε να νοσταλγεί.

Δεν πρέπει να΄ναι κι άσχημα εκεί.
Η μουσική,νόμισμα-και περνάει
Από χέρι σε φτερό, από ποίημα σε παιγνίδι.


Τετάρτη, 11 Ιουνίου 2014

ΚΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ
Είναι κάτι παλιά δωμάτια που θα βαρύνουν
Στα μεγάλα χέρια του Θεού.
Στα τζάμια τους φαίνονται,κολλημένες,αρχαίες φρυκτωρίες
Που κάποτε σήμαναν το αναπότρεπτο.
Στα έπιπλά τους στοιβάχτηκαν βόγκοι, γέλια,μοιρολόγια.
Γριούλες ξεμάτιασαν με λάδι και νερό
Άλλες άναψαν το καντηλάκι των Αγίων.
Απ' τα παράθυρά τους, κάθε πρωί,πετούσαν
Περιστέρια γεμάτα φως
(Κάποιες σταγόνες του έπεφταν στο πάτωμα
Κι έμεναν  ανεξίτηλοι λεκέδες).
Τα βράδια, οι νυχτερίδες κατευθύνονταν
Προς τους άδειους τους καθρέφτες.

Είναι κάποια παλιά δωμάτια,
Γεμάτα από τις προσευχές των παιδιών
Κι από τ'άσπρα χέρια των ερωτευμένων.

Τρίτη, 10 Ιουνίου 2014

Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΟΥ ΣΚΟΥΡΙΑΣΕ ΛΙΓΑΚΙ


ΜΕ ΠΑΝΤΙΕΡΕΣ ΚΑΤΩ ΑΠ' ΤΗ ΒΡΟΧΗ
Στο αναποδογυρισμένο καπέλο του έριξα ένα όνειρο
Από αυτά που, συχνά, σας ταχυδρομώ:
Γράφω το όνομα και τη διεύθυνσή σας
Και μου επιστρέφονται, με την ένδειξη "μετώκησεν".
Τότε η μουσική που έπαιζε,άλλαξε
-Σκούριασε  λιγάκι-
Το φεγγάρι έγειρε, σα να έλεγε: "Σιγά,ο Ενδυμίων κοιμάται".
Κι όμως ήταν ένα ευτυχισμένο όνειρο
Με παντιέρες
Κάτω
απ' τη βροχή.


Δευτέρα, 9 Ιουνίου 2014

ΑΠ' ΤΟΥΣ ΛΑΙΜΟΥΣ ΤΩΝ ΑΗΔΟΝΙΩΝ ΚΑΤΑΡΕΣ

Δεν περπατήθηκαν-πιστεύω- όλοι οι δρόμοι.

Αίφνης, δεν εκτέθηκε σε προθήκες super market
Ο Μέγας Κανών, του Αγίου Ανδρέου
Του Κρητός.
Και δεν τινάχθηκαν,
Απ' τους λαιμούς των αηδονιών, κατάρες.
Τα ιστιοφόρα δεν ποντίζουν,γι άγκυρες, ποιήματα
Κι ο Μίσκιν θα' έχει φυτρωμένο πάντοτε,
Μες την καρδιά του, ένα κρίνο.

Απ'τις ρωγμές μου, διακρίνεται το Αιώνιο:
Βουβός, ρήτορας καιρός, κάτω απ'τις καμπάνες,
Η κουβέρτα της θάλασσας να φανερώνει
Τα λυπημένα βλέμματα όσων αναχώρησαν
Μαζί με τ'όνομά τους.

Πάντως δεν ειπώθηκαν όλα.Κι αν αυτό συνέβη,
Υπάρχουν οι καθρέφτες με τα αλλότρια είδωλα
Και κυματίζει, σα σημαία, ένα παλιό μου τραγούδι:
"Στο πουθενά και το ποτέ ανάμεσα
Υπάρχει ένας καιρός
Για να ξεχνάς τη λήθη".



Παρασκευή, 6 Ιουνίου 2014


ΕΥΘΡΑΥΣΤΑ
Κι αν σας μιλώ με παραβολές
Είναι γιατί θεωρώ εύθραυστα τ'αστέρια.


ΠΕΡΝΑΕΙ ΠΕΡΝΑΕΙ Η ΜΕΛΙΣΣΑ
Απλώς, όλα τελεσιουργούνται στη Σιωπή,
Στη δραπέτευση "επί γυμνού"-Οι άλλοι
Έμειναν με τη σινδόνη, πέρασε ο νεανίσκος
Πώς αλλιώς θα βρεθείς
Κοντά στον πόνο ενός Θεού;
Τίποτε δεν απομένει,
Οι τελώνες φορούν τα επιμανίκια,
Μαζεύουν τη χρυσόσκονη απ'τη ζυγαριά,
Δικές μας οι σπάνιες λέξεις
Ανοίγουν όπως ο καρπός της ρετσινολαδιάς.

Nα προλάβεις να πεις "φεύγω". Όπως τραγουδούσαμε
Το"περνάει,περνάει η μέλισσα".



Πέμπτη, 5 Ιουνίου 2014

ΠΡΟΣ ΤΙ ΤΑ ΥΒΡΙΔΙΑ;
Οι μοδίστρες του παλιού καιρού γονάτιζαν
Μπροστά σε μισοφωτισμένους καθρέφτες-
"Εδώ, θέλει γέμισμα", έλεγαν στη νοικοκυρά
Με μια καρφίτσα κάτω από τη γλώσσα.
Έξω ακούγονταν ένα ακορντεόν
Και προς τί
Τα υβρίδια κάποιων ποιημάτων;
Η λέξη φοράει ημίψηλο και συστήνεται:
"Χαίρω πολύ,
Ο πρώην κασσιτερωτής σας.
Τα παιδιά μου γεμίζουν
Την εαρινή εσπέρα σας μ'αερόστατα.Φαίνονται
Στα σκοτεινά παράθυρά σας,εκτός κι αν ξεχνάτε.

Οι εποχές αλλάζουν
Και κάθε λυπημένη ιστορία,πλέον,παρασιωπάται".

Ο ΜΑΣΤΙΧΑΣ Ή ΕΝΑ ΣΚΟΥΡΙΑΣΜΕΝΟ ΡΟΠΤΡΟ
Γράφω ποίηση επειδή
Εξακολουθούν να ψάλλουν οι άγγελοι χερουβικά,
Η γιαγιά δε σταμάτησε ν'ακουμπάει την ψυχή της
Στην κάφτρα του καντηλιού,
Το λυπημένο βλέμμα των παιδιών πετάει μενεξέδες.

Γράφω ποίηση όσο τα συντριβάνια αναβρύζουν
Τις μεσημβρινές φωνές αρχαίων πλανοδίων.

Λέτε να βλαστήσει ο μαστιχάς ή ένα σκουριασμένο ρόπτρο;

Εγώ πάντως θα προσπαθώ.

Εκτός κι αν βρεθώ,αιφνίδια, σ' άλλο πλανήτη,
Φορώντας μιαν εξαίσια μουσική
Κι οι φίλοι δεν θα με κοιτούν, πλέον, στα μάτια.


Τετάρτη, 4 Ιουνίου 2014

ΚΑΙ ΚΑΠΟΙΑ ΒΡΑΔΙΑ


ΦΙΛΟΚΑΛΟΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Και κάποια βράδια έρχονται τόσον αργοπορημένα
Στα ραντεβού τους
Κρατώντας την "Ατθίδα" και την "Φιλόκαλον Πηνελόπην".

Ξεφυλλίζουν σελίδες
Με φιγουρίνια του μεσοπολέμου,

Από αυτά ξεπατίκωνε η θεία Ανδρονίκη
Φορούσε και τις κρέμες που πρότειναν.

Αλλά πέθανε,
Όπως θα πεθάνουμε όλοι.


Και κάποια βράδια είναι τόσο γλυκά-
Στάζουν διάττοντες και ψάχνουμε τα μάτια
Όσων αγαπούμε
Να δούμε τα είδωλα τους,

Ψάχνουμε τις ντουλάπες-
Πού να τρύπωσε ο Τζίμινι Κρίκετ;

Τον ακούμε πάντως τον τυπάκο
Εμείς οι, κατ' Έλιοτ, κούφιοι άνθρωποι
Γι αυτό και νιώθουμε γαλήνιοι στο σκοτάδι.
ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ ΟΣΤΕΟΦΥΪΑ
Στην πραγματικότητα, δεν αγαπήσαμε τα γυμνά δέντρα
Που,στέλνοντας το ένα στο άλλο πουλιά,
Σχεδιάζουν,για μας, μιαν Άνοιξη.

Σκαλίσαμε πάνω τους μια καρδιά, γεμάτη υπερβολές,
Made in Japan υποσχέσεις
Κι αποχαιρετισμούς
Όπως οι Εβραίοι επί των ιτεών Βαβυλώνος.

Κρεμούσαμε στα κλαδιά τους χαρταετούς,
Τα βασανίσαμε αρκετά με κούνιες.

Κι  η Ευθυμία που τ'αγκάλιαζε,
"Μόνον εσείς μου απομείνατε"ψιθύριζε-
Γιατρός ΩΡΛ, αργότερα
Παντρεύτηκε ένα ποδοσφαιριστή,
Τα ξέχασε.

Ο Νταλί,βέβαια,χρησιμοποίησε ένα τους για μοντέλο
Στον πίνακα "Μεσημβρινή οστεοφυΐα κυπαρίσσου"
Κι αυτός, στην προθετική του τρέλα πάνω.

Δεν πιστεύω να θυμήθηκε τα εγκαύματα των κεραυνών.

Α, η κρύα βροχή και το τσεκούρι του υλοτόμου...
Όχι δεν αγαπήσαμε τα δέντρα.


Τρίτη, 3 Ιουνίου 2014

ΕΝΑ ΜΑΤΣΑΚΙ ΚΙΤΡΙΝΕΣ ΛΕΞΕΙΣ
Οι γριούλες του κάμπου, με τις φστάνες,
Ανέβαιναν, τα καλοκαιρινά απογεύματα, σε σωρούς σβουνιάς
-Λένε πως δροσίζει στα βουνά-
Μ'ένα τσίγκινο πιάτο γεμάτο σκορδάρι.
Κι εκεί, κάτω απ' τον ψαλιδισμένο, από χελιδόνια
Με κόκκινη κοιλιά,ουρανό,
Κάτω από κιρκινέζια,
Κι ενώ μακριά, στα σταροχώραφα,
Τα τρένα κυνηγούσαν τον καπνό τους,
Σώπαιναν,πίνοντας το ρόφημά τους.

Θα'θελαν να μιλήσουν για τα παιδιά
Που έφυγαν ξαφνικά κοιτάζοντας τον ουρανό
Για ένα δέντρο που 'μενε σιωπηλό στη βροχή
Και για το θέρο που μόνο τα τζιτζίκια δεν κούραζε.

Αλλά κανένας δεν τους δώρισε ποτέ ένα ματσάκι λέξεις
Κουρασμένες,κίτρινες σαν τα στάχυα και τα δόντια τους.

Κι έτσι έμεναν σιωπηλές πίνοντας την αραιή σκορδαλιά τους
Ώσπου ο ίσκιος απ' τ' αγριοβασιλικά έσβηνε
Κι αλληθώριζε ψηλά η Πούλια.


Δευτέρα, 2 Ιουνίου 2014

ΣΑ ΝΑ'ΤΑΝ ΜΑΝΟΥΑΛΙΑ
Αυτός ο άνθρωπος απολογείται στα δέντρα
Ζητώντας,μ'ένα του χεριού του τίναγμα,
Την υπόκρουση ενός μαντολίνου,
Όπως ο σαλτιμπάγκος κρέμεται, για να υπάρξει,
Από την πίκρα και το γέλιο των αγνώστων.

Αυτός ο άνθρωπος περιγράφει στα φυλλώματα,
Την ουσία της αθωότητας,
Όσων περπατούν ακόμη στο όνειρο ενός πουλιού.
Κι οι κομήτες μπαίνουν στο δωμάτιο
Απ' τ' ανοιχτά παράθυρα
Και τα μπαούλα αχνίζουν τα νυχτερινά του Σοπέν.

Α,υπήρξε η εποχή που ο αρχάγγελος
Υάκινθο, αντί για ρομφαία, κρατούσε
Και όριζαν οι τελευταίες παιδικές φωνές,
Δρόμους προς το φεγγάρι.


Υπήρξε η εποχή που οι γυναίκες
Έψαχναν,κάτω από τη σκάλα, για τους πεθαμένους τους
Κι ένας μικρός αέρας από το παράθυρο
Έσβηνε τα μεγάλα μάτια τους
Σα να'ταν μανουάλια.



Σάββατο, 31 Μαΐου 2014

ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΤΟΥ ΣΙΜΟΥ ΤΟΥ ΥΠΑΡΞΙΣΤΗ
Κι ονειρευτήκαμε, τόσο πολύ, ότι δραπετεύουμε
Ότι από του κόσμου  βγαίνουμε το παραμύθι,
Και τα κουφάρια των χαρταετών φορούμε για καπέλα,
Που,δεν μπορεί,θα απορήσουν τα πουλιά και τα ηλιοτρόπια.
Θα πουν: Αυτοί είναι απόγονοι του Υπαρξιστή του Σίμου
Με το ιπτάμενο τζιπάκι και τις ρέγγες.
Λιάζονται στα λούμπεν της δεκαετίας του 50-"Εμπρός
ποιος είναι;-Είμαι αυτή που έφυγα από την αγκαλιά σου".
Θα δουν στα άσπρα μας μαλλιά μια μπούκλα διαγώνια,
Στο παιδικό μας στήθος ένα χαϊμαλί,
Σα μπλε του μπακλαβά κομμάτι .
Μαζί θ'ανέβουμε, με λυπημένα αυτοκίνητα, τον Μπράλο,
Τότε που η διαδρομή Βόλος-Αθήνα ήταν ταξίδι
Στης Γης στο κέντρο
Κι έτρωγες, φτάνοντας,πατσά με σκόρδο, στην οδό Ικτίνου.



Δεν υπάρχουν σχόλια: