Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Ποίηση Γιάννη Τσίγκρα 9

Τρίτη, 7 Οκτωβρίου 2014

ΜΕ ΠΡΩΤΟ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ
Γράφουμε, σ'όλη μας τη ζωή, ένα μονάχα ποίημα,
σε άπειρες παραλλαγές,
για λόγους διαφορετικούς για τον καθένα.
Κάποιος ψάχνει στο ζόφο ένα φως
κι άλλος τα παιδικά του χρόνια,
ο τρίτος ακονίζει οργισμένος τα μαχαίρια του.
Κι ένας πικρός, λησμονημένος,
σκηνοθετεί ένα όνειρο, πως να, όπου να'ναι
γυρίζουνε οι πεθαμένοι του, με πρώτο τον πατέρα.




Δευτέρα, 6 Οκτωβρίου 2014

ΓΡΑΦΩ ΓΙΑ ΝΑ ΝΙΩΘΩ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΜΟΝΟΣ
Ανάμεσα απ' τα δάχτυλά μου, περνούν παλιές ιστορίες κι ονόματα,
κάποτε έβρισκα πως μ' αφορούσαν, τώρα βαραίνουν
όσον η πέτρα στο λαιμό του αυτόχειρα,
όσο τα όνειρα χωρίς όνομα κι οι άδειοι σταθμοί των τρένων,
γράφω λοιπόν για να νιώθω λιγότερο μόνος, κι εκείνο το φεγγάρι,
α, το φεγγάρι που έλαμπε σαν το θάνατο,
μπροστά στα μάτια των καταδίκων,έχει πάρει το χαλκοπράσινο χρώμα
παλαιών λειψανοθηκών, γράφουν απέξω,
με αβέβαιη ορθογραφία, αφορισμούς
κι ο Μορίς Λεμπλάν τελείωσε,στο καφέ,
την κουβέντα του με τον Αρσέν Λουπέν,
"φίλε δε μπορείς να τη γλιτώνεις πάντα,
αυτή τη φορά θα σε παραδώσω,κουράστηκα",
το ξέρω, θα μου πείτε, είναι η συνέχεια μιας παλιάς σιωπής,
διαβάζαμε τη Μάσκα, στο φως του στύλου κι ο Σκορδάς
φώναζε από απέναντι,"γαμωτοκέρατό σας, αφήστε μας να κοιμηθούμε".
Σας είπα, παλιές ιστορίες κι ονόματα που δεν μιλούν πια.

Κυριακή, 5 Οκτωβρίου 2014

ΟΠΩΣ ΤΑ ΤΡΙΖΟΝΙΑ
Κι η έμπνευση,
αυτό το κογιότ που έρχεται από την Πλειστόκαινο
με σημαία του το "εγώ"
να χρεωθεί παρακαλώ πρώτα στους επαναστάτες ποιητές-
ας ακολουθήσουν οι άλλοι με τ'ασημένια φύλλα και τ'αηδόνια,
μια διακόσμηση
Τί,στο μπιπ, εκ του μηδενός, δημιουργούμε;
Ούτε καν έναν ασπρόμαυρο έρωτα,το ψαλίδι
στο δεξί χέρι,κοπτοραπτούδες
κι όμως, γεμίσαμε τον τόπο, όπως τα τριζόνια ένα δάσος.

Παρασκευή, 3 Οκτωβρίου 2014

ΕΓΩ ΔΕ ΜΙΛΩ Μ' ΕΝΑ ΚΟΥΚΟΥΛΙ
Ο άγνωστος χ, κάποιο βράδυ, χτύπησε την πόρτα μου,
του άνοιξα αμήχανος, "μη φοβάσαι" μου είπε
"θα σε βοηθήσω να γράψεις το ποίημά σου, αρκεί
να γνωριστούμε" μα εγώ τον ήξερα από παλιές εξισώσεις
"ευχαριστώ"του απάντησα "μου είσαι οικείος αλλά
είναι δύσκολο να συνεννοηθώ με μια μάσκα, μια σύμβαση
ένα κουκούλι,εγώ έχω τα σίγουρα αστέρια μου
και τις φωνές όσων δεν βλέπω".
Χαμογέλασε και κάθισε,άνοιξε ένα μπλοκάκι
και "δεν αμφιβάλλω" συνέχισε "αλλά πίσω απ' όλα αυτά
βρίσκομαι εγώ κι εμένα δε με γνωρίζεις,
λοιπόν και τ'αστέρια σου δεν ξέρεις τί είναι
και εκείνοι που μιλούν, κάτω στο δρόμο σου είναι άγνωστοι".
Εξακολουθούσα να τον κοιτάζω αμήχανος
"μα και σένα ποτέ δε θα σε προσεγγίσω κατ' ουσίαν"ψέλλισα
"και ποιος σου είπε
ότι αυτά που γράφεις τα φτάνεις οντολογικά, το φαινόμενο
είναι, μια απλή σκηνοθετική απόπειρα
κι αυτή αποτυχημένη"
και άρχισε πυρετωδώς να γράφει για λογαριασμό μου.

Πέμπτη, 2 Οκτωβρίου 2014

ΕΝΑ ΣΑΛΙΩΜΕΝΟ ΜΟΛΥΒΙ
Κάποια από τα ποιήματά μου, τα μάζεψα απ'τ' ανθισμένα
κλωνάρια των αρμυρικιών, άλλα  γύρω από μηρμυγκοφωλιές,
μερικά άναψαν με το που τ' άγγιξα κι άλλα έμειναν σαν την κόρη
των ρομαντικών, που έσερνε "μόνον φθινόπωρα και άνοιξην καμμίαν".
Αγάπησα όσα κατευθύνθηκαν, σαν προσευχή,ενώπιόν Του,
τα ποιήματα- εσπερινοί, μου δρόσισαν τα χέρια, όταν η Πούλια άνθιζε
κι έλεγα "θου Κύριε,φυλακήν τω στόματί μου, αλλά, στα δάκτυλά μου,
άφησε
αυτό το σαλιωμένο μολύβι, να γράφω παντού, στα έπιπλα και την καρδιά μου",
ο Κέρουακ έγραψε ένα ολόκληρο μυθιστόρημα, σ' ένα ρολό χαρτιού υγείας,
εγώ,μαζεύω ποιήματα απ' τις πολύχρωμες ομπρέλες, την ώρα
που περνάει ένα ταξί και κλείνουν άδοξα,τινάζονται, σαν τους καρπούς
της ιπποκαστανέας, στη μύτη μύτη των διαβατών, προσφέροντας την
αίσθηση ότι τα βουνά ταξιδεύουν,περνούν απ' το ένα όνειρο στο άλλο,
έτσι όπως γίνεται με τα διηγήματα του Μάριου Χάκκα,ο μισοσαστισμένος
ήρωας μπερδεύει τις πόρτες των μικρών κειμένων,το θάνατο και τη ζωή.


Τετάρτη, 1 Οκτωβρίου 2014

ΚΙ Η ΝΥΧΤΑ
Κι η νύχτα είναι τόσο ωραία απόψε,
σαν τους αγνώστους που σου ανοίγουνε την πόρτα
και λεν "περάστε".
ΔΕ ΦΕΥΓΕΙ
Ο φόβος είναι ένα ιδρωμένο άλογο
κι έχει αναβάτη το λειψό φεγγάρι
και τραγουδάει τις νύχτες,
διασχίζοντας τα όνειρα των δέντρων,
ξυπνώντας την αρχαία μοναξιά της πέτρας.
Δε φεύγει κανείς, μόνον ο φόβος της απουσίας
τριποδίζει στους δρόμους.
ΕΧΟΥΝ ΟΛΟΙ ΦΤΕΡΑ;
Πώς, αλήθεια, θ' αντιδρούσε
ο Φώτης Κόντογλου, ο Κυδωνιεύς
ή ο συγγραφέας των αρεοπαγιτικών συγγραμμάτων,
αν ισχυριζόμουν ότι, κάποιοι άγγελοι,
δεν  έχουν φτερά;

Τρίτη, 30 Σεπτεμβρίου 2014

ΚΑΙΡΟΣ, ΓΙΑ ΕΞΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ, ΥΠΑΡΧΕΙ;
Μη τον βλέπετε έτσι μαύρο και δρεπανηφόρο,
είναι εξαιρετικά ευάλωτος και, πότε-πότε, χάνει στο σκάκι
-ο Ίγκμαρ Μπέργκμαν το διαισθάνθηκε-.
Σε πλησιάζει την ώρα που σβήνουν,στη μνήμη,
οι για την ύπαρξή του αποδείξεις,
όταν κατεβάζεις,ας πούμε,
ένα καπέλο, μπροστά σε μια ξένη σου πλάκα
με γράμματα και λατινικούς αριθμούς
ή φωνάζεις τον Στέτσον,απαλά σε πλησιάζει,χορεύοντας
όπως ο Νιζίνσκυ ή ο ίσκιος του γιασεμιού στο φωτισμένο τοίχο,
τρυφερά σε αγγίζει,είναι και δεν είναι σαν τη φλόγα
ανάμεσα στα δάχτυλα κι ύστερα σου υπενθυμίζει
μια συνάντηση που είχατε μαζί του, σ'ένα καφέ,δεν το θυμηθήκατε,
"καιρός, να εξασκήσω τη μνήμη μου, υπάρχει;"ρωτάς.

Δευτέρα, 29 Σεπτεμβρίου 2014

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ
Σε μια διαρκή κατάσταση απροσδιοριστίας,
ενδεχομένως
να φανεί και το τελευταίο αερόστατο.
Ο ΤΣΑΚΙΤΖΗΣ
Η ζωή είναι γεμάτη κόμπους, αίφνης,
το λούμπεν άσμα "αν θα μ'αρνηθείς(δις) θα γίνω
για σένα τσακιτζής"το τραγουδούσε,
για ένα μόνο μεσημέρι καλοκαιριού,
κάποιος τσιγγάνος, στο σκαλί του μπακάλικου, ως
"αν τ'αμαρτηθείς, τα ίνω, τα ίνω γκια σένα ταξιτζής",αυτό
στη δεκαετία του 60,αρχές κι έπειτα λύθηκεν ο κόμπος,
δεν τον είδα, άλλωστε, ποτέ,διάβαζα στην εφημερίδα "Ακρόπολις"
δεξιών φρονημάτων, για την ζωή του Τσακιτζή, "του ιππότου των ορέων".
Θα μπορούσα να τραγουδήσω για ένα βλέμμα κοριτσίστικο
κι,ανεπίστρεπτα χαμένο,άλλος κόμπος,
αλλ' αυτή η ποίηση μου θυμίζει ό,τι ονομάσαμε
ξεφωνημένο,έχει μια δόση υστερίας, εγώ φορώ βενετσιάνικες μάσκες
κι αν τους αρέσει-η ζωή είναι ένα νευρικό κομπολόι,
συναντήσεις, αγγίγματα και ο καθένας συνεχίζει το δρόμο του,
δεν ξέρω πόσο είναι το μερίδιο ευθύνης μου, αλλ' αυτό συμβαίνει.

Κυριακή, 28 Σεπτεμβρίου 2014


ΚΙ Η ΠΟΛΗ ΣΤΕΓΝΩΝΕΙ
Πού χάθηκαν τόσα ποδήλατα,σε ποιους ουρανούς πετούν;
Στο σχόλασμα, η οδός Κύπρου γίνονταν ένα ποτάμι,
στο κέντρο ανεβοκατέβαινε η ομπρέλα του κ.Μπένη,πεζός αυτός,
μαχαλόμαγκας εκ Κοκκινιάς,κούτσαινε και δε σήκωνε καζούρα,
με καμπαρτίνα Κλουζό-σας μίλησα για τον άνθρωπο-μα εμένα
μ'ενδιαφέρουν τα ποδήλατα,οι νταλίκες που λέμε σήμερα,
ποιους ουράνιους δρόμους πήραν,πρέπει να'χε φεγγάρι, το ξέρω
ότι δεν θα τα ξαναδώ, όλα μαζί,
με τα κουδούνια και τις σημαίες τους,
έστριψαν ξαφνικά σαν τις διηγήσεις των αγαπημένων μας,
πέταξαν,βρίσκονται κάπου όλα μαζί,δε σκουριάζουν πλάι
σ'ανθρώπινες καρδιές, τα ποδήλατα ζουν περισσότερο από
τους ποδηλάτες, ίσως κατευθύνθηκαν στο Σείριο και τον Πολικό.
Έρχονται ενίοτε στα όνειρά μας, κάποιοι τα χρησιμοποιούν ακόμη,
με ταχύτητες, σε αγώνες βουνού,κάποτε είδα το Βαραλή,
να κατεβαίνει απ'το Πλιασίδι, όμως εγώ ονειρεύομαι το ποτάμι
της Κύπρου, με κόντρες και σούζες στη σχάρα, τα απίστευτα
κουδουνίσματα,η "καντάδα", μπροστά στο Θηλέων, τί σας είπα,
μεγαλώσαμε κι η πόλη στεγνώνει από αισθήματα.

Σάββατο, 27 Σεπτεμβρίου 2014

Η ΘΡΥΜΜΑΤΙΣΜΕΝΗ ΠΕΤΡΑ
Το ξέρω, σας έχω κουράσει,
όμως η παρουσία σας,
γεμίζει τα μεγάλα χάσματα της ψυχής μου,
αυτά που από μικρές ξεκίνησαν ραγισματιές
γεμάτες άνθη που αντιστέκονταν,
στις μακροχρόνιες καταιγίδες.
Το ξέρω,είναι καλύτερα ν'ανάψεις μια λάμπα
στην άκρη του κόσμου για τους χαμένους φίλους
παρά ν' ακούς ιστορίες προς παραμυθίαν
από κάποιον που πιστεύει ότι ενώνονται τα διεστώτα
και γη αγαθή ξαναγίνεται η θρυμματισμένη πέτρα.
ΕΝΑ ΦΩΣ ΑΝΑΜΜΕΝΟ ΕΠΙΤΕΙΝΕΙ ΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ
Ο Πρίντζος έκοβε μια φεγγερή φέτα ψωμί για τον καθένα
κι εμείς κοιτούσαμε, απ'το παράθυρο, τα κιρκινέζια
και τα χελιδόνια με την κόκκινη κοιλιά που μπαινόβγαιναν
στο στάβλο, η μανιά έκανε το σταυρό της κι η κόρη της η Αναστασιά
έπαιρνε το φαΐ κι ανέβαινε στον αχυρώνα,ήταν μόνιμα
και μ'όλους θυμωμένη και κοιμόνταν στις μπάλες,
παλιά, πολύ παλιά όλα αυτά, όταν δεν βλέπαμε τις πυγολαμπίδες
των στιγμών ν' αναβοσβήνουν, όταν δε βλέπαμε το χρόνο
να ελίσσεται όπως τα καρλιώτικα ψάρια στο χάντακα,
να κρύβεται στα μάταια λόγια, τα κούφα ποιήματα
κι ήταν τα πάντα ένα παρόν ασάλευτο,γήλοφος με κρυφές
κουκουβάγιες, μόνον οι μοναχικοί επιβάτες των τρένων
τον ένιωθαν τον χρόνο,έβγαζαν απ'την τσέπη ένα μπλοκάκι
και σημείωναν ή κουβέντιαζαν μόνοι,τρέμοντας τη σήραγγα
που θα ακολουθούσε, άναβαν βέβαια τα φώτα,
αλλ' ένα φως αναμμένο,
επιτείνει τη μοναξιά
και γεμίζει θλίψη τα μάτια.

Παρασκευή, 26 Σεπτεμβρίου 2014

ΠΡΟΚΛΗΣΗ
Αν διαβάσουμε τις "Περιπέτειες ενός προσκυνητή",
έργο απλού ανωνύμου μοναχού,
θα αστράψει,εντός μας, η πρόκληση,
να καθαρίσουμε τα εργαστήριά μας από λέξεις,
δύσκολους τοκετούς ποιημάτων,ημιτελείς απόπειρες,
δρόμους απάτητους ώς τώρα,
καναδυό καροτσάκια σκουπιδαριό,
να φυσήξουμε τα φωσφορίζοντα μοντέλα και
να προσπαθήσουμε να νιώσουμε
-στην πράξη-
το
"μνημονευτέον μάλλον Θεού ή αναπνευστέον"

Το ξέρω, εγώ πρώτος, θα ξαναρχίσω να μαζεύω άστρα
και νυχτοπεταλούδες
κι άλλοι θα πετούν,ζογκλέρ, τις κορύνες των ερώτων τους.
Αυτά
δυστυχώς
συνηθίσαμε να θεωρούμε ποίηση.

Πέμπτη, 25 Σεπτεμβρίου 2014


ΤΑ ΓΛΥΚΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΑ
Αυτό τον καιρό, τ'απογεύματα είναι γλυκά
σαν το χαμόγελο μιας θείας που μας υποδέχεται στον κήπο της
μια φορά το χρόνο,
κι έχει κεφάλι πυργοειδές απ' τα τούλινα καπέλα,
τραγουδάει στη γλώσσα που της δίδαξαν οι άγγελοι,
μπερδεύει τα ονόματά μας με τα ονόματα των λουλουδιών
κι εγώ γίνομαι η ντάλια κι εσύ το χρυσάνθεμο.
Όταν θα φύγει εκείνη,κυνηγώντας ό,τι ονειρεύονταν από παιδάκι
την καρδιά,ενδεχομένως, ενός καλοκαιριού που στοίχειωσε τα νιάτα της
εσύ θα ξαναγίνεις εσύ, εγώ θα ξαναπάρω το όνομά μου,
η ντάλια θα ομορφύνει τον κήπο
και τα χρυσάνθεμα θ' ανθίζουν το φθινόπωρο.
Ο,ΤΙ ΑΝΑΔΕΙΚΝΥΕΙ ΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥΣ
Έφυγαν όλοι και μου άφησαν
τη μουσική
φόδρα
του  πανωφοριού τους,
μια λάμπα που ανάβει δύσκολα
κι ένα κομμάτι πηλό ,
να φτιάξω τα,αέρινα, ομοιώματά τους,
να αναδείξω
ό,τι,τελοσπάντων, από εκείνους,
συγκρατεί η μνήμη.
Έφυγαν όλοι, με τσέπες άδειες από βότσαλα
κι αυτό σημαίνει ότι
επιδιώκουν την αιώνια ξενιτεία.
Έφυγαν δίχως να με ρωτήσουν αν αντέχω
ένα χώρο άδειο σαν τον ουρανό,
μιαν απουσία αναπνοής,
κάποια  του νεύματός τους
απροσδιοριστία.

Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2014

ΠΩΣ ΝΑ ΚΟΙΜΗΘΩ;
Πρέπει να είχα κουραστεί,
κυνηγώντας, με την απόχη, αστέρια
κι είπα "ώρα για ύπνο",
όμως τούτο το φανάρι
-πες τε το και φεγγάρι-
κρεμάστηκε στη συκομουριά, που φτάνει
ώς το παράθυρό μου
και μου μιλάει, με τις ώρες, για τους απλούς ανθρώπους
με τις ματωμένες, σαν παπαρούνες, καρδιές.
Πώς να κοιμηθώ;
ΤΟ ΜΟΥΣΙΚΟ ΠΡΙΟΝΙ ΤΟΥ ΦΙΤΖΕΡΑΛΝΤ
Κι η μικρή τουλούμπα,πίσω από το τσιμεντένιο περίπτερο,
απέναντι απ'του Πατσιαντά το κουρείο, που μου' κανε τσικ
"την πιάσαμε την ψείρα", η τουλουμπίτσα που ξεδιψούσε
όλους τους "λερώνει" της αγοράς και τ'άλογα της Ούντρας
στέρεψε κι αυτή, κι η λεύκα μπροστά της ξεράθηκε
και τα πετροχελίδονα τσιρίζουν,πατέρα,θα ξανασυναντηθούμε,
δεν ξέρω αν θα βρέχει μοβ ανθάκια κουτσουπιάς, αν θα οδηγείς
το 612 τρίκυκλο και οι μαχαλόμαγκες του κάμπου θα τρέχουν
από πίσω μας,φωνάζοντάς με "χοντροκόψιδου"-αυτά συμβαίνουν
στα όνειρα-εκεί, μάλλον θα'ναι σαν ένα μικρό νυχτολούλουδο
σαν το μουσικό πριόνι του Φιτζέραλντ,κι αυτά συμβαίνουν στη λογοτεχνία,
εγώ λέω θα' μαστε σαν δυο μικροί αέρηδες που συναντήθηκαν,
σα δυο παιδιά που  του λευκού ανιχνεύουν την ουσία.

Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2014

ΜΙΑ ΠΑΡΑΦΟΡΑ
Προχτές σκαρφάλωσα ψηλά,
κι απ'το φεγγάρι, κοίταξα εντός μου:
Δεκάδες διαβάτες φτερούγιζαν σε νυχτερινούς κήπους,
είχε μια μαεστρία, μια παραφορά η εικόνα.
Κι ύστερα πρόσεξα τα πρόσωπά τους,ήσαν εκείνοι
που, κάποιο απόγευμα, είπαν στη μάνα τους:
"Βαρέθηκα να χάνω στο σκάκι και τα αινίγματα,ετοίμασέ μου
τις βαλίτσες, τα ρούχα μου μόνο"
μα πάλι,αναποφάσιστοι, ξανάπαιξαν
ώσπου, τους πέτυχε στο δρόμο,
ο ελεύθερος του Μπουνιουέλ σκοπευτής,φλομπεράκι ήταν
αλλά σημάδευε ανάμεσα στα μάτια
κι "άδειασαν" κατά πώς λέει ο ποιητής "οι ώρες που χτυπάει
η εκκλησιά της Παναγίας Γούλνοθ".
Κι όλα αυτά τα βλέπεις απ'το φεγγάρι,
αν τύχει και φυτρώσει έξω απ' το παραθύρι σου
μια φασολιά ή ένα Αdansonia digitata-τουτέστιν μπαομπάμπ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: