Τρίτη, 21 Φεβρουαρίου 2012
ΜΙΚΡΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΟΡΚΑ
ΜΙΚΡΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΟΡΚΑ
Του Γκουαλντακιβίρ τα μυρωμένα θόλωσε νερά
Μ’ αίμα ανδαλουσιάνικο το ρόδο της πληγής σου.
Άφησε η Λόλα τους τορέρος, τα μπαμπακερά
Και κλαίει κρατώντας ένα ασπείο φασούλη σου.
ΑΘΛΙΟ ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ
ΑΘΛΙΟ ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ
Εκείνες οι ηδύπικρα αχνές
του πάρκου μ’ έχουν φυλακίσει αλλέες.
Ειδή μου και ψυχή στο Χθές
που κάλυψαν ημέρες νέες-
ως να πεθάνουνε κι αυτές.
Έψαχνα με λαχτάρα στην υγρή τη χλόη
στις μαργαρίτες δίπλα, στην αλόη
κι άναβε εντός μου η ελπίδα και η πίστη
ότι θα βρώ
χλωμά χλωρό
νεράτζι να προσφέρω τη καλλίστη
από των κοριτσιών που σεργιανούσαν τον χορό.
Καμιά
θέα
της γειτονιάς δεν μου ‘πε «Ευχαριστώ -
να η Ελένη»
Τρώες να οδηγήσω πλέον δεν μπορώ.
Κι αυτό το ποίημα μου απομένει
άθλιο δοκίμιο για τον Καιρό.
Γιάννης Τσίγκρας
(υπόλοιπο από το ΤΙ ΝΑΓΙΝΕ)
ΑΣΚΗΣΗ 2
ΑΣΚΗΣΗ 2
Η απόλυτη διαύγεια είναι ανέφικτη.
Συνήθως έτσι ονομάζουμε την αντίληψη
Μιας
Κατά το φαινόμενον
Στατικής του Κόσμου εικόνας
Ή
Το ταξίδι εντός της
Όπως το κρόουλ εκατοντάχρονου φρύνου στο οινόπνευμα
Κάτω υπάρχει
Η ενδεχομενικότητα,
Ο παφλασμός. Ο ρευστός κόσμος
Του επιληπτικού.
Η αισθαντικότητα της ατέρμονης τεθλασμένης-
Γιάννης Τσίγκρας
ΑΣΚΗΣΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ
ΑΣΚΗΣΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ
Θα ‘ρθει και το επόμενο ποίημα
Το οσμίζομαι. Ακούω την ανάσα του
Ή το φτερούγισμά του.
Το βλέπω να αναδεύεται
Μέσα στον άτεχνο γραφίτη της γωνιάς.
"Μωράκι μουσε"- αποπειράται να ομολογήσει με μαύρη μπογιά.
Αυτή η πρώτη ανατροπή του ασυνεχούς των λέξεων
Και του ατελούς της φράσης
Ανατρέπεται, από κάποιον άλλο
Που συμπληρώνει με γράμματα λευκά "ιων"
Έτσι το "μουσε" γίνεται "μουσείον"-αλλα η
Ανατροπή ανατρέπεται και πάλι
Από την ανορθογραφία.
Εκεί συναντάς
Την Ποίηση-
Στις επικίνδυνες στροφές
Γιάννης Τσίγκρας
ΤΟΠΙΟ
ΤΟΠΙΟ
Η πλέον επισφαλής γωνία του νυχθημέρου
Είναι το δειλινό
Όταν στα θυμητάρια στις άκρες των δρόμων
Φτερουγίζουν οι ψυχές.
Μακρυά
Τρικυμιούν οι πορφυροί ουρανοί των πόλεων
Κι ένα τρεμίζον άστρο ανατέλει
Γιάννης Τσίγκρας
ΚΑΠΟΥ ΣΤΗ ΝΙΤΡΙΑ
ΚΑΠΟΥ ΣΤΗ ΝΙΤΡΙΑ
"Kατέβα στο γεφυράκι- αγκομάχησεν ο ηγούμενος
Και στους βατράχους πες να σωπάσουν. Mας εμποδίζουν στον Εσπερινό.
"Ευλόγησον", κραυγάζει το καλογεράκι.
Μέσα στο υγρό άπαν και τίποτε
Βουλιάζει.Του πέφτει το σκουφί- μα δεν σταματά.
"Έι- κραυγάζει.Ο Γέροντας...."
"Ξέρω", τον κόβει ο ολοστρόγγυλος
Σαν έμπορος,
Ο βασιλιάς των φρύνων."Ξέρω...
Γιάννης Τσίγκρας
Όπου να΄ναι τελειώνουμε κι εμείς....Τελειώνουμε το Απόδειπνο
Θα έλθει και η σειρά σας.
Η ΜΟΝΗ ΜΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η ΜΟΝΗ ΜΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ
Τα μεταδεκαπενταύγουστα μεσημέρια
Το φως ιζάνει
Στον πυθμένα
Απείρων πρισμάτων.
Ανάμεσά τους γλιστρούν ιππόκαμποι
Κι ο θάνατος
Ενεδρεύει
Γλαύκες υπνώττουσες
Στις Μαγούλες.
Ενίοτε
Τα τότε και τα εδώ
Εκρήγνυνται
Μέσα στα Ονόματα-
Τη μόνη μας Ιστορία.
Γιάννης Τσίγκρας
ΤΟΠΙΟ ΥΠΟ ΤΟΝ ΗΛΙΟ
ΤΟΠΙΟ ΥΠΟ ΤΟΝ ΗΛΙΟ
Αναποδογυρισμένη, παμπάλαια καμπίνα φορτηγού.
Απ΄ το παράθυρό της τινάζονται σκουριασμένες παπαρούνες.
Πικρό κυπαρίσσι, στ΄ αριστερά-
Με διαστήματα “μεσημβρινής” του κορμού “οστεοφυίας”-
Κι ένα κουρασμένο μαβί πουλί στο μαγκάνι.
Ο εσμός των λυσίκομων, με τα ματωμένα νύχια
Πέρασε τραγουδώντας:
“Δικαιοσύνη να λέτε το χορό μας….ό. .όι ..χα.”.
Γιάννης Τσίγκρας
Σάββατο, 18 Φεβρουαρίου 2012
Αν
ΑΝ
Αν η Στιγμή ορίζεται-
Υφίσταται στ’ αλήθεια
Ο δρεπανηφόρος.
Όμως αυτό δεν έχει σχέση με την κατάργηση
Με το Μηδέν-την Απουσία στο παγωμένο διηνεκές.
Εμείς
Οφείλουμε να πιστέψουμε στα μουσικά όρια
Γιάννης Τσίγκρας
ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΤΑ ΑΜΠΕΛΑΚΙΑ
ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΤΑ ΑΜΠΕΛΑΚΙΑ
Έπειτα βγάζαμε τον Επιτάφιο. Ένα πανί με κεντημένο
Τον Αποκαθηλωμένο Κύριο.
Ο Γέροντας τον έριχνε στον ώμο και έπαιρνε
Το μονοπάτι. Ακολουθούσαμε μ’ αναμμένα κεριά.
Μπροστά μας τα αηδόνια έσκαβαν βαθιά στη νύχτα
Τονίζοντας σε αγγελικό ήχο τα Εγκώμια.
Χαμηλά το ποτάμι γυάλιζε στο φως του φεγγαριού.
Μακριά, πολύ μακριά
Οι χρυσοποίκιλτοι υποτελείς
Αποφάσιζαν
Τούτη τη βιολετί ομορφιά
Απολέσαι.
Οι Γραμματείς και οι Νομοδιδάσκαλοι
Που αγνοούν
Το «θανάτω θάνατον πατήσας».
ΗΤΑΝ ΤΡΙΖΟΝΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ
ΗΤΑΝ ΤΡΙΖΟΝΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ
Καθώς σε κλόουν του ταλίρου μορφωνόταν η σελήνη,
μέσα στου ΤΕΖΑ τους ατμούς σώπασε ο Τζί.
Σου το ‘λεγα - χωρίς του
ο διάβολος θα κλείνει το ταμείο
και τα παιδιά δεν θα ‘χουν
που τ’ ανθισμένα βλέφαρά τους να γυρίσουν.
Γιάννης Τσίγκρας
Με το ξεσκόνισμα τόσων βλεμμάτων
Τα πράγματα χάνουν την ικμάδα
Του συναισθήματος-
Όπως στα παλιά κάδρα
Θέλεις να πεις «ο καημένος ο παππούς»
Και σου βγαίνει ένα « έτσι ήταν λοιπόν».
Χρειάζεται φειδώ και το αγκάλιασμα.
ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΒΙΟΛΕΤΑ
ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΒΙΟΛΕΤΑ
Στη λεύκα ακούμπησε απαλά εν’ αστέρι.
Η δεσποινίς Βιολέτα δεν μνησικακεί-
(Της είχε στα δεκάξη υποσχεθεί
Το ίδιο, ναι, πως το νυμφίο θα της φέρει).
Έξω η βραδυά ανθίζει λυπημένη,
Θρηνολογούν αναίτια τα τριζόνια
(Είναι δικά της τα φευγάτα χρόνια
Καιροί που γεννηθήκαν πεθαμένοι).
Δεν τα θυμάμαι. Αγαπάει τον Βιγιόν
Παράφορα. Και τους καταραμένους ποιητές.
Πλαγιάζει με εξαίσιους ιππότες - εραστές.
Έφτασε τα πενήντα. Και λοιπόν;
...........................
Το αστέρι κάποιο βράδυ θα κυλήσει.
Το πού μονάχα την ενδιαφέρει.
Στα μάτια του Ωραίου που θα φέρει
Ή στα δικά της μάτια πριν τα κλείσει.
Γιάννης ΤσίγκραςΕΞΑΡΧΕΙΑ 70
ΕΞΑΡΧΕΙΑ 70
Θα τα θυμάμαι. Ο ήλιος να παίζει
στου Στρέφη τα πεύκα. Τα άδεια τους χρόνια
οι γέροι κρυμμένοι να κλαιν στα μπαλκόνια,
ν’ ανάβει τους κόκκινους πόθους η Νταίζη,
στο άσπρο σπιτάκι με τα πελαργόνια.
Θλιμμένα να γελάω στο μικρό κρετίνο
και το VOX να παίζει τα καράτε, τα πορνό.
Έξω απ’ την αυλή σου κάθε μέρα να περνώ,
το χαμόγελο προβάροντας του Βαλεντίνο.
ΑΣ ΚΑΠΝΙΣΟΥΜΕ -1970
ΑΣ ΚΑΠΝΙΣΟΥΜΕ -1970
Ψάχνω τον Λούκυ- Λουκ, τον χάρτινο ιππότη.
Σκίτσο μ’ ηλιομπαλώματα, μια θύμηση υγρή.
Στα είκοσι έγγραφα πως χάθηκεν η νιότη
(σαν έφυγε). Δεν πίστευα πως θα χαθεί
του ερωτικού μου ο εκτελεστής παιάνα,
των «πάντα θα», του «σ’ αγαπώ», του «Άννα».
Λέγαμε για τους Ντάλτον και πολλές φορές
τις ηρωικές του παίρναμε πόζες.
Ήταν η Αννούλα μοναχά τις Κυριακές
όταν της πρόσφερα στον κήπο μας μιμόζες
Πίστη. Θα βρω τον Λούκυ δίχως άλλο.
Θα τον κεράσω κόκα κόλα και τσιγάρο.
Πριν στο «γιατί» φτάσουμε «να χωρίσουμε»,
απλά θα μου μιλήσει: «Ας καπνίσουμε».
ΜΑΤΑΙΩΣΗ
ΜΑΤΑΙΩΣΗ
Εγγίζει της σιωπής σου το πυρρό το μέταλλο
μια ματωμένη μου πληγή αριστερά στο στήθος.
Μιας μαργαρίτας ήταν ΔΕΝ το τελευταίο πέταλο.
το ‘ξερες, μα σου χρειαζόταν ο γαλάζιος μύθος:
Θ’ άφηνε τα παράξενα κλισέ του ο ποιητής
κι ίσως για χάρη σου να ζέσταινε τον ήλιο.
Των ιπποτών ο έσχατος σε μακρινό βασίλειο
δικός σου τροβαδούρος και ταυτόχρονα εραστής.
Πρόλαβα μοναχά μία μπαλάντα να σου γράψω.
Κάτι για νυχτολούλουδα υγρά, υπογραφή Αρλεκίνος.
Χαρτί που ξέσκισα στον άνεμο όταν εκείνος
σ’ αγκάλιαζε και δεν μπορούσα ούτε να κλάψω.
Μέσα στις ιστορίες σου, γιαγιά
Μου είχαν προσφερθεί μύρια ενδεχόμενα:
Στα δάση κάθε ίσκιος ήταν ξωτικού.
Έλεγα ότι και η δική μου νεράιδα
Είχε σ’ ένα σεντούκι μαγικό ραβδί κρυμμένο.
Πριγκιποπούλες δεν περίμεναν ξύπνιους βοσκούς
Ηξερα εγώ καλύτερα τα αινίγματα να λύνω,
Χρυσά σε πόδια κοριτσιών γοβάκια να προβάρω.
Αητόπουλο, πώς να με φτάσουν
Των χαλασμάτων μάγισσες και δράκοι.
Μόνο
Με το «κι εμείς θα ζήσουμε καλύτερα» του τέλους
Θύμωνα, γιατί έβλεπα γιαγιά,
Την μύτη σου σαν του Πινόκιο να μεγαλώνει.
Αχ, πώς μπορούσα τότε να το νιώσω
Πως ήταν ψέμμα, ειπωμένο από συμπόνια
Για το παιδί που έμενε ανερμάτιστο
Χάνοντας του παραμυθιού τις διέξοδους.
Γιάννης ΤσίγκραςΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΡΙΛΙΑΣ
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΡΙΛΙΑΣ
Το άλικο πρώτο ανθάκι στην τσιντόνιας το γυμνό κλαρί
θυμίζει στόμα κοριτσιού που από λαχτάρα αιμάσσει.
Τόσο που, αφού ο σπίνος μες στον κάλυκά του ξεδιψάσει,
σφυρίζει ένα «έτσι οι άνθρωποι φιλούν» και μοιάζει ν’ απορεί.
Γιάννης Τσίγκρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου