Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Ποίηση Γιάννη Τσίγκρα 16

Σάββατο, 5 Ιουλίου 2014


ΤΟ ΚΕΡΑΚΙ
Στα σαραντάμερα μνημόσυνα
Της εκκλησίας των Αγίων Αναργύρων,
- Καπακλή της δεκαετίας του 50-
Μας μοίραζαν δυο σπόρους στάρι
Κι ένα κεράκι.
Το αφή του τελευταίου ήτανε μια προσευχή,
Για την ψυχή που πέρναγε από την πρώτη κρίση
Και έμπαινε στον τόπο της μεγάλης προσμονής.
Ήταν και μια υπόσχεση ότι ο κεκοιμημένος
Θα'χει τη μέριμνά μας, όσο ζούμε.
Ετήσια και τριετή και κομποσχοίνια.
Γι αυτό,φροντίζαμε, μη σβήσει τη φλογίτσα
Ο άνεμος ή ο άγριος νεωκόρος.


ΤΟ ΚΕΡΑΚΙ
Στα σαραντάμερα μνημόσυνα
Της εκκλησίας των Αγίων Αναργύρων,
- Καπακλή της δεκαετίας του 50-
Μας μοίραζαν δυο σπόρους στάρι
Κι ένα κεράκι.
Η αφή του τελευταίου ήτανε μια προσευχή,
Για την ψυχή που πέρναγε από την πρώτη κρίση
Και έμπαινε στον τόπο της μεγάλης προσμονής.
Ήταν και μια υπόσχεση ότι ο κεκοιμημένος
Θα'χει τη μέριμνά μας, όσο ζούμε.
Ετήσια και τριετή και κομποσκοίνια.
Γι αυτό,φροντίζαμε, μη σβήσει τη φλογίτσα
Ο άνεμος ή ο άγριος νεωκόρος.


ΔΑΝΕΙΖΟΥΝ ΣΤΟ ΑΥΡΙΟ ΤΟ ΑΡΩΜΑ ΤΟΥΣ
Φορέσαμε τα καλά μας ποιήματα,
Έρωτες, στοχασμούς για το απόλυτο,
Και στηθήκαμε στις γωνίες μ'απλωμένο προς την πλάτη
-Για να μη το βλέπουμε οι ίδιοι-
Το χέρι,
Σαν την παλιά εκείνη, τη Σαλοκατίνα
Που επαιτούσε, με μια μαδημένη γούνα.
Τί να κάνεις με τα ποιήματα;
Ένα μαχαίρι;
Που'ναι το ψωμί να το μοιράσεις;
Εδώ πετούν μονάχα νυχτερίδες
Ανάμεσα απ'τα καπνισμένα των σπιτιών μας δοκάρια.
Θερμοκοιτίδες των παιδιών μας
Γίνανε πλέον οι κάδοι των απορριμάτων
Κι οι ύαινες ουρλιάζουν μες τη νύχτα.


Κι όμως στον ουρανό, ακόμη ανάβουν  οι Πλειάδες
Ένα τραγούδι αδέσποτο τρυπάει το ζόφο
Και οι υάκινθοι δανείζουν στο αύριο το άρωμά τους.


Παρασκευή, 4 Ιουλίου 2014

ΝΑ ΤΙΣ ΑΠΛΩΣΕΙ,ΛΕΓΟΝΤΑΣ "ΔΙΑΛΕΧΤΕ"
Να περιμένω οφείλω το επόμενο αληθινό τραγούδι.

Θα'ναι ο πατέρας που μιλάει για τους φίλους;
Για τον κομπάρσο,αίφνης, με τα γυριστά μουστάκια
Όταν διαφήμιζε,στην τηλεόραση, το ούζο Τσάνταλη;

Τον ηρακλειώτη δημοσιογράφο,το Βενιέρη:
Στο άδειο λεωφορείο, ρώταγε τον ίδιο
"Πού να'ναι ο σκορδέμπορος ο Τσίγκρας;
 Τον γνώρισα  πριν από χρόνια"-
Είχε ξεχάσει τα χαρακτηριστικά.

"Τόσο λοιπόν έχω αλλάξει;"αναρωτιόταν ο πατέρας.

Μπορεί να'ρθει κι η μάνα μου,μ'ένα μαντήλι ιστορίες απ'την Κατοχή
Να τις απλώσει γύρω μας,φωνάζοντας "διαλέχτε:

Εδώ οι Ιταλοί, μαζεύουνε ραδίκια,τηγανίζουνε χελώνες
Εκεί οι Γερμανοί που κάψαν  σπίτια και το Θεοξένεια

Ή η γιαγιά με τις "ακοίμητες", τις λιτανείες του μεσημεριού
Που την ακρίδα διώχνανε και φέρναν τη βροχή.

Το επόμενο μου ποίημα πρέπει
Να αναδεύεται σκληρό και ασημένιο-
Λιγάκι απόμακρο.


Πέμπτη, 3 Ιουλίου 2014


ΟΙ ΧΑΡΤΕΣ ΑΛΛΟΥΣ ΜΑΣ ΕΔΕΙΧΝΑΝ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΥΣ
Πώς φτάσαμε εδώ,
Ποιους αστερισμούς διασχίσαμε μεθυσμένοι από χαρά;
Σε ποια λιθάρια ακουμπήσαμε την πίκρα μας;
Εδώ φυτρώνουν μοναχά ρετσινολαδιές και σπασμένα αγάλματα
Κι αόρατα πουλιά κρώζουν αδιάφορα.
Οι γηγενείς
Σπέρνουν άστοχους στοχασμούς
Γυμνοί και κουρασμένοι, σαν τους αετούς, μονάχα φεύγουν
Ή προσπαθούν τους ίσκιους τους να κυνηγήσουν.
Πώς φτάσαμε εδώ;
Οι χάρτες άλλους μας έδειχναν προορισμούς.

Τετάρτη, 2 Ιουλίου 2014

ΜΕ ΤΙ ΤΑΪΖΕΤΕ ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ;
Είναι κι όσοι  στους δρόμους περπατούν
Κι έχουν στον ώμο ένα σακούλι
Γεμάτο αφαιρέσεις
Λέξεις ξερές και εύθρυπτες σαν τα καρύδια
Σιωπές,όπως τα απογεύματα των νυχτολούλουδων.
Αν τους ρωτήσεις σχετικά
"Είναι τα απομεινάρια"λεν "των ποιημάτων.
Με τί ταΐζετε εσείς τα περιστέρια;".

Τρίτη, 1 Ιουλίου 2014


ΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΟΥΜΕ Ο,ΤΙ ΔΕΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΑΜΕ
Προς τί να το τονίζω;
Όλοι οι ουρανοί ανερμήνευτοι είναι
Παίζουνε σκάκι με βροχές κι αστέρια
Kι απ'τα μανίκια βγάζουν  καλοκαίρια φωτεινά,
Βγάζουν πυγολαμπίδες και σιωπές γρανίτη.
Κύριε
Δώσε μας την απλότητα ενός θλιμμένου απογεύματος
Μια νότα τρυφερή πέρασε μες τα δάχτυλά μας,
Να τραγουδήσουμε ό,τι δεν κατανοήσαμε
Να γίνουμε πάλι παιδιά ή άγγελοι.



Δευτέρα, 30 Ιουνίου 2014

ΚΡΥΨΕ ΕΝΑ ΣΤΑΥΡΟ ΣΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ
Ένα σφαγμένο κιρκινέζι στο μαντήλι
Και η  Αγία Υπομονή,η Παλαιολογίνα
Φανήκανε στο λυπημένο βλέμμα ενός κλόουν.

Όλα γεννούν ένα Σταυρό,αδελφέ μου,
Το γέλιο και το δάκρυ ένα Σταυρό.
Σκάψε βαθιά και κρύψτον μες το μεσημέρι.
Να πίνουν από τη ρίζα του οι διψασμένοι,
Να ελαφραίνει το δικό τους το φορτίο,
Να λάμπουνε στον ουρανό ο Μανουήλ κι ο Κωνσταντίνος.

Κυριακή, 29 Ιουνίου 2014

ΠΛΑΪ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΦΥΣΤΙΚΙΑ
Μου λείπουν πέντε λέξεις όλες κι όλες,
Για την αρχή ή την καταληκτική κορόνα.
Μπορεί να είναι
Και για μια επικίνδυνη στροφή
-Τα ποιήματα ελίσσονται σα φίδια-.
Προσεύχομαι να μου δοθούν.
Kι άλλες φορές
Στην Αγορά τις ζητιανεύω αυτές τις λέξεις.
Κι αν με λυπούνται τα παιδιά κι οι μεθυσμένοι,
Στάζουνε στο καπέλο μου τα δάκρυα των τρελών.
"Πάρε",μου λένε"θα σαπίσουν πλάι στα αρχαία φιστίκια".

ΕΚΤΟΣ
Και οι άγγελοι επανέρχονται
Επειδή γνωρίζουν
Πως
Δεν πεθαίνει τίποτε
Εκτός από τη δυνατότητα να το κατανοήσουμε.



Σάββατο, 28 Ιουνίου 2014

ΝΑ ΜΕΓΑΛΩΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ
Αλλά πρέπει να τελειώνει κι η αναμονή.
Κι ό,τι θα έρθει, δεν θα μοιάζει μ'όσα συνηθίσαμε.

Δε νοσταλγούμε το παλιό μας σπίτι
Κι ας φεύγουμε με βότσαλα στις τσέπες.

Να χτίσουμε ελπίζουμε καλύβες για τα νέα μας τραγούδια,

Τον Ουρανό να μεγαλώσουμε.



Παρασκευή, 27 Ιουνίου 2014

Η ΜΟΥΣΙΚΗ
Οι άγγελοι πετούν ψηλά,πλάι στα χελιδόνια
Κι αυτή η μουσική όλο και δυναμώνει.
Κάποια στιγμή θα μας διαπεράσει,
Την περιμένουμε να κυλήσει στις φλέβες μας.
Θα'ναι απόβραδο,την ώρα που χάνονται
Στον ορίζοντα
Τα πλοία.
Κάτω θ'ανάβουν οι πολύβουες πολιτείες,
Όταν ανάλαφροι θα νιώσουμε,σαν τα τελευταία πουλιά,
Σαν τους μικρούς ανέμους
Και την καρδιά των ποιημάτων
Που δεν προλάβαμε να γράψουμε.

Μια παιδική προσευχή θα είμαστε πλέον.


Πέμπτη, 26 Ιουνίου 2014


ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΙΚΡΟΥΣ ΑΝΕΜΟΥΣ

Κι αν ο πηλός χαράσσει τον πηλό
Σε μιαν αιμάτινη γραμμή-
Μη το ξεχνάς: Σου έχουνε δοθεί δυο φωτεινές φτερούγες
Για ν'ακουμπάς επάνω τους,
Το σύμπαν να διασχίζεις.

Σου'χει δοθεί μια σπίθα
Την τρέλα μας να κάψεις,την παραφορά
Και τους πικρούς ανέμους.

Κι αν σας μιλώ για τ'άστρα
Είναι γιατί μπορούμε όπως το μαντήλι,
Να ξετυλίξουμε τον Ουρανό.

Παρ'όλο που, σαν το χταπόδι,
Ο φόβος μας τυλίγει.

Προς το παρόν,ας πολεμήσουμε με το τραγούδι
Ας βγάλουμε απ'τις τσέπες μας την Ομορφιά
(Πουλιά,μικρές πυγολαμπίδες κι ανεμοστροβίλους,
Παιγνίδια και χαρταετούς).

Είν' όλα αυτά μια άμυνα,
Όπως η ερημία και τα ποιήματα.

Η ΝΕΟΤΗΤΑ ΜΟΥ
Νύχτα, στον έρημο σταθμό, με τα λαμπιόνια των τρένων
Ν'απομακρύνονται,
Συνάντησα,αναπάντεχα,τη νεότητά μου.
Φορούσε ροζ γυαλιά-από αυτά, κυρίως,
Την αναγνώρισα
Κι από μια ρητορική πανηγυριώτη εμποράκου.
Την ένιωσα να λυπάται για την κατάντια μου.Δεν το φανέρωσε.
Κέρασα μια πορτοκαλάδα και θυμηθήκαμε τα παλιά.
Υπήρξεν άκρως διακριτική,μιλούσε με παύσεις
Και τη γνωστή μου μουσική-τόνιζε ιδιαίτερα το ρο.
Έψαχνε, σχεδόν εναγώνια (το κατάλαβα εξαρχής),
Για κάποιο τζουκ μποξ.Δεν υπήρχε.
Όταν έφτασε το τρένο μου,κάπως αφηρημένη,
Ανέβηκε το πρώτο σκαλί.Τη σταμάτησε ο ελεγκτής:
"Μα δεν έχετε εισιτήριο,ο κύριος συνεχίζει".



Τετάρτη, 25 Ιουνίου 2014


ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΜΑΣ
Τα νυχτερινά τοπία υπάρχουν
Για να ακουμπούμε τους αποχαιρετισμούς
Όταν τα πουλιά διασχίζουν τα όνειρά τους
Και οι αισθαντικοί υποκλίνονται στα γυμνά δέντρα.

Τα νυχτερινά τοπία γεννούν τους κομήτες,
Που ταξιδεύουν για να ξαναγυρίσουν,

Όπως ο Οδυσσέας κι ο Ρασκόλνικωφ.

Α,πρέπει να καταργήσουμε τα όρια
Να εντοπίσουμε τη μουσική στις φωλιές των άστρων

Το κέντρο μας,έτσι κι αλλιώς,είναι ο Ουρανός.



Τρίτη, 24 Ιουνίου 2014

Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΧΡΕΟΣ
Kι όπως αρχίσαμε να γράφουμε Ποίηση
Έτσι,σκέπτομαι, και θα σταματήσουμε.
Θα'ναι΄ένα απόγευμα βροχερό: Το κουκούλι
Που θα γεννήσει τον άλλο Μπωντλαίρ.

Ν'ασχοληθούμε,λέτε,με το εμπόριο;

Όμως τα λεπταίσθητα παιδιά
Θα συνεχίσουν να προσεύχονται
Σαν τα mantodea
-Τα αλογάκια, που λέμε,της Παναγίτσας-.

Ένα μικρό τραγούδι θα αναδεύεται
Απ'τα μαλλιά των γυναικών.

Το ρεπερτόριο των κλόουν
Θα περιλαμβάνει πλέον και ρώσικη ρουλέτα.

Ο νεκρός θ'ανασταίνεται τελικά,θα μιλάει
Για τ' άλογο που αγκαλιάζει
Ο δακρυσμένος Φρίντριχ Βίλχελμ Νίτσε,
Μια που ισχύει
Ο νόμος της Αιώνιας Επιστροφής
Και ο οξυγράφος κάλαμος
Θα ξαναφυτρώσει στα δάχτυλά μας.

Επειδή η Ποίηση δεν είναι αισθητική ευωχία-
Είναι χρέος μας παντοτινό.

Δευτέρα, 23 Ιουνίου 2014

ΤΟ ΜΠΛΕ ΑΚΟΡΝΤΕΌΝ
Τίποτε δεν υπάρχει αναίτιο.
Τα τραγούδια γεννήθηκαν απ'το φεγγάρι
Κι εκείνο από ένα τραγικό γεγονός:
Άνοιξε ένα μπλε ακορντεόν μπροστά στη θάλασσα.



Σάββατο, 21 Ιουνίου 2014

ΨΑΧΝΟΥΝ ΤΙΣ ΦΤΕΡΟΥΓΕΣ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΑΠΟΘΗΚΗ
Α,αυτές οι παράφορες ώρες της μόνωσης,
Όταν όλα συνοψίζονται σ'ένα κυπαρίσσι,
Σ'ένα λευκό,σαν αχιβάδα, σύννεφο-
Κι ο κόσμος,λες,υπάρχει υπέρμετρα σκληρός
Αφού ο ήλιος ακυρώνει τα τραγούδια μας,
Οι γέροντες ψάχνουν στην αποθήκη τις φτερούγες τους
Κι η θάλασσα αποτελεί το χθες που μας αρνήθηκαν.
Θα ξεφυτρώσουν νέα μονοπάτια για την ποίηση
Μα θα περνούν απ'την ψυχή μας
Ξυστά
Όπως οι νυχτερίδες
Απ'τις χωρίστρες των παιδιών,
Από των νυχτολούλουδων τους κάλυκες.




Παρασκευή, 20 Ιουνίου 2014


ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΤΙΘΑΣΣΕΥΟΝΤΑΝ ΣΤΟ ΓΟΥΣΤΟ ΣΑΣ
Τα ποιήματα είναι σαν τα απρόσμενα πουλιά:
Τρέφονται από του ουρανού το γαλάζιο
Και ξεδιψούν από τα σύννεφα.

Κάποιες φορές υιοθετούν σχήματα ανθρώπινα.

Γι αυτό, στον λευκοντυμένο κύριο
Που θα κλείσει την ομπρέλα του,
Θα γονατίσει μπροστά σας
Και θα κλάψει,
Φερθείτε σπλαχνικά-

Το πιθανότερο να'ναι παλιό στιχάκι
Που το εγκαταλείψατε πριν τελειώσει
Γιατί δεν τιθασσεύονταν στο γούστο σας.

Πέμπτη, 19 Ιουνίου 2014


ΟΝΟΜΑΤΑ ΚΙΤΡΙΝΑ ΑΠ'ΤΗ ΝΙΚΟΤΙΝΗ
Ό,τι μου απέμεινε είναι ένα καλάθι
Γεμάτο απ'τα ονόματα όσων έφυγαν:

Κάποια νωπά και μεμβρανώδη, σαν το καύκαλο χελώνας
Που μόλις πρόβαλε από τ'αυγό της.
Πλάι τους,γυναικεία-ίδια μ' άνθη ανοιγμένα.

Τα παλαιότερα είναι σκουριασμένα κι έχουν
Δάχτυλα και μουστάκια κίτρινα, από τη νικοτίνη.
Υπάρχουν και εκείνα που τινάζονται ακόμη
Καθώς τα ψάρια που σπαράζουνε στην άμμο.

Τί να τα κάνω τόσα ονόματα;

Λέω να τα μοιράσω στους αγγέλους με τα φαναράκια
Εκεί ψηλά, στο ζόφο τον απέραντο,
Σαν με καλέσουν να πετάξω
Γυμνός απ'το δικό μου όνομα

Ή να τα δώσω στους ποιητές και τα παιδιά,
Να φτιάξουνε τα νέα τους τραγούδια.











Δεν υπάρχουν σχόλια: