Τρίτη, 18 Δεκεμβρίου 2012
ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΑΤΕΛΕΙΩΤΟΥ
ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΑΤΕΛΕΙΩΤΟΥ
Μια άλλη εκδοχή- αιώνια συνέχεια - της παραβολής
Του πεινασμένου
Λαζάρου ή
Της Χαναναίας που, ταπεινά, χόρταινε
Από τη συλλογή
Των πιπτόντων, απ’ το τραπέζι «των τέκνων του Ισραήλ»
Ψιχίων
Είναι τούτη η
δεκαοχτούρα που μπλέκεται στα πόδια σου
Και τον ακριβό για
εκείνη σπόρο σησαμιού περιμένει
Ψηλά, στεγνώνει μια ίριδα, σαν τα τσέρκια των αρχαίων
ηλικιών.
Κυριακή, 18 Νοεμβρίου 2012
Παρασκευή, 16 Νοεμβρίου 2012
ΚΕΚΡΑΓΑΡΙΟΝ
ΚΕΚΡΑΓΑΡΙΟΝ
Κύριε εκέκραξα προς σε, ελέησόν με,
του ρύπου την πυκνή γλυσίνα παραμέρισε
και μπες στο γκρεμισμένο της ψυχής μου σπίτι.
Έλα, ως λεπτής ανάσα αύρα, ως κεραυνός,
όπως εσύ καλύτερα γνωρίζεις.
Στ’ άχραντα πόδια σου ακουμπώ, δικό μου μύρο,
τα κεκραγάρια, πνιγμένα σ’ αηδονολαλιές.
Θερμές λιτές, Φως ιλαρό μου, επιλύχνιες
που μακρινήν ελπίδα ανάβουνε – μα που πονούν
την γύμνια μου αναδεικνύοντας και τα έλκη.
Χρόνια αιμόρρους και συγκύπτων στην πικρή
μάνα μου γη ήμουν στραμμένος. Αίφνης, σ’ εγγίζω
μια νύχτα κατανυκτική όπως η αποψινή
και «τις με ήψατο» ν’ ακούσω περιμένω
Δευτέρα, 5 Νοεμβρίου 2012
ΤΑΞΙΔΙ
ΤΑΞΙΔΙ
Η πολιά την κεφαλήν
Γυναίκα,
Ύψωνε ένα πήλινο θυμιατό
Που μύριζε κυπαρισσόμηλο,
Όταν
Παραπάτησε στο κατώφλι.
Κι αντί
Να τιναχτεί- όπως φάνηκε πως θα γινόταν-
Στον που ανοίγονταν μπροστά της,
Πολύχρωμο των γαλαξιών πολτό,
Γύρισε πίσω,
Σε μια θαμπή πομπή Επιταφίου,
Στους δρόμους της γειτονιάς,
Που ονομάζουμε συνήθως
“Παιδική ηλικία”.
«Θ΄ ακούσω πολλές φορές», σκέπτονταν περπατώντας,
“To δος μοι τούτον τον ξένον”, όμως
Ποτέ
Δε θα υγράνουν
Την καρδιά μου-
Όπως συμβαίνει απόψε-
Τα πέταλα της πασχαλιάς
Και οι ουρές των διαττόντων ”.
Τρίτη, 16 Οκτωβρίου 2012
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΚΙ Ο ΚΟΜΗΤΗΣ
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΚΙ Ο ΚΟΜΗΤΗΣ
Τελευταία το συνηθίζω: Μόλις
Βραδιάσει.
Κλείνομαι στο δωμάτιό μου.
Φυσώ το λυχνάρι των παθών μου
Και ταξιδεύω.
Κάποτε ήρεμα φτάνω ώς το πρώτο διπλωμένο ενύπνιο
Που διασχίζουν λευκοί ναυτίλοι
Κι άλλοτε ως την καιομένη του Αββά Ισαάκ καρδιά.
Μερικές φορές ο θαλαμίσκος τραντάζεται. Ξαφνιασμένος
Κοιτώ από το παράθυρο-
Έχει μπλεχτεί στην ουρά ενός κομήτη.
"Πέρασε ο πατέρας απο δώ" φωνάζω χαρούμενος
"Πώς δεν άκουσα το πόδι του να τρίζει...".
Τελευταία το συνηθίζω: Μόλις
Βραδιάσει.
Κλείνομαι στο δωμάτιό μου.
Φυσώ το λυχνάρι των παθών μου
Και ταξιδεύω.
Κάποτε ήρεμα φτάνω ώς το πρώτο διπλωμένο ενύπνιο
Που διασχίζουν λευκοί ναυτίλοι
Κι άλλοτε ως την καιομένη του Αββά Ισαάκ καρδιά.
Μερικές φορές ο θαλαμίσκος τραντάζεται. Ξαφνιασμένος
Κοιτώ από το παράθυρο-
Έχει μπλεχτεί στην ουρά ενός κομήτη.
"Πέρασε ο πατέρας απο δώ" φωνάζω χαρούμενος
"Πώς δεν άκουσα το πόδι του να τρίζει...".
Δευτέρα, 10 Σεπτεμβρίου 2012
ΣΑΝ ΚΟΥΛΟΥΡΑΚΙ ΠΑΣΧΑΛΙΑΣ
ΣΑΝ ΚΟΥΛΟΥΡΑΚΙ ΠΑΣΧΑΛΙΑΣ
Ενίοτε
Σε μεταμεσονύχτια αγρυπνία-
Αγωνία
Με κυριεύει, μια παρόμοια της αμφιθυμίας του Βερσίλοβ
Κι επειδή εκείνη την ώρα
Συνήθως
Δεν μπορώ
Να την -κατά τη συνήθειά μου-καταγράψω
Την πλάθω στα χέρια μου
Σαν κουλουράκι πασχαλιάς.
Ενίοτε
Σε μεταμεσονύχτια αγρυπνία-
Αγωνία
Με κυριεύει, μια παρόμοια της αμφιθυμίας του Βερσίλοβ
Κι επειδή εκείνη την ώρα
Συνήθως
Δεν μπορώ
Να την -κατά τη συνήθειά μου-καταγράψω
Την πλάθω στα χέρια μου
Σαν κουλουράκι πασχαλιάς.
Δευτέρα, 14 Μαΐου 2012
ΕΞ ΑΡΡΩΣΤΙΑΣ ΕΙΣ ΡΩΣΙΝ
ΕΞ ΑΡΡΩΣΤΙΑΣ ΕΙΣ ΡΩΣΙΝ
Ένα κουβάρι αποτελώ
-Ακόμη-
Αισθημάτων, αισθήσεων
Και ενδεικτικών πινακίδων
Με ροπές
Ανεμοδείκτη
Κυριακή, 4 Μαρτίου 2012
ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΝΥΠΝΙΩΝ
ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΝΥΠΝΙΩΝ
Και-σολωμικά-απομακρύνεται
Μια κουπαστή
Εν
Θερινή
Ευδία
Και-σολωμικά-απομακρύνεται
Μια κουπαστή
Εν
Θερινή
Ευδία
Κυριακή, 26 Φεβρουαρίου 2012
ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ
ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ
Τα ημιτελή-και γι' αυτό κάπως παραπονεμένα-ποιήματά μας,υπήρξαν
κάποτε υγρές πεταλούδες, στα λιβάδια που μας ανέψυξαν παιδιά.
Πέμπτη, 23 Φεβρουαρίου 2012
ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΚΟΜΗΤΩΝ
ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΚΟΜΗΤΩΝ
Στην εποχή των κομητών και των αεροστάτων-Μάη, περίπου δειλινό και
κραμβόοσμο- η όποια αόρατη λυσίκομη,αγνοούσε τα κοιμισμένα πουλιά και
κραύγαζε: Τον αχερώνα-είναι ό,τι μας απέμεινε.Δεν την ακούγαμε.Η μόνη,
άλλωστε, άλως του φεγγαριού δεν ήσαν τα κρυμμένα χέρια της, ούτε η
αδιέξοδη κραυγή της. Αν και, φανερά, τα χρόνια μας καίγονταν, δεν
παρατηρούσαμε
Παρά
Μια
Κόκκινη
Σε γόνατο
Ανταύγεια
Γιάννης Τσίγκρας
Στην εποχή των κομητών και των αεροστάτων-Μάη, περίπου δειλινό και
κραμβόοσμο- η όποια αόρατη λυσίκομη,αγνοούσε τα κοιμισμένα πουλιά και
κραύγαζε: Τον αχερώνα-είναι ό,τι μας απέμεινε.Δεν την ακούγαμε.Η μόνη,
άλλωστε, άλως του φεγγαριού δεν ήσαν τα κρυμμένα χέρια της, ούτε η
αδιέξοδη κραυγή της. Αν και, φανερά, τα χρόνια μας καίγονταν, δεν
παρατηρούσαμε
Παρά
Μια
Κόκκινη
Σε γόνατο
Ανταύγεια
Γιάννης Τσίγκρας
Τετάρτη, 22 Φεβρουαρίου 2012
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟΣ ΟΡΙΣΜΟΣ
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟΣ ΟΡΙΣΜΟΣ
Ο
τρελός που δραπέτευσε από το διήγημα «Λεπιδοπτερολόγος του γκισέ»
πάτησε σε έναν ίσκιο φανοστάτη κραυγάζοντας «Το επόμενο βήμα μου εισάγει
στην Άνοιξη».
Γιάννης Τσίγκρας
Γιάννης Τσίγκρας
ΕΝΑ ΣΤΙΓΜΑ ΤΟΥ ΡΙΛΚΕ
ΕΝΑ ΣΤΙΓΜΑ ΤΟΥ ΡΙΛΚΕ
Δεν πειράζει. Καλύτερα εδώ,υποδορίως, καλύτερα αφανής και μόνος,
συλλέγοντας τους πολύτιμους γνώριμους ή άγνωστους ήχους του
δρόμου,χαρτογράφος μιας απίστευτης φωνογραφίας πλανοδίων. Κι ας μη
κανένας λυπηθεί κάποτε ή απορήσει για την του τελευταίου ποιητή-εν
άκρα σιωπή- εκδημία.
Γιάννης Τσίγκρας
Δεν πειράζει. Καλύτερα εδώ,υποδορίως, καλύτερα αφανής και μόνος,
συλλέγοντας τους πολύτιμους γνώριμους ή άγνωστους ήχους του
δρόμου,χαρτογράφος μιας απίστευτης φωνογραφίας πλανοδίων. Κι ας μη
κανένας λυπηθεί κάποτε ή απορήσει για την του τελευταίου ποιητή-εν
άκρα σιωπή- εκδημία.
Γιάννης Τσίγκρας
ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΟΝ ΨΑΛΜΟ ρβ
ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΟΝ ΨΑΛΜΟ ρβ
Ήδη τον βιώνω εδώ ή ο καιρός μιας δίκαιης μισθαποδοσίας βρίσκεται
μακρύτερα κι απ' τους τελευταίους δυσμικούς λόφους;
Γιάννης Τσίγκρας
Ήδη τον βιώνω εδώ ή ο καιρός μιας δίκαιης μισθαποδοσίας βρίσκεται
μακρύτερα κι απ' τους τελευταίους δυσμικούς λόφους;
Γιάννης Τσίγκρας
TI NA ‘ΓINE
TI NA ‘ΓINE
Τι να ‘γινε των παιδικών σου χρόνων η χωμάτινη αυλή
με τα υγρά χαρτόκουτα, μ΄ένα γεράνι πλάι στη σκουριασμένη σόμπα,
το σπίνο να κελαηδάει στο κλουβί , με την πολύχρωμη στο μανταλάκι ρόμπα,
πάνω από την υπνώττουσα της ψάθινης καρέκλας - Στέλλα ή Βιβή.
Πάνω σε μπλε ποδήλατα, οι απεκδυθέντες των φτερών τους, χάθηκαν και πάνε
και οι πετροπολεμιστές για την τιμή των εαρινών αεροστάτων έχουν ειρηνεύσει.
Τ’ άστρα και οι πυγολαμπίδες δεν ξυπνούν με την κρυφή δική σου νεύση.
Δέρμα και φρόνημα χελώνας πλέον φοράς, των μαχαλάδων Μαγγελάνε.
Έχουν όλα αθόρυβα πετάξει στις σελήνης τις αχνές σκιές
όπου μιαιφονία έχει τυπωθεί κι όπου ο ωραίος Ενδυμίων
κοιμάται. Κι από εκεί, στων τρυφερών σου ενυπνίων,
απρόσκλητοι επισκέπτες, απαλύνουν τις πικρές βραδιές.
Γιάννης Τσίγκρας
ΟΙ ΤΕΛΩΝΕΣ
ΟΙ ΤΕΛΩΝΕΣ
Άφησε
το σταυρό στο τραπέζι. Πλάι στο δαγκωμένο μήλο. Κι άνοιξε την πόρτα
στο. Οι τελώνες περνούν μαύρα επιμανίκια και πιάνουν φτερά χήνας. Οι
τελώνες κατοικούν στο. Μετρούν και ζυγίζουν ασταμάτητα. Τους βλέπουμε
μέσα από ειρκτή παραθύρων, όπως τους φυλακισμένους. Ένα κείμενο είναι
ειρκτή. Γνωρίζουμε τους τελώνες με τα λευκά φτερά και τα μαύρα
επιμανίκια μέσα από κείμενα. Ως την ώρα που κλείνουμε πίσω μας την
πόρτα. Έχοντας ακουμπήσει τον εσταυρωμένο στο τραπέζι. Πλάι στο δαγκωμένο μήλο.
Γιάννης Τσίγκρας
ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΔΟΥΚΙΔΟΥ
ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΔΟΥΚΙΔΟΥ
ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΛΗΡΟ ΤΗΣ Ε. Δ.
Το ματωμένο μου γόνατο
Φεγγάρι
Φυσούσε νοτιάς
Συρθήκαμε σ’ ένα μαντρότοιχο
Που φώτιζαν αχνά πυγολαμπίδες
Πίσω του ακούγαμε
Τη φωνή της Πατράκαινας
Μιλούσε
Κατά τη συνήθειά της
Σε μιαν άδεια καρέκλα
« Προτιμάς ψάρι, Γιώργο;»
Κι η ίδια απαντούσε
«Όχι, Ελένη, το βαρέθηκα»
Οι Ιταλοί είχαν βγάλει την μπάντα
Ο σασά και τριαλό
Ακούγονταν στη στροφή.
Η ΑΛΛΗ ΜΑΡΙΑ
Η ΑΛΛΗ ΜΑΡΙΑ
«Και θα λογχίσουν την καρδιά σου- αυτό είναι πόνος»
Ψιθύρισε ο γέρο θεόπτης, ο Συμεών.
Κι ύστερα τίποτε.
Σώπασε οριστικά.
Εκεί μες τους μπαξέδες
Κάτω από τον εαρινό, τον είδα, ουρανό
Να απαγκιστρώνεται από τα ανθισμένα πράγματα.
(Τον ένιωσα αργότερα αυτόν τον πόνο
Κάτω από τον σταυρό σου.
Μας τύλιγε ένας παράξενος ζόφος.
Ήτανε μεσημέρι. Ο Ιωάννης με κρατούσε
Κι έπεφτε πάνω μας μια κόκκινη βροχή.)
Εκείνο
Που δεν προφήτεψε ο γέροντας
Είναι ότι θα σε ξανάβρισκα, παιδί μου-
Ενώ τα ορθρινά ξεσκίζονταν αηδόνια –
Οψέ του Σαββάτου.
Η Μαρία η Μαγδαληνή, η Σαλώμη και η Ιωάννα
Εξελθούσαι ταχέως του μνημείου,
Μετά φόβου,
Την μεγάλη χαρά άφησαν σε μένα
Να προσκυνήσω τον ωραίον κάλλει.
Να δω την δόξα σου πρώτη,
Όπως έζησα πρώτη παλαιότερα
Την ταπεινή, Θεέ μου, κένωσή σου,
Την φοβερή σου είσοδο στον κόσμο.
Έφυγαν.
Κι άφησαν στα σεπτά σου,
Ηλόπληκτα πόδια,
Εμένα,
Την, κατά Ματθαίον, άλλη Μαρία.
Γιάννης Τσίγκρας
ΘΕΩΡΙΑ ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ Ή ΜΕΤΑ ΤΟ «ΥΠΕΡ ΧΙΟΝΑ»
ΘΕΩΡΙΑ ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ
Ή
ΜΕΤΑ ΤΟ «ΥΠΕΡ ΧΙΟΝΑ»
Τίποτε δεν είναι ό.τι θα πρεπε.
Το υσσώπειο σάρωθρο, βεβαίως, έχει μιάν αποστολή.
Όμως αποκαλύπτει και πάλι παλίμψηστο-
Μια γεωφυσική του επί ρύπον ρύπου.
Άωτον είναι το φώς.
Που απέχει από το φώς.
Όσο και το σκοτάδι-
Μια αιώνια στιγμή.
Καλύτερα, ένα Καιρό του εφέσιου.
Εντός του κουδουνίζουν:
μια βανιλένια Κυριακή.
Το αλμυρό χρώμα μπλέ.
Εφτά γυάλινα περιστέρια.
Κι ένα τυφλό παιδί. Ακροβατεί
σε μια κορδέλλα δίχως άκρες.
Υπέρ το άωτον
είναι το Φώς
Που ησυχαστές
βασανίζει έν χαρμολύπη.
Ιδιαίτατα, όσους έχουν δηλώσει
απόγονοι γεωσκωλήκων.
Γιάννης Τσίγκρας
ΕΣΠΕΡΙΝΗ ΕΥΧΗ
ΕΣΠΕΡΙΝΗ ΕΥΧΗ
Κύριε εκέκραξα προς σε, ελέησόν με,
Του ρύπου την πυκνή γλυσίνα παραμέρισε
Και μπές στο γκρεμισμένο της ψυχής μου σπίτι.
Έλα, ως λεπτής ανάσα αύρα, ως κεραυνός,
Όπως εσύ καλύτερα γνωρίζεις.
Στ’ άχραντα πόδια σου ακουμπώ, δικό μου μύρο,
Τα κεκραγάρια, πνιγμένα σ’ αηδονολαλιές.
Θερμές λιτές, Φώς ιλαρό μου, επιλύχνιες
Που μακρυνήν ελπίδα ανάβουνε – μα που πονούν
Τη γύμνια μου αναδεικνύοντας και τα έλκη.
Χρόνια αιμόρρους και συγκύπτων στην πικρή
Μάνα μου γη ήμουν στραμμένος.
Αίφνης, σ’ εγγίζω
Μια νύχτα κατανυκτική όπως η αποψινή
Και «τις με ήψατο» ν’ ακούσω περιμένω.
«Κύριε, δόσμου τον Αγγελό μου πίσω.
Στους αυχμηρούς καιρούς μας
Χρειάζομαι
Το βαμμένο στην ευλογία σου
Δάκτυλό του
Τους φρυγμένους μου κροτάφους να εγγίσει.
Στείλτον μου, Κύριε
Πέταξε μια μέρα μακριά μου
Όπως τα πουλιά
Όταν ακούσουν
Ένα κρυμμένο στις φυλλωσιές πυροβόλο
Τον τρόμαξε ο βούρκος μου
Οι άδειες νυχτερινές κραυγές μου
Αλλά και στο φως της μέρας
Σίγουρα
Σκέπαζε τα μάτια
Να μη βλέπει τον πηλό μου
Να σκουριάζει,
Να μη μετράει τα σκωληκόβρωτα
Της ψυχής μου έλκη.
Μη μου στερήσεις, Κύριε, το φως του …
Είναι κατασκότεινο τούτο το δάσος
Γιάννης Τσίγκρας
Άτιτλο
Εμπρός οξύρρυγχος τριήρης
Κι ένας τόπος
Για την ασημένια τζάζ των κυμάτων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου