Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Ποίηση Γιάννη Τσίγκρα 24

Σάββατο, 8 Φεβρουαρίου 2014

ΨΑΧΝΩ ΤΟ ΑΝΑΠΟΔΟ ΤΟ ΝΤΕΦΙ

ΕΣΤΗΣΕ ΕΝΑ ΤΣΑΝΤΗΡΙ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΚΗΠΟΥ
Εκείνη τη λιπόσαρκη αρκούδα
Που στο παράγγελμα υπάκουε
"Κι τώρα η βασίλισσα τα κοιμηθεί",
Τη βλέπω κάθε έναστρη βραδυά
Ξαπλωμένη στον ουρανό.
Την εγκατέλειψε ο αρκουδιάρης,
Μπήκε σ' ένα πράσινο Ντάτσουν,
Έχτισε δίπατο σπίτι παρδαλό-
Στην άκρη του πελώριου κήπου
Έστησε ένα τσαντήρι.
Εκεί ξαγρυπνάει με τα εγγόνια του.
Τους αφηγείται ιστορίες παλαιές
Για τη γιαγιά τους που'ναι εκεί ψηλά.
Κι εγώ απόμεινα μονάχος
Μ'έναν στο χέρι οβολό
Ψάχνοντας το ανάποδο το ντέφι.


Παρασκευή, 7 Φεβρουαρίου 2014

Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΘΑ ΦΥΤΡΩΣΕΙ ΑΚΑΙΡΑ

ΚΑΘΕ ΠΟΙΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΣΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ
Κάθε ποίημα είναι μια σπηλιά
Που μέσα της ενεδρεύει ένας έρωτας.
Το μισό βέβαια του έρωτα το ονομάζουν θάνατο
Και έχουν δίκιο.
Κάθε ποίημα είναι μισός θάνατος
Που έμαθε να σωπαίνει
Μη τυχόν και προδοθεί.
Οι λέξεις του ματαιώνουν άστρα και θάλασσες-
Οι σιωπές του ματώνουν μάτια και άνθη.
Μη φυτεύετε στους κήπους σας ποιήματα:
Η μουσική τους θα φυτρώσει άκαιρα-
Δε θα τη φορέσουν ούτε οι ίδιοι
Οι ποιητές.

ΥΣΤΕΡΑ ΤΡΩΩ ΜΙΑ ΣΟΚΟΛΑΤΑ


ΚΟΛΛΟΥΝ ΣΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΥΣΟΧΑΡΤΟ
"Εντάξει" λέω,κάθε φορά-
"Δεν ξαναγράφω παραθετικά".
Ύστερα τρώω μια σοκολάτα
Και χαιδεύω το πληκτρολόγιο:
"Η σύνθεση"απαντάει εκείνο
"Αυτή η νέα ποιότητα, δεν προϋποθέτει
Μια αφύπνιση-όχι παρέλαση-
Ένα περιπαθές σκίρτημα, ερωτικό
Θέσης κι αντίθεσης;".
Και ξαναπέφτουν τα φεγγάρια
Κι οι ακριβοί μας κεκοιμημένοι
Κολλούν στα δάχτυλα και το χρυσόχαρτο.

ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΑΚΙ ΣΥΝΟΨΗ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ

ΚΑΤΩ ΑΚΡΙΒΩΣ ΑΠ' ΤΟΝ ΚΟΜΗΤΗ
Γέρασα ώσπου να ξαναδώ τον ουρανό
Ένα μπουκέτο βραδινά λουλούδια,
Να πιάσω στις τσέπες μου-
Μαζύ με φλούδες φυστικιών-
Αρχαία παιγνίδια ολοζώντανα:
Το κρυφτό, το κυνηγητό και τα σκλαβάκια.
Να κρυφθώ και πάλι πίσω απ'τον κορμό
Της εκατόχρονης ελιάς,
Κυνηγώντας ένα βλέμμα που, συνήθως, μ'αγνοούσε.
Να κάνω τον σπήκερ, να παριστάνω το Μανέλη
Όταν γέμιζε τις τσέπες με ελιές ή παραπατούσε.
Ο Χρόνος επαναξιώνει τα πράγματα-
Άσε όσους κυνηγούν το "εφικτό"και το μεγάλο-
Σκύψε στο μπλε λουλουδάκι της Ανοιξης
Την σύνοψη αυτή του σύμπαντος,
Ελόγησέ το,
Όπως μας ευλογούσε η γιαγιά
Όταν κατηφορίζαμε τη λεωφόρο.
Κι όταν διαλέγεις τους συμπαίκτες
Να μη ξεχάσεις το μικρό Χριστό
Που κάθεται
Όλος μάτια,
Πλάι στις μυρτιές
Κάτω ακριβώς απ' τον κομήτη.

Πέμπτη, 6 Φεβρουαρίου 2014

ΜΙΑ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ ΠΟΥ ΟΝΟΜΑΖΟΝΤΑΝ ΝΙΚΟΛ

ΜΟΝΟΝ ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ
Από τ' αναβρυτήριο των λέξεων
Τινάχτηκε μια πεταλούδα.
Ο νευρωτικός πεζογράφος την ονόμασε Νικόλ,
Την τοποθέτησε
Ανάμεσα στο τίποτε και το πουθενά
Κι άρχισε να της πλέκει ένα κασκόλ.
Ο υπερφίαλος ποιητής έσπασε την απόχη του 
Έβγαλε το καπέλο,
Υποκλίθηκε
Και με μια μαύρη καρφίτσα
Την πέρασε στο πέτο.
Μόνο ένα παιδί είπε "Αυτή
Είναι μια ωραία άσπρη πεταλούδα
Που τινάχτηκε από τ' αναβρυτήριο των λέξεων-
Τί καλά, θα' χω ένα φίλο
Να παίζω το κρυφτό".


ΑΥΤΑ Τ' ΑΧΤΕΝΙΣΤΑ ΠΕΥΚΑ

ΦΙΜΩΣΕ ΤΑ ΤΡΙΖΟΝΙΑ ΜΟΥ
Ένα ποίημα περπατάει αργά
Πλάι σε μιαν ατσάλινη θάλασσα-
Κάτω απ'τη βροχή.
"Ο Χρόνος- μουρμουρίζει-
Αυτός ο είναι ο βιαστής και κλέφτης:
Άδειασε τις στέρνες μου
Από κούφιους πουλιών σκελετούς
Που ανακάλυπταν τα παιδιά
Και κραύγαζαν- ελάτε να δείτε.
Ο Χρόνος θόλωσε τους ήλιους
Και τα τριζόνια μου φίμωσε.
Παρηγοριά μου άφησε
Αυτά τ'αχτένιστα πεύκα
Όσα κλαίνε ρετσίνι τ'απογεύματα
Απ'τις εγχάρακτες καρδιές
Το τέλος σημαίνοντας των ερώτων-
Ο Χρόνος
Που κρύβεται στη φωλιά του σκορπιού
Στου ποντικιού τη μουσούδα".




Τετάρτη, 5 Φεβρουαρίου 2014

ΒΙΟΛΕΤΙΑ ΟΠΩΣ Η ΠΡΟΣΜΟΝΗ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ

ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΚΙ ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
Η Άνοιξη(κατ'ακριβείς πληροφορίες)θά'ρθει
Με μια θάλασσα στα χέρια,
Έρημη θάλασσα και σιωπηλή
Ώπως τα σκληρά πορτραίτα στους τοίχους. 
Θα' ναι κυκλική τούτη η εποχή-
Το τέλειο θα σημαίνει και το μηδέν.
Και βιαστική, όσον όλοι οι κυνηγημένοι,
Με χαίτη από σωρείτες που κρύβουν κι εμφανίζουν
Λέξεις, μικρές νεράιδες και σειληνούς 
Επιστολές και ασπρόμαυρες φωτογραφίες.
Η Άνοιξη θα κυοφορεί πανηγύρια
Με νταούλια και πίπιζες
Και ιποκάμπους που εμμέσουν τα παιδιά τους.
Μη με κατηγορήσετε ότι παρέλειψα τα άνθη:
Κοιτάξτε τα δάχτυλά σας,
Δείτε τις ρίζες και τα πέταλά τους-
Μυρίστε τα τραγούδια που παίζουν
Ατέρμονα τραγούδια βιολετιά
Πιο βιολετιά κι από την προσμονή των αγγέλων.


Τρίτη, 4 Φεβρουαρίου 2014

ΟΙ ΕΛΕΦΑΝΤΕΣ ΞΕΧΝΟΥΝ ΟΤΑΝ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΚΟΙΜΟΥΝΤΑΙ

ΦΑΝΑΡΑΚΙΑ ΧΑΡΤΙΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ
Τί γίνεται,καλέ μου Χέλντερλιν, όταν οι ποιητές
Προτιμούν να κοιμηθούν;
Τα παιδιά που υπήρξαν κάποτε οι ίδιοι
Γίνονται φαναράκια χάρτινα παραμυθιού
Κι αναβοσβήνουν σαν τους φάρους
Για πλοία που  ποτέ δε θα φανούν.
Οι σιτοπώλαι μαζεύουν στη χούφτα τους διάττοντες.
Τους παίζουν στους πεσσούς,φτηνοί παπατζήδες,
Κούφιοι,ελιοτικά αχυρένιοι, άνθρωποι
Που κοστίζουν την ανομβρία των ματιών
Εκεί, στις όχθες Λεμάν ή στη Βαβυλώνα
Όπου παίζονται και χάνονται οι αυτοκρατορίες
Επειδή η κυρία προτίμησε τον Μπέρναρντ
Από τη σοφίτα με τα βιβλία.
Οι ελέφαντες ξεχνούν όταν οι ποιητές κοιμούνται
Οι γεναριάτικες γάτες σωπαίνουν.
Αντί για άνθη η μικρή γαζία
Τινάζει βλέφαρα και ποντικοουρές.
Γι αυτό δεν πρέπει να σωπάσουνε οι ποιητές.
Για να' χουν οι τρελοί τον ανεμοδείκτη τους.

Δευτέρα, 3 Φεβρουαρίου 2014

ΟΧΙ Ο ΤΖΕΠΕΤΟ ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΙΟΡΡΥΘΜΗ ΚΟΥΚΛΑ


ΣΑΡΚΑ ΦΘΟΓΓΩΔΗΣ ΚΑΙ ΖΩΝΤΑΝΗ
Μέτρησα πέντε "ωσάν" στο ποίημα.
Να το πω με ειλικρίνεια-
Δε ζωντανεύω τα άδεια κελύφη
Τις αποξηραμένες χελώνες,
Τα αρχαία λουλούδια,
Τις λέξεις:
Παρομοιάζω.
Όμως- που να πάρει-το αίμα τους
Θέλω να νιώσω να χτυπάει:
Μια της ζωής τους επιβεβαίωση,
Η δική μου καρδιά
Να γίνει και δική τους.
Να' μαι εγώ ο ίδιος
Το τραγούδι.
Όχι
Ο Τζεπέτο με την ιδιόρρυθμη κούκλα
Αλλ ο γεννήτορας
Σάρκας
Φθογγώδους
Και ζωντανής. 


ΤΟ ΨΩΜΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΕΜΜΥΔΙ ΤΩΝ ΝΕΚΡΟΔΕΙΠΝΩΝ

ΤΟ ΣΠΑΣΙΜΟ ΤΩΝ ΚΟΥΜΠΙΩΝ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
Τα ποιήματα φυτρώνουν πάνω σε πέτρες
Όπως τα φινοπωρινά λουλούδια,
Τρίζουν όπως τα τσέρκια
Στις παλάμες των παιδιών.
Η ανάσα τους μυρίζει βρεγμένο χώμα.
Μας χαιρετούν όπως οι ίσκιοι της κληματαριάς
Τις νύχτες που τρελαίνονται οι ανεμοδείχτες
Και ανασταίνονται παλαιολιθικά τσουκ μποξ.
Τα ποιήματα είναι το ψωμί και το κρεμμύδι
Των νεκροδείπνων,
Τα όνειρα του Σταύρου Τορνέ και τ'αναμμένα κεράκια,
Τα εικονίσματα που τινάχθηκαν απ' το νερό
Όπως τα δεφίνια, με το σπάσιμο των κουμπιών
Της θάλασσας.
Χωρούν αυτόχειρες και ωδικές τοιχοσαύρες
Το αιώνιο κορίτσι που ισορροπεί βραδινόν ανανά
Σα στάμνα στο κεφάλι.
Τα ποιήματα δεν τελειώνουν-
Όπως τα παθήματα των μαρτύρων:
Έρχεται κάποιος, στο τέλος
Και τους παίρνει το κεφάλι
Ν'απαλλαγουν κι ο ποιητής κι ο αναγνώστης,


ΑΣ ΚΑΠΝΙΣΟΥΜΕ


ΑΣ ΚΑΠΝΙΣΟΥΜΕ
Ψάχνω τον Λούκυ- Λουκ, τον χάρτινο ιππότη.
Σκίτσο μ’ ηλιομπαλώματα, μια θύμηση υγρή.
Στα είκοσι έγγραφα πως χάθηκεν η νιότη
(σαν έφυγε). Δεν πίστευα πως θα χαθεί
του ερωτικού μου ο εκτελεστής παιάνα,
των «πάντα θα», του «σ’ αγαπώ», του «Άννα».
Λέγαμε για τους Ντάλτον και πολλές φορές
τις ηρωικές του παίρναμε πόζες.
Ήταν η Αννούλα μοναχά τις Κυριακές
όταν της πρόσφερα στον κήπο μας μιμόζες
Πιστεύω ότι θα βρω τον Λούκυ δίχως άλλο.
Θα τον κεράσω κόκα – κόλα και τσιγάρο.
Πριν στο «γιατί φθάσουμε να χωρίσουμε»
Απλά θα μου μιλήσει:»Ας καπνίσουμε».

ΓΙΑΤΙ ΡΑΜΦΙΖΟΝΤΑΙ ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ

ΤΑ ΚΕΚΡΑΓΑΡΙΑ
Από το παράθυρο,
Άστραφτε στο εικονοστάσι,
Η Επιβατιανή Αγία Παρασκευή.
Μελετούσες την αρχιτεκτονική του μπλε
Στα ρούχα της
(Ενώ η γαλήνη έσπαγε
Απ' τα Κεκραγάρια και τα Ανοιξαντάρια)
Το απόλυτο, στα μάτια της, του πόνου.
Αυτή την ώρα,
Στο Μπαξέ Τσιφλίκ, τα παιδιά
Αναρωτόνταν αν οι λοβοί των αυτιών τους
Είναι πιο σκληροί απ' τα νεράτζια
Ή γιατί ραμφίζονται τα περιστέρια.
Κι αργότερα
Μετά τη μετοικεσία στην Αγριά
Ο Γιώργος Τσίγκρας γονάτιζε,
Δέονταν μπροστά στο εικόνισμα
Να περπατήσει πάνω στη θάλασσα.
Έστω λίγα βήματα-
Όπως ο Πέτρος.

ΑΘΛΙΟ ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ

ΑΘΛΙΟ ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ
Εκείνες οι ηδύπικρα αχνές
του πάρκου μ’ έχουν φυλακίσει αλλέες.
Ειδή μου και ψυχή στο Χθές
που κάλυψαν ημέρες νέες-
ώς να πεθάνουνε κι αυτές.
Έψαχνα με λαχτάρα στην υγρή τη χλόη
στις μαργαρίτες δίπλα, στην αλόη
κι άναβε εντός μου η ελπίδα και η πίστη
ότι θα βρώ
χλωμά χλωρό
νεράτζι να προσφέρω τη καλλίστη
από των κοριτσιών που σεργιανούσαν τον χορό.
Καμιά
θέα
της γειτονιάς δεν μου ‘πε «Ευχαριστώ -
να η Ελένη»
Τρώες να οδηγήσω πλέον δεν μπορώ.
Κι αυτό το ποίημα μου απομένει
άθλιο δοκίμιο για τον Καιρό.

(Από τα περυσινά μου)

Κυριακή, 2 Φεβρουαρίου 2014

ΝΑ ΜΗ ΚΡΥΩΝΕΙΣ,ΘΕΕ

ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΔΡΟΣΙΖΑ ΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ
Αμαρτίας νεότητός μου και αγνοίας
Μη μνησθής,Κύριε.
Πήγαινε λίγο πιο πίσω:
Τότε
Που φορούσα στεφάνια από πυγολαμπίδες
Και δρόσιζα τα δάχτυλα των αγίων,
Όταν ανάβανε
Απ' τις ευχές
Υπέρ του σύμπαντος Κόσμου...
Τότε
Που βοηθούσα τα πουλιά
Ένα πουκάμισο να σου υφάνουν,
Να μη κρυώνεις
Εκεί ψηλά που βρίσκεσαι
Κι ακούς τους στεναγμούς μας.

Σάββατο, 1 Φεβρουαρίου 2014

ΠΟΙΗΣΕΩΣ ΩΔΙΝΑΣ

Θ'ΑΝΘΙΣΟΥΝΕ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Ποιήσεως ωδίνας μην επιλάθη.
Όμως, από τους εκατό,
Κράτησε πέντε στίχους.
Τους άλλους σπείρε τους
Σε χώμα τρυφερό-
Θα'ρθει μια Άνοιξη
Και θα ανθίσουνε τραγούδια.

Ν'ΑΝΕΒΑΣΕΙ ΠΗΛΟ,ΝΑ ΚΑΤΕΒΑΣΕΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΔΕΝ ΧΑΝΟΝΤΑΙ
Μαζεύοντας, όπως ο Κοντορεβυθούλης,
Τα ιώδη πέταλα της μουσικής
Ενός τυφλού ακκορντεονίστα,
Φτάνεις κάποτε
Στη μαγική χώρα
-Επικράτεια ενός δρόμου όλη κι όλη-
Που ονομάζεται "Παιδική ηλικία".
Εκεί τα κορίτσια πάντα σου χαμογελούν
Κι οι νεκροί δεν χάνονται-
Κατεβαίνουν μάλιστα στον αγώνα
Των παντρεμμένων με τους ανύπαντρους,
Ενώ απ' το καφενείο του Τάκου
Ακούγεται απ' το τσουκ μποξ
Το "ρολόι,κομπολόι".
Οι αγριόχηνες βρέχονται
Από τον κόκκινο ήλιο
Και το μικρό τρενάκι του Τσαλαπάτα
Ανεβαίνει στον ουρανό,
Ν'ανεβάσει πηλό στο Θεό
Να κατεβάσει παιδιά και τραγούδια.




Παρασκευή, 31 Ιανουαρίου 2014

ΕΛΑΦΡΕΣ ΣΑΝ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ ΧΙΟΝΙ

Παράξενο
Γέμισαν τα χέρια μου λέξεις
Ελαφρές σαν ανοιξιάτικο χιόνι
Σαν το άκρον άωτον
-Περίπου μουσικό-
Του διάφανου.
Λέξεις αυγά αλκυόνης.
Ταξιδεύουν μια θάλασσα στοχασμού
Όπως τα μεσαιωνικά ποντοπόρα.
Παράξενο
Στα βλέφαρά μου
Έμπλεξε μια κίτρινη ομίχλη:
Δεν βλέπω πια τον Κόσμο
Ή
Τον βλέπω μόνο
Ως
Γραφή.




Πέμπτη, 30 Ιανουαρίου 2014

ΑΛΛΑ ΜΟΣΧΟΜΥΡΙΖΟΥΝ ΑΝΑΜΟΝΗ

ΝΑ ΠΕΣΕΙ ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ
Ένα φιλί ξυπνάει το πρωί
Ξυρίζεται, ντύνεται,ανοίγει την πόρτα
Και ψάχνει τα χείλη
Των ανθρώπων.
Χείλη ροδοπέταλα
Κι άλλα ίσια -ράγες τρένου.
Αλλα μοσχομυρίζουν αναμονή
Κι άλλα χορταριάζουν από αχρησία
Σα παλαιές καπναποθήκες.
Χείλη που ανοίγουν για να τραγουδήσουν
Κι άλλα να κραυγάσουν
Από πόνο ή από χαρά.
Στέκεται σαστισμένο το φιλί
Όπως παιδί που του άφησαν
Για πρώτη φορά στις ενωμένες παλάμες
Να πέσει το δαχτυλίδι.
Κάποια του έχουν δώσει διεύθυνση
Μα του παράπεσε
Ή την πήρε το αεράκι
Που φύσαγε  απ' το παράθυρο.




Τετάρτη, 29 Ιανουαρίου 2014

ΟΠΩΣ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΩΝ ΟΔΟΙΠΟΡΩΝ

ΚΟΠΑΔΙΑ ΜΑΥΡΩΝ ΨΑΡΙΩΝ
Οι παιδικοί φίλοι χάθηκαν
Όπως τα τραγούδια των οδοιπόρων.
Πέρασαν-
Κοπάδια΄μαύρων ψαριών
Που κινούνται
Κάτω απ' τις ρυτίδες της θάλασσας.
Έσβησαν όπως οι Παναγιές
Στα οράματα των Αγίων.
Τίναξαν τά φθαρμένα πέτα τους
Από τη σκόνη του γαλαξία,
Φορτώθηκαν ένα μποξά,
Γεμάτο με φράσεις μισές
Όπως "παίζουμε...
Είναι αργά... εμένα ο πατέρας μου".
Μας χαιρετούσαν έως τη στροφή

ΟΙ ΑΠΟΧΕΣ ΤΩΝ ΛΕΠΙΔΟΠΤΕΡΟΛΟΓΩΝ

ΤΙ ΟΝΕΙΡΕΥΕΤΑΙ ΕΝΑΣ ΣΤΙΧΟΣ
Tα ποιήματα είναι σαν τις μποτίλιες-
Μυρίζουν ακόμη φτηνό ρούμι
Και ταξιδεύουν σε θάλασσες αχαρτογράφητες
Μεταφέροντας μυνήματα στο πουθενά.
Τα ποιήματα είναι πολύχρωμα έντομα:
Διασχίζουν τον αιθέρα σε τεθλασμένες
Αποφεύγοντας τις απόχες των λεπιδοπτερολόγων.
Ποιους ενδιαφέρει η ποίηση
Όταν κοιμάται μέσα σ'άκοπες σελίδες,
Σαν κορίτσι πάνω στο μπράτσο του;
Τί ενυπνιάζεται ένας στίχος γλαυκός;
Η αγορά του τσακίζει το λαιμό
Όπως τα σκαλοπάτια το μεθυσμένο Ελπήνορα.
Τα κορίτσια,οι σκιώδεις στον Άδη,σύντροφοι
Χωρούν  σ'ένα ποίημα,ένα τραγούδι,ένα πουλί
Που πετάει προς τη ρόδινη δύση.







 

Δεν υπάρχουν σχόλια: