Τρίτη, 8 Απριλίου 2014
ΠΩΣ ΘΑ ΣΗΜΑΝΘΕΙ Η ΚΡΙΣΗ;
ΕΞΑΦΤΕΡΟΥΓΟ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ
Παράξενος άγγελος.
Τρυπώνει,διαιτητής αυτός
Στα τραγούδια-αλάνες των παιδιών,
Αποχαιρετάει τους μοναχικούς
Ν΄ακούσουν, φεύγοντας, μια καληνύχτα.
Κάποτε, σ'ενάντιο άνεμο,πήρε τη θέση του χαρταετού
Κι ανέβασε τον κουνιάδο μου σε γαλακτόχρωμο ύψος.
Φυτρώνει σαν ασθματικό Γερόντιο
Και κολυμπάει στις μνήμες μέσα των ανθρώπων.
Τον βοηθάει το ύπτιο, στο υγρό "υπήρξε".
Παράδοξο ον, αρνητής του απόλυτου στο χωροχρόνο-
Τη δράση hic et nunk.
"Άφησε τη Στιγμή" μονολογεί "υπάρχει ένα τραγούδι
Που ρίζωσε γερά στο χτες".
Χλομός και δύσμορφος
Ταξιδεύει σε πρωινά ενύπνια-
Πώς αλλιώς θα σημανθεί η Κρίση;
Παράξενος άγγελος.
Τρυπώνει,διαιτητής αυτός
Στα τραγούδια-αλάνες των παιδιών,
Αποχαιρετάει τους μοναχικούς
Ν΄ακούσουν, φεύγοντας, μια καληνύχτα.
Κάποτε, σ'ενάντιο άνεμο,πήρε τη θέση του χαρταετού
Κι ανέβασε τον κουνιάδο μου σε γαλακτόχρωμο ύψος.
Φυτρώνει σαν ασθματικό Γερόντιο
Και κολυμπάει στις μνήμες μέσα των ανθρώπων.
Τον βοηθάει το ύπτιο, στο υγρό "υπήρξε".
Παράδοξο ον, αρνητής του απόλυτου στο χωροχρόνο-
Τη δράση hic et nunk.
"Άφησε τη Στιγμή" μονολογεί "υπάρχει ένα τραγούδι
Που ρίζωσε γερά στο χτες".
Χλομός και δύσμορφος
Ταξιδεύει σε πρωινά ενύπνια-
Πώς αλλιώς θα σημανθεί η Κρίση;
Δευτέρα, 7 Απριλίου 2014
ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΣΥΝΘΗΜΑ
ΧΑΡΜΟΛΥΠΗ ΣΕ ΧΩΡΑ ΜΑΚΡΙΝΗ
Τέτοιο καιρό, ψάχναμε, στη Σύνοψη,τα "Εγκώμια"
Και το "Δος μοι τούτον τον ξένον".
(Κατέβαινε ένας άγγελος και,μυστικά,μας πέρναγε τον ήχο).
Ο Πακιαπάκιας πουλούσε "φρέσκες μπογιές"
Άνθιζαν, γροθιές πάλλευκες, οι αχλαδιές.
Οι γριούλες μας μιλούσαν για τη συννεφιά των ημερών:
"Στάλες αραιές πέφτουν τα δάκρυα της Παναγιάς".
Τα κορίτσια πρόβαραν τα βραδινά τους χαμόγελα
Κι ο Πανάγος κατέβαινε στην αλάνα με τις αρβύλες
Ζητώντας "δω,δω,δω,"τραυλά κι επίμονα, την μπάλα.
Κοασμοί κι αηδονολαλιές.
Οι τοίχοι ασπρίζονταν για να,επάνω τους,τυπωθεί
Το αιώνιο σύνθημα.
Τέτοιο καιρό, ψάχναμε, στη Σύνοψη,τα "Εγκώμια"
Και το "Δος μοι τούτον τον ξένον".
(Κατέβαινε ένας άγγελος και,μυστικά,μας πέρναγε τον ήχο).
Ο Πακιαπάκιας πουλούσε "φρέσκες μπογιές"
Άνθιζαν, γροθιές πάλλευκες, οι αχλαδιές.
Οι γριούλες μας μιλούσαν για τη συννεφιά των ημερών:
"Στάλες αραιές πέφτουν τα δάκρυα της Παναγιάς".
Τα κορίτσια πρόβαραν τα βραδινά τους χαμόγελα
Κι ο Πανάγος κατέβαινε στην αλάνα με τις αρβύλες
Ζητώντας "δω,δω,δω,"τραυλά κι επίμονα, την μπάλα.
Κοασμοί κι αηδονολαλιές.
Οι τοίχοι ασπρίζονταν για να,επάνω τους,τυπωθεί
Το αιώνιο σύνθημα.
Κυριακή, 6 Απριλίου 2014
ΘΑ ΤΑ ΞΑΝΑΒΡΟΥΜΕ ΟΛ' ΑΥΤΑ
ΖΕΣΤΗ ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΡΟΧΗ
Κι έτσι σκορπίσαμε τους αρμούς του μικρού καραβιού
Του αταξίδευτου οε,οε, οε,οε
Ανάμεσα στα σπάρτα και της χελώνας το καύκαλο.
Μέσα στους στρογγυλούς τάφους τους γυμνούς
Από κτερίσματα.
Ένας άγγελος έδεσε την αιωνιότητα στον πάσσαλο.
Θα τα ξαναβρούμε όλα αυτά
Θα τα ξαναπούμε-
Μόνο που θα μεσολαβήσει μια νύχτα, γεμάτη όξος και χολή
Κι οι πασχαλιές θα μυρίζουν,όπως τ'αστέρια,αδειοσύνη
-Όχι το κενό αλλά τη δυνατότητά του-
Κι οι υπερβολικοί θα σβήσουν όπως οι ποιητές
Θα μείνει Εκείνος κάτω από μια ζεστή αιμάτινη βροχή.
Κι έτσι σκορπίσαμε τους αρμούς του μικρού καραβιού
Του αταξίδευτου οε,οε, οε,οε
Ανάμεσα στα σπάρτα και της χελώνας το καύκαλο.
Μέσα στους στρογγυλούς τάφους τους γυμνούς
Από κτερίσματα.
Ένας άγγελος έδεσε την αιωνιότητα στον πάσσαλο.
Θα τα ξαναβρούμε όλα αυτά
Θα τα ξαναπούμε-
Μόνο που θα μεσολαβήσει μια νύχτα, γεμάτη όξος και χολή
Κι οι πασχαλιές θα μυρίζουν,όπως τ'αστέρια,αδειοσύνη
-Όχι το κενό αλλά τη δυνατότητά του-
Κι οι υπερβολικοί θα σβήσουν όπως οι ποιητές
Θα μείνει Εκείνος κάτω από μια ζεστή αιμάτινη βροχή.
Πέμπτη, 3 Απριλίου 2014
ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ
ΚΙΤΡΙΝΗ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ
Τελευταία ονειρεύομαι μια κίτρινη πεταλούδα.
-Είμαι ο Καιρός που απομένει
Μου λέει.
-Φοβάμαι μόνο τις απόχες
Και τις προσδοκίες
Που
Μου
Φορτώσατε.
Τελευταία ονειρεύομαι μια κίτρινη πεταλούδα.
-Είμαι ο Καιρός που απομένει
Μου λέει.
-Φοβάμαι μόνο τις απόχες
Και τις προσδοκίες
Που
Μου
Φορτώσατε.
Η ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΚΡΑΥΓΑΖΕΙ "CUT"
Εγώ βλέπω
Εσύ βλέπεις
Εμείς βλέπουμε το Χρόνο
Στη συνοικία των Παλαιών Μαγαζείων
Όπου τα χάνια γκρεμίζονται αργά
Σα σκηνικά του Μπεν Χουρ.
(Ο σκηνοθέτης κραυγάζει cut).
Τα τριαντάφυλλα ραντίζουν με αίμα τους κήπους
Κι ένα αρχαίο ποδοβολητό σπρώχνει τη νύχτα.
Το πρωί, ένα πουλί
Θα βρεθεί νεκρό πάνω στο φιλιατρό
Του πηγαδιού που στέρεψε
Απ' το νερό της λήθης.
Επειδή ο Καιρός περισώζεται
Ολόκληρος στη μνήμη
Και τα τραγούδια απόμειναν
Οι αντηρίδες
Στον ύπνο
Που είναι η άλλη πλευρά του θανάτου.
Εγώ βλέπω
Εσύ βλέπεις
Εμείς βλέπουμε το Χρόνο
Στη συνοικία των Παλαιών Μαγαζείων
Όπου τα χάνια γκρεμίζονται αργά
Σα σκηνικά του Μπεν Χουρ.
(Ο σκηνοθέτης κραυγάζει cut).
Τα τριαντάφυλλα ραντίζουν με αίμα τους κήπους
Κι ένα αρχαίο ποδοβολητό σπρώχνει τη νύχτα.
Το πρωί, ένα πουλί
Θα βρεθεί νεκρό πάνω στο φιλιατρό
Του πηγαδιού που στέρεψε
Απ' το νερό της λήθης.
Επειδή ο Καιρός περισώζεται
Ολόκληρος στη μνήμη
Και τα τραγούδια απόμειναν
Οι αντηρίδες
Στον ύπνο
Που είναι η άλλη πλευρά του θανάτου.
Τρίτη, 1 Απριλίου 2014
ΥΠΑΡΞΙΑΚΗ ΑΓΩΝΙΑ
ΟΠΩΣ ΘΑ'ΛΕΓΕ Ο ΔΟΝ ΜΙΓΚΕΛ
Ανάμεσα σε άνθη και ουράνια σώματα
Υφασμένα σε εαρινό άνεμο
Ενεδρεύουν και πιο στέρεα όντα:
Ο Καίσαρ,αίφνης, ο επιληπτικός
Που έπεσε στη θάλασσα
Πίσω απ'τα ψαράδικα του 60,
Ο πατέρας του
Που τον ακολούθησε. Στο ίδιο σημείο.
Συνομιλώντας, υποθέτω,με το χαμένο του παιδί.
Ή ο Μανώλης που τάιζε τους γλάρους
-Κάθε πρωί μια φρατζόλα-
Κι ύστερα πήγαινε για καφέ στη Μινέρβα.
Τον βρήκαν ν'ακούει χερουβικά, στο γουόκμαν.
Εντούτοις εμείς κυνηγούμε τα νέφη
Τη γηραιά μάγισσα με τη σπασμένη σκούπα.
Ενδίδουμε στις σκουριασμένες βροχές
Που χαράσσουν μοναχικά, άγνωστα, χέρια
Κι αγνοούμε τον άνθρωπο
Με το κρέας και τα κόκκαλά του-
Όπως θα'λεγε ο Δον Μιγκέλ Ουναμούνο
Παρασκευή, 28 Μαρτίου 2014
ΘΑ ΤΟ ΦΡΟΝΤΙΣΕΙΣ;
ΓΕΜΑΤΗ ΑΡΧΑΙΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
Κι αφού τραβούσε πλάι στο κρεββάτι
Εκείνο το κοντό σκαμνί
(Στον μαστρο Ατζέλικο παραγγελμένο)
Που ξεκούραζε το φύλακα άγγελό του,
Σκεπάζονταν με μια θάλασσα παιδική
Γεμάτη αρχαία παραμύθια.
Άνοιγαν τότε στα ρουθούνια του λεμονανθοί
Κι ο πατέρας του διηγούνταν ιστορίες
Τον καλούσε κοντά του,"εδώ υπάρχουν ανεμόπτερα
Και ένας κρυωμένος κεραμιδόγατος
Να, το τρένο γεννήθηκε απ' τους καπνούς".
Ενίοτε του απαντούσε κι αυτός "τη σκάλα
Ν'ανέβω, πατέρα,την Κλίμακα με τα τελώνια.
Πάντοτε με προστάτευες εσύ.Θα το φροντίσεις;".
Κι αφού τραβούσε πλάι στο κρεββάτι
Εκείνο το κοντό σκαμνί
(Στον μαστρο Ατζέλικο παραγγελμένο)
Που ξεκούραζε το φύλακα άγγελό του,
Σκεπάζονταν με μια θάλασσα παιδική
Γεμάτη αρχαία παραμύθια.
Άνοιγαν τότε στα ρουθούνια του λεμονανθοί
Κι ο πατέρας του διηγούνταν ιστορίες
Τον καλούσε κοντά του,"εδώ υπάρχουν ανεμόπτερα
Και ένας κρυωμένος κεραμιδόγατος
Να, το τρένο γεννήθηκε απ' τους καπνούς".
Ενίοτε του απαντούσε κι αυτός "τη σκάλα
Ν'ανέβω, πατέρα,την Κλίμακα με τα τελώνια.
Πάντοτε με προστάτευες εσύ.Θα το φροντίσεις;".
Πέμπτη, 27 Μαρτίου 2014
ΚΙ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΕΛΛΕΙΨΗ ΣΤΟ ΣΤΗΘΟΣ
ΧΡΕΜΕΤΙΣΜΑΤΑ ΠΟΥ ΣΑΠΙΖΟΥΝ
Εδώ και ώρες, κυνηγώ με τη σκούπα
Επίθετα και οξέα επιρρήματα
Πάντα απομένει κάτι σαν όνειρο
Απ' τον καιρό που υπήρξα παγόνι.
Οι λέξεις έχουν το δικαίωμα
Να σου γράφουν λιβέλους,
Γεμάτους ανέμους,πουλιά
Και φως.
Έχουν το δικαίωμα να ζητούν
Την ευτυχία,
Τα φτερά των αγγέλων,
Τα χρεμετίσματα που σαπίζουν
Στην άκρη των λιθοστρώτων ,
Κι εκείνη την έλλειψη, στο στήθος,
Που την ύπαρξη τονίζει.
ΤΟ ΑΝΑΠΟΤΡΕΠΤΟ
ΚΙ ΑΝΘΙΖΟΥΝ Τ' ΑΣΦΟΔΙΛΙΑ
Εκείνες,πάντως, έρχονται στην ώρα τους
Σιωπηλές γριές, με δόντια δράκου.
Περνούν από βρυώδεις τοίχους
Που, επί χρόνια,όρθωναν οι παλαιοί.
Περνούν χωρίς τα δώρα των Δαναών
Χωρίς το επίσημο "τσιγκληδόν" των παιδιών.
Λεν καλησπέρα, κάθονται σε ψάθινες καρέκλες
Κι αρχίζουν: Γνέθει τολύπες των γαλαξιών η πρώτη,
Μοιράζει η δεύτερη σταφίδες κι άσπρα μύγδαλα.
Η τρίτη λέει "γένοιτο"κι ανθίζουν τ'ασφοδίλια.
Εκείνες,πάντως, έρχονται στην ώρα τους
Σιωπηλές γριές, με δόντια δράκου.
Περνούν από βρυώδεις τοίχους
Που, επί χρόνια,όρθωναν οι παλαιοί.
Περνούν χωρίς τα δώρα των Δαναών
Χωρίς το επίσημο "τσιγκληδόν" των παιδιών.
Λεν καλησπέρα, κάθονται σε ψάθινες καρέκλες
Κι αρχίζουν: Γνέθει τολύπες των γαλαξιών η πρώτη,
Μοιράζει η δεύτερη σταφίδες κι άσπρα μύγδαλα.
Η τρίτη λέει "γένοιτο"κι ανθίζουν τ'ασφοδίλια.
Τετάρτη, 26 Μαρτίου 2014
ΜΕ ΔΑΓΓΕΡΟΤΥΠΙΕΣ ΠΟΥ ΠΙΕΖΟΥΝ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ
ΔΕΝ
Kι όπως ανθίζει μια θλιμμένη νύχτα
Γεμάτη άστρα που γυρίζουν όπως τα χρυσόψαρα
Σκέπτομαι τα ανείπωτα τα παραμύθια
Τις αγρυπνίες που έμειναν μισές
Και μια γριούλα στο παράθυρο
Να ρίχνει τις πασιέντζες
(Ήταν το μόνο που έμαθε καλά να κάνει)
Με δαγγεροτυπίες που πιέζουν τον Καιρό:
-Οβίδα σε φούρνο,Τρανό Ίσιωμα, 1943
-Η φάτνη του 1960,Πλατεία Ελευθερίας.
-Ο Τόμης με τα γιαουρτάκια, κάτω απ' το γιασεμί
-Οι κανταδόροι του 50.
"Απόψε την κιθάρα μου, τη στόλισα κορδέλες".
Να,ο Θωμάς ο Πολύχρονος-ωραίος, ξανθός.
Δεν της βγαίνει
Δεν
"Κι εγενήθη ωσεί νυκτικόραξ εν οικοπέδω".
Δευτέρα, 24 Μαρτίου 2014
ΠΕΝΕΣ ΣΤΕΓΝΕΣ ΣΑΝ ΑΔΕΙΑ ΚΟΧΥΛΙΑ
ΠΟΙΗΤΕΣ ΚΑΙ ΜΥΡΕΨΟΙ
Εδώ, κατά την προφορική παράδοση, υπήρχε
Ένα ποίημα
Όμορφο και κυρτό σαν όλα τα σταυρολούλουδα,
Ένα ποίημα- ανεμώνη
Που αγνοούσε,όπως κάθε λουλούδι,τον καιρό του μαρασμού.
Μοναχικό, με το στήθος στον άνεμο,
Δεν ξεπουλούσε για πενταροδεκάρες στην Αγορά
Τις ζωηφόρες λέξεις και τα πέταλά του,
Δεν άγγιζε χείλη χωμάτινα κι ευθύγραμμα.
Κάτω από πένες στεγνές σαν άδεια κοχύλια
Δε δήλωνε την παρουσία του.
Τραγουδούσε "λες και ήταν χτες"
Καθώς άπλωνε τη μπουγάδα με τα ξύλινα μανταλάκια
Κι από μακριά ακούγονταν τύμπανα και ουαί.
Βλέπετε
Ο Καιρός των βαρβάρων δεν ευνοεί
Την ύπαρξη των ανθέων
Και των λέξεων
Που κατασκευάζουν ποιητές και μυρεψοί.
Εδώ, κατά την προφορική παράδοση, υπήρχε
Ένα ποίημα
Όμορφο και κυρτό σαν όλα τα σταυρολούλουδα,
Ένα ποίημα- ανεμώνη
Που αγνοούσε,όπως κάθε λουλούδι,τον καιρό του μαρασμού.
Μοναχικό, με το στήθος στον άνεμο,
Δεν ξεπουλούσε για πενταροδεκάρες στην Αγορά
Τις ζωηφόρες λέξεις και τα πέταλά του,
Δεν άγγιζε χείλη χωμάτινα κι ευθύγραμμα.
Κάτω από πένες στεγνές σαν άδεια κοχύλια
Δε δήλωνε την παρουσία του.
Τραγουδούσε "λες και ήταν χτες"
Καθώς άπλωνε τη μπουγάδα με τα ξύλινα μανταλάκια
Κι από μακριά ακούγονταν τύμπανα και ουαί.
Βλέπετε
Ο Καιρός των βαρβάρων δεν ευνοεί
Την ύπαρξη των ανθέων
Και των λέξεων
Που κατασκευάζουν ποιητές και μυρεψοί.
Κυριακή, 23 Μαρτίου 2014
ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΤΣΕΠΗ
ΚΟΚΚΙΝΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ
Στο δεξί πλευρό μικροί κήποι με κόκκινα τριαντάφυλλα
Κι αριστερά οι γραμμές του τρένου.
Είναι απ' τους τόπους που λες -
Δε μου αρέσει να ξαναδώ
Επειδή, αν αυτό συμβεί, θα επαναβιώσω τα πάντα.
Μαζί και τ'αδαμάντινα.
Κι ο Χάμφρι Μπόγκαρτ, μασώντας ένα "θα χάσετε
Το αεροπλάνο σας, Κυρία"
Και τ'αναμμένο κεράκι,
Μέσα στα χόρτα,απ'τις Μισολογγίτισες.
Δε θέλεις να κουβαλάς ολόκληρη τη ζωή σου
Στην τσέπη.
Στο δεξί πλευρό μικροί κήποι με κόκκινα τριαντάφυλλα
Κι αριστερά οι γραμμές του τρένου.
Είναι απ' τους τόπους που λες -
Δε μου αρέσει να ξαναδώ
Επειδή, αν αυτό συμβεί, θα επαναβιώσω τα πάντα.
Μαζί και τ'αδαμάντινα.
Κι ο Χάμφρι Μπόγκαρτ, μασώντας ένα "θα χάσετε
Το αεροπλάνο σας, Κυρία"
Και τ'αναμμένο κεράκι,
Μέσα στα χόρτα,απ'τις Μισολογγίτισες.
Δε θέλεις να κουβαλάς ολόκληρη τη ζωή σου
Στην τσέπη.
Σάββατο, 22 Μαρτίου 2014
Ο ΠΕΤΕΙΝΟΣ ΤΟΥ ΦΩΚΙΩΝΑ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ
Μ'ΕΝΑ ΜΑΒΙ ΚΙΚΙΡΙΚΟΥ
Στο κέντρο μιας, αδιευκρίνιστα κατευθυνόμενης,παλαιάς εισόδου
Ο παππούς Γαρύφαλλος είχε στήσει το καλαπόδι του τσαγγαριού
Κι όλη τη μέρα σφυρηλατούσε τακούνια.
Πάνω του, στον τοίχο, η μελαχρινή Ζαφείρα
Κι ο Κωνσταντίνος Τσάτσος με τον πετεινό από τους Όρνιθες-
"Αριστοφάνης στο Ηρώδειο-πού καταντήσαμε;"είχε δηλώσει
Κι ο Φωκίων, έκτοτε,του χάρισε το "σκυλάκι" του.
Εκεί περνούσε και κάποια βράδια ο παππούς
Όταν τσακώνονταν με την τρομερή γιαγιά Χρυσάνθη
Βέρα βασιλική κι εκείνος βενιζελικός.
Έτρωγε το γιαουρτάκι του, έγερνε πάνω στο καλαπόδι
Κι αποκοιμούνταν, τραγουδώντας Μαριάννα Χατζοπούλου.
Ιδιαίτατα το "Γαρύφαλλο στ' αυτί"-σαν αυτοβεβαίωση.
Τον ξυπνούσε,γύρω στα μεσάνυχτα,η στενοχωρία του τόπου
Ή,ο πετεινός του γελοιογράφου,του Δημητριάδη
Μ' ένα μαβί κικιρίκου.
Στο κέντρο μιας, αδιευκρίνιστα κατευθυνόμενης,παλαιάς εισόδου
Ο παππούς Γαρύφαλλος είχε στήσει το καλαπόδι του τσαγγαριού
Κι όλη τη μέρα σφυρηλατούσε τακούνια.
Πάνω του, στον τοίχο, η μελαχρινή Ζαφείρα
Κι ο Κωνσταντίνος Τσάτσος με τον πετεινό από τους Όρνιθες-
"Αριστοφάνης στο Ηρώδειο-πού καταντήσαμε;"είχε δηλώσει
Κι ο Φωκίων, έκτοτε,του χάρισε το "σκυλάκι" του.
Εκεί περνούσε και κάποια βράδια ο παππούς
Όταν τσακώνονταν με την τρομερή γιαγιά Χρυσάνθη
Βέρα βασιλική κι εκείνος βενιζελικός.
Έτρωγε το γιαουρτάκι του, έγερνε πάνω στο καλαπόδι
Κι αποκοιμούνταν, τραγουδώντας Μαριάννα Χατζοπούλου.
Ιδιαίτατα το "Γαρύφαλλο στ' αυτί"-σαν αυτοβεβαίωση.
Τον ξυπνούσε,γύρω στα μεσάνυχτα,η στενοχωρία του τόπου
Ή,ο πετεινός του γελοιογράφου,του Δημητριάδη
Μ' ένα μαβί κικιρίκου.
Πέμπτη, 20 Μαρτίου 2014
Ο ΑΡΘΟΥΡΟΣ ΡΕΜΠΟ ΤΗΣ ΨΑΡΟΚΟΛΛΑΣ
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΤΟΥ ΗΛΙΚΙΑΣ
Ο Δεδούσης έφτιαξε το τελευταίο αερόστατο
Και το σήκωσε ψηλά-νυχτερινή λαμπηδόνα.
Τον φαντάζομαι στη συνέχεια
Να κλείνεται στο δωμάτιό του
Να κοιτάζει τον ουρανό απ' το παράθυρο
Ψελλίζοντας-αυτή είναι η παιδική μου καρδιά.
Μπορώ στην υπόλοιπη ζωή μου, ελεύθερα
Εγώ, ο Αρθούρος Ρεμπό της ψαρόκολλας
Και του αναμμένου στουπιού
Ν'ασχοληθώ με το εμπόριο διαμαντιών
Να γίνω μπακάλης,τορναδόρος ή ρητινοσυλλέκτης.
Ο Δεδούσης έφτιαξε το τελευταίο αερόστατο
Και το σήκωσε ψηλά-νυχτερινή λαμπηδόνα.
Τον φαντάζομαι στη συνέχεια
Να κλείνεται στο δωμάτιό του
Να κοιτάζει τον ουρανό απ' το παράθυρο
Ψελλίζοντας-αυτή είναι η παιδική μου καρδιά.
Μπορώ στην υπόλοιπη ζωή μου, ελεύθερα
Εγώ, ο Αρθούρος Ρεμπό της ψαρόκολλας
Και του αναμμένου στουπιού
Ν'ασχοληθώ με το εμπόριο διαμαντιών
Να γίνω μπακάλης,τορναδόρος ή ρητινοσυλλέκτης.
Τετάρτη, 19 Μαρτίου 2014
ΠΡΙΝ ΝΑ ΣΤΟ ΘΟΛΟ ΣΒΗΣΟΥΝΕ ΑΝΑΒΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΛΗΘΗ
ΨΑΡΕΜΑ ΣΤΟ ΤΣΙΜΕΝΤΕΝΙΟ ΤΟΥ 60
Πομφόλυγα τη βλέπαμε από το "βουλιαγμένο"
Να σκάει, λαμπερή στο θόλο της η Πούλια
Στ'αγκίστρια μας σπαρτάραγαν μουσμούλια
Κι ήταν δεξιά που αντίφεγγε μας σπαραγμένο
Το φως του φάρου σε νερό σπασμένο.
Μύριζαν πεύκο τα ανασηκωμένα μας τα στήθη
Μες τον παράξενα υψωμένο του σκαριού μας όγκο
Εύμολπον έλεγες του κάθε κύματος το βόγγο
Σιωπηλά κραυγάζαν οι διάττοντες:Βοήθει
Πριν να στο θόλο σβήσουνε, ανάβοντας στη λήθη.
Πομφόλυγα τη βλέπαμε από το "βουλιαγμένο"
Να σκάει, λαμπερή στο θόλο της η Πούλια
Στ'αγκίστρια μας σπαρτάραγαν μουσμούλια
Κι ήταν δεξιά που αντίφεγγε μας σπαραγμένο
Το φως του φάρου σε νερό σπασμένο.
Μύριζαν πεύκο τα ανασηκωμένα μας τα στήθη
Μες τον παράξενα υψωμένο του σκαριού μας όγκο
Εύμολπον έλεγες του κάθε κύματος το βόγγο
Σιωπηλά κραυγάζαν οι διάττοντες:Βοήθει
Πριν να στο θόλο σβήσουνε, ανάβοντας στη λήθη.
Τρίτη, 18 Μαρτίου 2014
ΚΙ ΕΝΑΣ ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΣΤΕΝΑΓΜΟΣ
Ή ΟΠΩΣ ΕΝΑ ΑΛΛΗΛΟΥΙΑ
Ο Χρόνος διπλώνει σ' άπειρες χαρακιές
Όπως το χώμα στους αμμόλοφους
Ή όπως ένα αλληλούια.
Εκεί επωάζονται οι έρωτες κι ο θάνατος
Κι ένα μικρό παιδί ζητάει τη μαμά του.
Εκεί φύεται η ενδεχομενικότητα
Σαν να πετάει ένα κόκκινο μπαλόνι.
Πλάι στους δράκοντες του Χρόνου τραγουδούσαμε
"Σας πήραμε...σας πήραμε... φλουρί κωνσταντινάτο".
Τίποτε δεν πήραμε, τίποτε δεν υφίσταται δικό μας.
Θα' ρθει, βέβαια-η κατά Κίρκεργκωρ- Στιγμή.
Αλλά η αιωνιότητα είναι ένταση,
Όχι ο Καιρός που σε πεδικλώνει.
Η αιωνιότητα είναι το ποίημα κι ένας νυχτερινός στεναγμός
Ο Χρόνος διπλώνει σ' άπειρες χαρακιές
Όπως το χώμα στους αμμόλοφους
Ή όπως ένα αλληλούια.
Εκεί επωάζονται οι έρωτες κι ο θάνατος
Κι ένα μικρό παιδί ζητάει τη μαμά του.
Εκεί φύεται η ενδεχομενικότητα
Σαν να πετάει ένα κόκκινο μπαλόνι.
Πλάι στους δράκοντες του Χρόνου τραγουδούσαμε
"Σας πήραμε...σας πήραμε... φλουρί κωνσταντινάτο".
Τίποτε δεν πήραμε, τίποτε δεν υφίσταται δικό μας.
Θα' ρθει, βέβαια-η κατά Κίρκεργκωρ- Στιγμή.
Αλλά η αιωνιότητα είναι ένταση,
Όχι ο Καιρός που σε πεδικλώνει.
Η αιωνιότητα είναι το ποίημα κι ένας νυχτερινός στεναγμός
Δευτέρα, 17 Μαρτίου 2014
ΦΥΣΑΕΙ ΘΑΝΑΤΟΣ
Ο,ΤΙ ΕΧΟΥΝ ΑΓΑΠΗΣΕΙ
Χτυπιούνται οι ανεμοδείχτες στο σκοτάδι:
"Φυσάει θάνατος ",΄μονολογούν οι ποιητές
Και κρύβουν σ'ένα πέταλο σιγής
Ό,τι,παράφορα, έχουν αγαπήσει.
Χτυπιούνται οι ανεμοδείχτες στο σκοτάδι:
"Φυσάει θάνατος ",΄μονολογούν οι ποιητές
Και κρύβουν σ'ένα πέταλο σιγής
Ό,τι,παράφορα, έχουν αγαπήσει.
Κυριακή, 16 Μαρτίου 2014
ΔΕΜΑΤΑΚΙΑ ΜΕ ΤΕΡΙΡΕΜ
ΟΠΩΣ Η ΕΛΠΙΔΑ ΚΑΙ Η ΜΟΥΣΙΚΗ
Δε θα ξεχασθούμε, υποθέτω:
Εγώ θα σας στέλνω, σε φακέλλους,αστέρια
Κι αγγέλων πτίλα χρυσά.
Κι εσείς, σε μικρά δεματάκια,
Την οσμή των νερατζανθιών, που τόσον αγαπώ.
Θα σας εσωκλείω χερουβικά, ιδιόμελα και τεριρέμ
Και θα μου θυμίζετε
Πώς ταξιδεύουν τα εαρινά σύννεφα
Πώς σκορπίζει στη θάλασσα το φεγγάρι.
Ένας χωρισμός, βέβαια,
Μπορεί ν'ανθίσει την επόμενη στιγμή
Ή
Ύστερα από πολλές δεκαετίες
-Μικρή σημασία έχει-.
Το ζήτημα είναι
Η ύπαρξη
Μιας αγάπης ατέρμονης, όπως το βλέμμα,
Όπως΄η ελπίδα
Και η μουσική.
Δε θα ξεχασθούμε, υποθέτω:
Εγώ θα σας στέλνω, σε φακέλλους,αστέρια
Κι αγγέλων πτίλα χρυσά.
Κι εσείς, σε μικρά δεματάκια,
Την οσμή των νερατζανθιών, που τόσον αγαπώ.
Θα σας εσωκλείω χερουβικά, ιδιόμελα και τεριρέμ
Και θα μου θυμίζετε
Πώς ταξιδεύουν τα εαρινά σύννεφα
Πώς σκορπίζει στη θάλασσα το φεγγάρι.
Ένας χωρισμός, βέβαια,
Μπορεί ν'ανθίσει την επόμενη στιγμή
Ή
Ύστερα από πολλές δεκαετίες
-Μικρή σημασία έχει-.
Το ζήτημα είναι
Η ύπαρξη
Μιας αγάπης ατέρμονης, όπως το βλέμμα,
Όπως΄η ελπίδα
Και η μουσική.
Σάββατο, 15 Μαρτίου 2014
ΕΝΑΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
ΧΡΟΝΙΚΑ
Τα ερωτικά ποιήματα
Δεν είναι παρά Χρονικά
Γραμμένα σε παλιούς παπύρους,
Στην όχθη της θάλασσας.
Ο πραγματικός έρωτας έχει ήδη φτερουγίσει
Σαν την καρδερίνα από ένα σπασμένο συρματάκι.
Όταν τον ζούσαμε
Μόνο την πένα δε σκεπτόμαστε.
Φοβόμαστε την απουσία και τη σιωπή,
Κυνηγούσαμε αστέρια και πεταλούδες
Σε μάτια αγαπημένα.
Βιώναμε-
Δε μνημονεύαμε.
Ώσπου ήλθεν ο καιρός και η επιθυμία
Να καταργήσουμε
Την
Έλλειψη,
Αυτή που δημιούργησε
Ένας αποχαιρετισμός.
Τα ερωτικά ποιήματα
Δεν είναι παρά Χρονικά
Γραμμένα σε παλιούς παπύρους,
Στην όχθη της θάλασσας.
Ο πραγματικός έρωτας έχει ήδη φτερουγίσει
Σαν την καρδερίνα από ένα σπασμένο συρματάκι.
Όταν τον ζούσαμε
Μόνο την πένα δε σκεπτόμαστε.
Φοβόμαστε την απουσία και τη σιωπή,
Κυνηγούσαμε αστέρια και πεταλούδες
Σε μάτια αγαπημένα.
Βιώναμε-
Δε μνημονεύαμε.
Ώσπου ήλθεν ο καιρός και η επιθυμία
Να καταργήσουμε
Την
Έλλειψη,
Αυτή που δημιούργησε
Ένας αποχαιρετισμός.
Παρασκευή, 14 Μαρτίου 2014
ΑΛΛΙΩΤΙΚΟ;
Δεν τα αντέχω αυτά τα ποιήματα:
Συγκρουόμενα κι αδιέξοδα ημιστίχια,
Αλλού λοξές φάλαγγες κούφιων λέξεων
Ή ένας λυρισμός που βλασταίνει στο χάος.
Τα κεκραγάρια τα κατανυκτικά μου λείπουν.
Ο στίχος -δόρυ του Άη Γιώργη
Που σκοτώνει τον δράκοντα,
Το ταχτάρισμα της γιαγιάς
-Με κοιτάζει,πλέον, αυστηρά απ'την κορνίζα-
Το εμβατήριο κάτω από υψωμένη παντιέρα.
Η διάφανη φέτα του γλυκού ψωμιού στο τραπέζι,
Αναστάσιμα ευλογητάρια κι ιδρωμένες γονυκλισίες.
Σε ποιο ποίημα θα βρω
Τους χιονισμένους μαρουλόκηπους
Τα σμήνη των γρύλων πριν βραδιάσει;
Ο αντίλαλος των βουνών κι ο φλοίσβος των κυμάτων
Πώς, πότε κι από πού τρυπώνουν
Στα κύμβαλα που μας τρελαίνουν;
Συγκρουόμενα κι αδιέξοδα ημιστίχια,
Αλλού λοξές φάλαγγες κούφιων λέξεων
Ή ένας λυρισμός που βλασταίνει στο χάος.
Τα κεκραγάρια τα κατανυκτικά μου λείπουν.
Ο στίχος -δόρυ του Άη Γιώργη
Που σκοτώνει τον δράκοντα,
Το ταχτάρισμα της γιαγιάς
-Με κοιτάζει,πλέον, αυστηρά απ'την κορνίζα-
Το εμβατήριο κάτω από υψωμένη παντιέρα.
Η διάφανη φέτα του γλυκού ψωμιού στο τραπέζι,
Αναστάσιμα ευλογητάρια κι ιδρωμένες γονυκλισίες.
Σε ποιο ποίημα θα βρω
Τους χιονισμένους μαρουλόκηπους
Τα σμήνη των γρύλων πριν βραδιάσει;
Ο αντίλαλος των βουνών κι ο φλοίσβος των κυμάτων
Πώς, πότε κι από πού τρυπώνουν
Στα κύμβαλα που μας τρελαίνουν;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου