Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιάννης Τσίγκρας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Πέμπτη, 3 Αυγούστου 2017
Ραδιοφωνικό Πορτραίτο: Γιάννης Τσίγκρας (1999)
Ραδιοφωνικό Πορτραίτο: Γιάννης Τσίγκρας
...Δε θέλω να τον Ξυπνήσω...
Κοιμάται, μα είναι παρόν!
σσσ....ς,
ΕΚΕΙ,
και γενικώς, παντού, σχεδόν σε όλες μου τις βασικές σελίδες, εδώ και 10 χρόνια.
ΑΘΑΝΑΤΟΣ!
Μοναδικός!
Αναντικατάστατος!
...Δε θέλω να τον Ξυπνήσω...
Κοιμάται, μα είναι παρόν!
σσσ....ς,
ΕΚΕΙ,
και γενικώς, παντού, σχεδόν σε όλες μου τις βασικές σελίδες, εδώ και 10 χρόνια.
ΑΘΑΝΑΤΟΣ!
Μοναδικός!
Αναντικατάστατος!
Παρασκευή, 7 Ιουλίου 2017
Πυγολαμπίδες στα μαλλιά της - Γιάννης Τσίγκρας
Δευτέρα, 10 Σεπτεμβρίου 2012
ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΕΣ ΣΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ
ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΕΣ ΣΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ
“ Το βλέπεις αυτό το σημάδι στο χέρι; Το’ χω από παιδί. Θυμάμαι μέχρι και σήμερα πώς το απέκτησα. Έτρεχα ένα βράδυ μαζί με τα άλλα παιδιά προς το φράχτη της Πατράκαινας, ένα μισοσκότεινο τοίχο, τυλιγμένο με γιασεμί. Βιαστική όπως πάντα, σκόνταψα κι έπεσα. Πρέπει να σκίστηκα από πέτρα γιατί ένιωσα ένα κάψιμο κι είδα στο σημείο που χτύπησα ένα σημάδι, άσπρο σα πικραμύγδαλο στην αρχή που πήρε στη συνέχεια το σχήμα και το χρώμα του λειριού της Παγώνας, της αγαπημένης κότας της μάνας μου.
Παράξενο που το παρατήρησα αυτό και το είπα στην παρέα μου, λίγο πριν με πάρουν τα αίματα και βάλω τα κλάματα.
Είχε τρέλα με αυτή την Παγώνα η κυρά Χρυσάνθη. Όταν άρχιζε ο συναγερμός να σφυρίζει στο Βόλο ή το καμπανάκι να χτυπάει στον Άη Ταξιάρχη, κι ενώ ο πατέρας έπαιρνε υπό μάλης τα ψειριασμένα μας χράμια κι ανέβαζε στο σβέρκο του εμένα, πεντάχρονη τότε, για να τρέξει βιαστικά, όπως όλοι οι συγχωριανοί μας , να σκαρφαλώσει τον ανήφορο για το Τρανό Ίσιωμα, το ασφαλές από τα κανόνια των πλοίων του λιμανιού ή από τους μηχανοκίνητους, στον αμαξωτό δρόμο, Γερμανούς, τότε εκείνη χώνονταν στις πυκνοφυτεμένες φασολιές “πουλ, πουλ, πουλ”, φωνάζοντας, “πού είσαι μωρή Παγώνα και θα μας προλάβουν”. Και ήταν ικανή θανάσιμα να καθυστερήσει περιμένοντας τη στιγμή που η κότα θα πηδούσε στον ώμο της και θα κούρνιαζε εκεί. Τότε μόνο κατέβαινε τις σκάλες κι έμπαινε στο τέλος της ουράς των ανθρώπων που έτρεχαν.
Ο πατέρας λαχάνιαζε από το άσθμα που τον ταλαιπωρούσε από παιδί κι από το, ελάχιστο, βάρος μου, λαχάνιαζε ανεβαίνοντας και βλαστημώντας την τύχη του “δε φτάνουν όλα τα άλλα, έχω κι αυτή τη μουρλή, τρέξε Γιωργάκη μου μπροστά” έλεγε στον αδελφό μου, “μια φωλιά της Παγώνας να εξασφαλίσεις πρώτα” σάρκαζε, κι ο Γιώργος που καταλάβαινε τι ήθελε να πει, έτρεχε να πιάσει κάποια σπηλιά στην καλύτερη περίπτωση ή κάποιο απάγκιο, στη ρίζα βράχου- ο τόπος ήταν γεμάτος από τεράστιες πέτρες κι από καλύβες φιλόξενων βοσκών που τάιζαν, πρώτα εμάς τα παιδιά, κι αν περίσσευε και τους μεγάλους, με αχνιστό, φρέσκο ψωμί κι ίσως και γάλα.
Μέναμε λίγες μέρες εκεί, για μας ήταν ο Παράδεισος, κι ύστερα κατεβαίναμε στο χωριό μετρώντας, τις περισσότερες φορές, ερείπια κι αποκαΐδια. Θάβαμε τους νεκρούς, γέρους συνήθως που δεν μπόρεσαν να μας ακολουθήσουν, επιδιορθώναμε πρόχειρα τις ζημιές, κάναμε την παράκληση της Παναγιάς μας, στον Άϊ Νικόλα, οι περισσότεροι όλη την ώρα γονατιστοί - ήταν το μόνο τάμα που μπορούσαμε να εκπληρώσουμε.
Τα παιδιά ξαναβρίσκαμε τη γειτονιά, τα κολοκύθια που είχαμε για κούκλες εμείς τα κορίτσια και τα καλάμια άλογά τους τα αγόρια. Αρχίζαμε και πάλι το “καράβωμα”, το δημοφιλέστερο παιγνίδι τόπων βουνίσιων με πολλά νερά, όπως ο δικός μας. Ρίχναμε στο αυλάκι που κατέβαζε το νερό στα κτήματα μεγάλα κομμάτια από φλούδες δέντρων, ξυλάκια, σκληρά φύλα και, τρέχοντας πλάι στο αυλάκι, τα παρακολουθούσαμε να κατεβαίνουν, στα μάτια μας τεράστια ποταμόπλοια, άλλα ξεπερνώντας τα εμπόδια κι άλλα σταματώντας λίγο πιο κάτω.
Το απόγευμα ακούγαμε τη μπάντα των ιταλών να κατεβαίνει προς τον Άη Ταξιάρχη. “Ο σασά και τριαλό”, τραγουδούσαν και μπροστά τους, πριν κι απ το μαέστρο, πήγαινε ένας μικρόσωμος ανθρωπάκος, ο Ντούλιας. Έκανε, όπως πάντα, κωμικές, άναρχες κινήσεις, διευθύνοντας δήθεν, κινήσεις που έφερναν το γέλιο σε όσους παρακολουθούσαν.
Όταν έπεφτε το βράδυ, τρέχαμε να κρυφακούσουμε την Πατράκαινα.
Ήταν μια μεσόκοπη γυναικούλα που βλέπαμε κάθε πρωί να περνάει, μαυροντυμένη πάντα, να πηγαίνει στους μπακάληδες του χωριού που μοίραζαν με το δελτίο αλεύρι, λάδι κι όσπρια. Όταν νύχτωνε κάθονταν στην αυλή της, χωρίς να της περνάει από το μυαλό ότι κάποιοι την παρακολουθούσαν.
Με το αυτί κολλημένο στις πέτρες οι μικρότεροι, ζητούσαμε από τους μεγαλύτερους και τολμηρότερους που σκαρφάλωναν στον τοίχο, να μας περιγράφουν και το τι βλέπουν, έτσι για να έχουμε μια πλήρη σκηνή- εικόνα και λόγο.
Η γυναίκα λοιπόν, τραβούσε στην αυλή δυο καρέκλες και τις έβαζε γύρω από το ξύλινο τραπεζάκι, πλάι στη μεγάλη κερασιά. Τοποθετούσε δυο πιάτα, τις περισσότερες φορές άδεια, και κάθονταν.
“Δημητράκη, φάε το ψάρι σου”, έλεγε κοιτώντας προς την άδεια καρέκλα.
“ Χόρτασα, Χαρίκλεια, σε ευχαριστώ”, απαντούσε στον εαυτό της με μια βραχνή φωνή.
“Μήπως κρυώνεις; Να σου φέρω το κασκόλ;”
“ Όχι, γυναίκα” συνέχιζε, πάλι με αντρική φωνή, “μείνε λίγο ακόμη, σε λίγο θα γεμίσουν πυγολαμπίδες τα μαλλιά σου”.
Κι όλοι, σιγά μη μας ακούσει, γελούσαμε, γιατί ξέραμε ότι ο Δημητράκης ήταν θαμμένος στη ρίζα της κερασιάς, κομμένος στα δυο, από γερμανική οβίδα”.
Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ - Γιάννης Τσίγκρας
Γιάννης Τσίγκρας
Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
Κάποτε έπεσα μέσα σε μιαν ασπρόμαυρη φωτογραφία,
έτσι, όπως ανεβαίνεις ένα σκαλοπάτι,και σκοντάφτεις,
ω,συγγνώμην ψέλλισα,εκείνη,αν και κάποτε αγαπημένη
με κοιτούσε μόνο,δε μιλούσε,έβαλα τα κλάμματα,γιατί
κατάλαβα, ότι υπήρχε μια ανθισμένη λύπη σ' όλα αυτά,
ποτέ δεν σωπαίνεις όταν υπάρχεις-έστω κάπου μακριά
στο γαλαξία-τη ρώτησα αν με αναγνωρίζει,τότε μου γύρισε την πλάτη
κι είδα δυο άσπρα φτερά στους ώμους της να τραντάζονται.
Κάποτε έπεσα μέσα σε μιαν ασπρόμαυρη φωτογραφία,
έτσι, όπως ανεβαίνεις ένα σκαλοπάτι,και σκοντάφτεις,
ω,συγγνώμην ψέλλισα,εκείνη,αν και κάποτε αγαπημένη
με κοιτούσε μόνο,δε μιλούσε,έβαλα τα κλάμματα,γιατί
κατάλαβα, ότι υπήρχε μια ανθισμένη λύπη σ' όλα αυτά,
ποτέ δεν σωπαίνεις όταν υπάρχεις-έστω κάπου μακριά
στο γαλαξία-τη ρώτησα αν με αναγνωρίζει,τότε μου γύρισε την πλάτη
κι είδα δυο άσπρα φτερά στους ώμους της να τραντάζονται.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ - Γιάννης Τσίγκρας
Γιάννης Τσίγκρας
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
Ο θάνατος παίζει μαζί μας στάκαμαν
απ'τον καιρό που γεννηθήκαμε,
μας στοχεύει από γωνίες και ταράτσες
κι ύστερα γελάει και πυροβολεί αλλού,
γίνεται ο ίσκιος μας και μας ακολουθεί στις λεωφόρους
και τις γειτονιές,στο ίδιο μας το σπίτι μέσα,
¨"κοίτα τί ωραίο πορτρέτο θα γίνεις;"μας ψιθυρίζει,
δείχνοντάς μας τις φωτογραφίες στους τοίχους.
Ο θάνατος κάθεται στο τραπέζι μαζί μας,
τρώει από το πιάτο μας.
Στα γενέθλιά μας, μας εύχεται "Χρόνια πολλά"
και γελάει σαρδόνια.
Ο θάνατος παίζει μαζί μας στάκαμαν
απ'τον καιρό που γεννηθήκαμε,
μας στοχεύει από γωνίες και ταράτσες
κι ύστερα γελάει και πυροβολεί αλλού,
γίνεται ο ίσκιος μας και μας ακολουθεί στις λεωφόρους
και τις γειτονιές,στο ίδιο μας το σπίτι μέσα,
¨"κοίτα τί ωραίο πορτρέτο θα γίνεις;"μας ψιθυρίζει,
δείχνοντάς μας τις φωτογραφίες στους τοίχους.
Ο θάνατος κάθεται στο τραπέζι μαζί μας,
τρώει από το πιάτο μας.
Στα γενέθλιά μας, μας εύχεται "Χρόνια πολλά"
και γελάει σαρδόνια.
Λες κι ΕΝΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ, δεν πέρασε από δω... απ' αυτή την πόλη!
...Θα το πω πολύ απλά και σύντομα:
Μου λείπει πολύ ο Γιάννης Τσίγκρας. Το κενό που άφησε Φεύγοντας, δε μπορεί να μου το καλύψει κανείς!
Αποφεύγω να το λέω, να το συζητώ, ακόμα δεν το έχω πιστέψει, δεν είδα, δεν ξέρω, δεν πήγα, δεν ρωτώ, δεν τηλεφωνώ, πνίγομαι, σιωπώ, δεν ακούγεται ΚΙΧ!
Λες κι ΕΝΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ, δεν πέρασε από δω... απ' αυτή την πόλη!
Όλα τον θυμίζουν, δεν το συζητώ, ανάσα!
Έτσι τον έβρισκα συνήθως, όταν του πήγαινα σοκολάτες...
Τρελαίνονταν για σοκολάτες, τόσο ο ίδιος, όσο και η Μαρία του!
Αθάνατος, Γιάννη, Αθάνατοι και οι δυο!
Όχι, δεν ήρθα...
Δε με βγάζει ο δρόμος.
Μουλαρώσαν και τα πόδια.
Μου κόβονται τα γόνατα...
Αρνούμαι ακόμα, να δεχτώ, πως Λείπεις... το προσπερνώ.
Θέλω χρόνο.
Για μένα ακόμα, είσαι εδώ,
κι ΕΔΩ,
ζωντανός,
μέσα στις λέξεις.
Μόνο κεράκια ανάβω, τρισάγια, ότι δεν "φαίνεται", στον κάτω κόσμο, δηλαδή...
Ότι δεν βλέπω κι εγώ απ' τους άλλους, κι εύκολα κρίνω... δηλαδή...
...Τόση σιωπή, θα βγάλει κρότο, δε μπορεί!
Ήταν το πρώτο αυθόρμητο "πορτραίτο" μου και χαίρομαι τόσο πολύ πια, γι' αυτό το τόλμημα!
18 και χρόνια, πριν!
Υγ. Τα βιντεάκια τα είχα κλείσει, νομίζω, γιατί ήταν διπλά.
Μου λείπει πολύ ο Γιάννης Τσίγκρας. Το κενό που άφησε Φεύγοντας, δε μπορεί να μου το καλύψει κανείς!
Αποφεύγω να το λέω, να το συζητώ, ακόμα δεν το έχω πιστέψει, δεν είδα, δεν ξέρω, δεν πήγα, δεν ρωτώ, δεν τηλεφωνώ, πνίγομαι, σιωπώ, δεν ακούγεται ΚΙΧ!
Λες κι ΕΝΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ, δεν πέρασε από δω... απ' αυτή την πόλη!
Όλα τον θυμίζουν, δεν το συζητώ, ανάσα!
Έτσι τον έβρισκα συνήθως, όταν του πήγαινα σοκολάτες...
Τρελαίνονταν για σοκολάτες, τόσο ο ίδιος, όσο και η Μαρία του!
Αθάνατος, Γιάννη, Αθάνατοι και οι δυο!
Όχι, δεν ήρθα...
Δε με βγάζει ο δρόμος.
Μουλαρώσαν και τα πόδια.
Μου κόβονται τα γόνατα...
Αρνούμαι ακόμα, να δεχτώ, πως Λείπεις... το προσπερνώ.
Θέλω χρόνο.
Για μένα ακόμα, είσαι εδώ,
κι ΕΔΩ,
ζωντανός,
μέσα στις λέξεις.
Μόνο κεράκια ανάβω, τρισάγια, ότι δεν "φαίνεται", στον κάτω κόσμο, δηλαδή...
Ότι δεν βλέπω κι εγώ απ' τους άλλους, κι εύκολα κρίνω... δηλαδή...
...Τόση σιωπή, θα βγάλει κρότο, δε μπορεί!
Ήταν το πρώτο αυθόρμητο "πορτραίτο" μου και χαίρομαι τόσο πολύ πια, γι' αυτό το τόλμημα!
18 και χρόνια, πριν!
Υγ. Τα βιντεάκια τα είχα κλείσει, νομίζω, γιατί ήταν διπλά.
Σάββατο, 13 Μαΐου 2017
Κι ο Θεός δημιούργησε τη μεγάλη αγρύπνια,
ΑΠΟΥΣΙΑ
Κι ο Θεός δημιούργησε τη μεγάλη αγρύπνια,
για να τοποθετήσει στο κέντρο της
την απουσία σου.
Κι ο Θεός δημιούργησε τη μεγάλη αγρύπνια,
για να τοποθετήσει στο κέντρο της
την απουσία σου.
Τετάρτη, 8 Φεβρουαρίου 2017
Σάββατο, 21 Ιανουαρίου 2017
Σπάσιμο
Φεις
Είναι τα γενέθλια του Ioannis Tsigkras!
Σκεφτήκαμε ότι δεν θα θέλατε να χάσετε την ευκαιρία να του ευχηθείτε Χρόνια Πολλά.
***
Σκέφτηκα ότι είσαι ρομποτάκι και σε δικαιολογώ. Ωστόσο, μου την έσπασες, πάλι!
***
Ioannis Tsigkras προς ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΟΙΗΣΗ
***
Ioannis Tsigkras προς ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΟΙΗΣΗ
ΈΝΑ ALARM ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ
Ένα alarm αυτοκινήτου
Ξύπνησε στις πέντε το πρωί
Συν τοις άλλοις
Και τους πεφιλημένους μας νεκρούς.
Κι άναψαν αιφνιδίως
Ο κυρ Γιώργης ο Σπανός με τα κίτρινα μουστάκια
Ο άγιος Χόντος, η κόρη του
Η Αρετή, που στόλιζε χριστουγεννιάτικα αλμυρίθια
Κι ο εγγονός του ο Αχιλλεύς, ο ένδοξος σφενδονιστής.
Ένα alarm αυτοκινήτου
Ξύπνησε στις πέντε το πρωί
Συν τοις άλλοις
Και τους πεφιλημένους μας νεκρούς.
Κι άναψαν αιφνιδίως
Ο κυρ Γιώργης ο Σπανός με τα κίτρινα μουστάκια
Ο άγιος Χόντος, η κόρη του
Η Αρετή, που στόλιζε χριστουγεννιάτικα αλμυρίθια
Κι ο εγγονός του ο Αχιλλεύς, ο ένδοξος σφενδονιστής.
Ξύπνησε και μια παγωνιά
Γεμάτη καρδερίνες και κάλαντα.
Ο Αράπης
Μ’ ένα κουπί φυτρωμένο στον ώμο
Να εμποδίζει τα φτερά
Στη σκόνη του σιδεροτράπεζου
Ο Λευτέρης ο Μουντανιώτης
Σχεδίασε τον φόνο της άπιστης.
***
Ioannis Tsigkras προς ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΟΙΗΣΗ
Γεμάτη καρδερίνες και κάλαντα.
Ο Αράπης
Μ’ ένα κουπί φυτρωμένο στον ώμο
Να εμποδίζει τα φτερά
Στη σκόνη του σιδεροτράπεζου
Ο Λευτέρης ο Μουντανιώτης
Σχεδίασε τον φόνο της άπιστης.
***
Ioannis Tsigkras προς ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΟΙΗΣΗ
ΟΡΙΑ
Ελάχιστος λόγος περί ορίων.
Τα οποία με τη σειρά τους ορίζονται.
Άρα ή εκτείνονται ως το άπειρο ή ως σύμβαση παρόμοια με εκείνη του μηδενός υφίστανται.
Τα όρια θυμίζουν τους απέναντι ανισοϋψείς καθρέφτες των αρχαίων κουρείων όπου μπορούσες να δεις το περιποιημένο σου κρανίο σε άπειρα είδωλα.
Τα όρια αποτελούν τα αυγά της μουσικής.
Βέβαια τίθενται συμβολικά και τις περισσότερες φορές απολύτως αυθαίρετα.
Όπως το μηδέν.
Η αρχή, η όποια αρχή, μετά την του παντός, δια του Λόγου, Ποίηση, αποτελεί ένα τέτοιο συμβατικό όριο.
Η αρχή της μέρας. Η αρχή του έρωτα. Η αρχή της αφήγησης:
"Ήταν ένα κρύο πρωινό του Φθινοπώρου.."
Ένα πρωινό μετά από εκατομμύρια παρόμοια πρωινά που το αδράχνεις, το ξεχωρίζεις, το παρουσιάζεις.
Μια προαίρεση, μια αιφνίδια επιλογή σου.
Ελάχιστος λόγος περί ορίων.
Τα οποία με τη σειρά τους ορίζονται.
Άρα ή εκτείνονται ως το άπειρο ή ως σύμβαση παρόμοια με εκείνη του μηδενός υφίστανται.
Τα όρια θυμίζουν τους απέναντι ανισοϋψείς καθρέφτες των αρχαίων κουρείων όπου μπορούσες να δεις το περιποιημένο σου κρανίο σε άπειρα είδωλα.
Τα όρια αποτελούν τα αυγά της μουσικής.
Βέβαια τίθενται συμβολικά και τις περισσότερες φορές απολύτως αυθαίρετα.
Όπως το μηδέν.
Η αρχή, η όποια αρχή, μετά την του παντός, δια του Λόγου, Ποίηση, αποτελεί ένα τέτοιο συμβατικό όριο.
Η αρχή της μέρας. Η αρχή του έρωτα. Η αρχή της αφήγησης:
"Ήταν ένα κρύο πρωινό του Φθινοπώρου.."
Ένα πρωινό μετά από εκατομμύρια παρόμοια πρωινά που το αδράχνεις, το ξεχωρίζεις, το παρουσιάζεις.
Μια προαίρεση, μια αιφνίδια επιλογή σου.
Όπως η αρέσκειά σου για μια γυναίκα, ένα λουλούδι ή ένα στίχο.
***
Ioannis Tsigkras προς ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΟΙΗΣΗ
***
Ioannis Tsigkras προς ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΟΙΗΣΗ
ΚΑΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ
Καμιά στιγμή δεν μας συστήνεται
Ως τελευταία
Γιατί τότε ο θάνατος του καθενός
Θα’ πρεπε να έχει όνομα-
Το δεύτερο όνομά μας.
Καμία εποχή δεν μας συστήνεται
Ως περατουμένη
Μόνον εντός της υποφώσκει στιγμιαία
Η άλως του μηδενός
Του αποκλειστικού της ορίου.
***
Καμιά στιγμή δεν μας συστήνεται
Ως τελευταία
Γιατί τότε ο θάνατος του καθενός
Θα’ πρεπε να έχει όνομα-
Το δεύτερο όνομά μας.
Καμία εποχή δεν μας συστήνεται
Ως περατουμένη
Μόνον εντός της υποφώσκει στιγμιαία
Η άλως του μηδενός
Του αποκλειστικού της ορίου.
***
Κατερίνα Δεστάπα Ψέματα, Γιάννη! Και δήλωσες και είσαι! Και πολύ καλός! Καλημέρες!
Ioannis Tsigkras Λες να το' γραψα για μένα; Για να στενοχωρήσω εσά;, τους φίλους μου;
Κατερίνα Δεστάπα Ξέρω, εγώ; Εσύ, ξέρεις! Να διευκρινίζεις άλλη φορά, το "για μένα" και για "τους άλλους"!
Ioannis Tsigkras Ισχύει το "για τους ποιητές" που μαζευόμαστε, όπως το πλήθος στο Παζάρι.Κι όσο πιο στρυφνό είναι το ύφος μας, τόσο πιο μεγάλοι πιστεύουμε ότι είμαστε.
Κατερίνα Δεστάπα Κόψε κάτι, κόψε κάτι, Γιάννη! Άσε τον κόσμο να εκφράζεται! Αυτό μάς έμεινε!
Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΤΑΠΕΙΝΟΣΥΝΗΣ
Ποιος είμαι εγώ
Που θ’ αγνοήσω
Τους
Μεγάλους
Ίσκιους.;
Ποιος είμαι εγώ
Που θ’ αγνοήσω
Τους
Μεγάλους
Ίσκιους.;
Ioannis Tsigkras Στέλλα μου, ουσιαστικά μια απάντηση είναι.Ένας τρόπος να επαναλάβω το ΩΣΑΝ-θα μπορούσες να το βρεις το χρονολόγιο ή στο μπλογκ-ή το κοινότοπο "δεν υφίσταται παρθενογένεση στην Τέχνη"-εγώ λέω παντού.
Ioannis Tsigkras Αθηνά μου, εδώ βρίσκεται των απόψεών μας η ρωγμή.Το πρόθεμα "μεγάλους" ξέχασες.Εγώ είμαι μόνον 61 ετών Και για να μην αναφέρω άλλους-πέραν των δυο μας-εσύ θα ισχυριζόσουν ότι δεν υπάρχει πανω και κάτω.
Ioannis Tsigkras Δε διαφωνώ Αθηνούλα.Υπάρχουν κι άλλα- όπως ο αριθμός των διαστάσεων, η διαφορά φυσικών και συμπαντικών νόμων κ. α.). Μην εμπιστεύεσαι το μυαλό όσο την καρδιά θα μου πεις. Εγώ ονομάζω την καρδιά "καρδία"-σύνθεση Νου, Σώματος και Πνεύματος. ΠΑΛΙ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΟΕΑΥΤΟΣ ΜΟΥ;Να που φτάσαμε στους "μεγάλους ίσκιους".
Μαρια Χατζη ...!!! Νομιζω δεν εχω αλλη επιλογη απο το να συμφωνησω μαζι σου φιλε Ιωαννη. Και πολυ χαιρομαι γιαυτο.Την αγαπη μου,καλη συνεχεια!! :))
Ioannis Tsigkras Όταν δεν α;ποφεύγεεις τους Ίσκιους φτάνεις την κοινωνία και φτιάχνεις-δίνοντας και παίρνοντας-στην Κοινωνία.
Ioannis Tsigkras Ναι, συμφωνώ-εξαιρώντας την αρρώστια. Δεν μ' έχεις δει να γίνομαι, από ίσκιος μπαρούτι.Μόνο "πιο σκληρός-μου πρέπει- στη μνήμη".Ξεχνάω γρήγορα το κακό που μου έκαναν.Αν δεν ήμουν "αυτός που είμαι"θα συνέχιζα τις όμορφες κοντρίτσες, μαζί σου;
Μαρια Χατζη Καλημερα της θαλασσας κ απο μενα στο Νοτο :)) συγγνωμη ,για καθαρα τεχνικους λογους δεν μπορεσα κ ακομα να παρακολουθησω σωστα ολοκληρη την κουβεντα σας_θελω να το κανω μολις μπορεσω!_ /// το μονο που θαθελα νσ πω απο το πολυ λιγο που ειδα ειναι πως υπαρχει βαθια εγνοια κ φιλια αναμεσα σας,κ ειναι τοσο ομορφο να το συναντα κανεις<3 ,,,χωρις να σας γνωριζω , με συγκινησατε κ ευχαριστω κ τους δυο γιαυτο.Οσο υπαρχουν Ανθρωποι ,ολα ειναι δυνατα προς το καλυτερο*
Ioannis Tsigkras Ναι, υπάρχει "βαθειά έγνοια και φιλία" και με την Αθηνά και με το Γιάννη και με σένα και με την Κατερίνα-χώρια οι παλιοί φίλοι και συμμαθητές.Ο κύλκος μικραίνει πάντως όσο περνάει ο καιρός.Γινόμαστε επιλεκτικοί σε φίλους και βιβλία.
Ioannis Tsigkras Στα 61 μου και σε σχέση με τη συμβολική σου γλώσσα, μπορώ να προφέρω το "έν οίδα ότ ουδέν οίδα".ι
************
1 σχόλιο:
Αυτά ήταν στο μπλογκ "το ξάνοιγμα".
Αν δεν μαζέψω τα κομμάτια μας, αδύνατη η "συναρμολόγηση".
Δημοσίευση σχολίου