Κυριακή, 27 Απριλίου 2014
ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Κι απ' τις ρωγμές αυτού του ανθρώπου,
Διακρίνω (αγγέλους) πάνω σε ποδήλατα
Της παραλίας-Μπίσμαρκ και Γκόρεκ-
Κορίτσια με σκονισμένα πόδια,
Με σκονισμένα χαμόγελα,
Κι ένα κλαδάκι αγιόκλημα,
Σαν άνεμο μικρό,στα χείλη.
Βλέπω τη ράχη φίλων που απομακρύνονται.
Ύστερα κλείνουν οι ρωγμές.
Κι όλα,
Ο άνθρωπος, τα κορίτσια, οι φίλοι
Γίνονται σκοτεινό τραγούδι.
Κι απ' τις ρωγμές αυτού του ανθρώπου,
Διακρίνω (αγγέλους) πάνω σε ποδήλατα
Της παραλίας-Μπίσμαρκ και Γκόρεκ-
Κορίτσια με σκονισμένα πόδια,
Με σκονισμένα χαμόγελα,
Κι ένα κλαδάκι αγιόκλημα,
Σαν άνεμο μικρό,στα χείλη.
Βλέπω τη ράχη φίλων που απομακρύνονται.
Ύστερα κλείνουν οι ρωγμές.
Κι όλα,
Ο άνθρωπος, τα κορίτσια, οι φίλοι
Γίνονται σκοτεινό τραγούδι.
Σάββατο, 26 Απριλίου 2014
ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΚΑΤΩΦΛΙΩΝ
Ένα κατώφλι δε σημαίνει-κατ'ανάγκην- απόφαση,
Επέτειο,
Αψίδα Ρωμαϊκού Θριάμβου.
Μπορεί να'ναι και η φυσούνα που περνάς
Μ'ένα άβε στα χείλη
Και τον ασπάλακα του φόβου
Να σου δαγκώνει την καρδιά.
Θαυμάσια, θα μπορούσε να'ναι η υγρή Στιγμή
Που είδες τη ράχη του Χρόνου.
Ένα κατώφλι δεν, κατ'ανάγκην, το περνάς
Ή
Δεν είναι το μοναδικό που διάβηκες
Δίχως την ύπαρξή του να εννοήσεις.
Επέτειο,
Αψίδα Ρωμαϊκού Θριάμβου.
Μπορεί να'ναι και η φυσούνα που περνάς
Μ'ένα άβε στα χείλη
Και τον ασπάλακα του φόβου
Να σου δαγκώνει την καρδιά.
Θαυμάσια, θα μπορούσε να'ναι η υγρή Στιγμή
Που είδες τη ράχη του Χρόνου.
Ένα κατώφλι δεν, κατ'ανάγκην, το περνάς
Ή
Δεν είναι το μοναδικό που διάβηκες
Δίχως την ύπαρξή του να εννοήσεις.
Παρασκευή, 25 Απριλίου 2014
ΜΙΑ ΧΟΥΦΤΑ ΑΣΤΕΡΙΑ
Παράξενο:
Ξαφνικά, κάποιοι απ' το πλήθος
Αρχίζουν ν'ανάβουν-βυζαντινοί άγιοι- από μέσα,
Αργά, σαν μια λάμπα ασετιλίνης.
Αλλάζουν πορεία,τότε,
Στρέφονται δυτικά,
Όπως οι χελώνες και τα απογευματινά ηλιοτρόπια.
Προσπαθούν βέβαια να επισυνάψουν
Το κουρασμένο τους μισό,
Ν' αναστηλώσουν τις σκόρπιες πέτρες του.
Σπανίως το κατορθώνουν.
Ψιθυρίζουν λέξεις όπως "ουρανός"και "ποίημα".
Όμως ο αρχάγγελος τους εμποδίζει,
Πετώντας τους στα μάτια
Μια χούφτα αστέρια.
Ξαφνικά, κάποιοι απ' το πλήθος
Αρχίζουν ν'ανάβουν-βυζαντινοί άγιοι- από μέσα,
Αργά, σαν μια λάμπα ασετιλίνης.
Αλλάζουν πορεία,τότε,
Στρέφονται δυτικά,
Όπως οι χελώνες και τα απογευματινά ηλιοτρόπια.
Προσπαθούν βέβαια να επισυνάψουν
Το κουρασμένο τους μισό,
Ν' αναστηλώσουν τις σκόρπιες πέτρες του.
Σπανίως το κατορθώνουν.
Ψιθυρίζουν λέξεις όπως "ουρανός"και "ποίημα".
Όμως ο αρχάγγελος τους εμποδίζει,
Πετώντας τους στα μάτια
Μια χούφτα αστέρια.
Πέμπτη, 24 Απριλίου 2014
"Έχεις δίκιο είναι ο Αλντεμπαράν"
Η συλλογή ποιημάτων μου με τίτλο "Έχεις δίκιο είναι ο Αλντεμπαράν", το διαθέτω ελεύθερα για κατέβασμα σε όλους από εδώ.
Τετάρτη, 23 Απριλίου 2014
ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΗΣ
"Χριστός Ανέστη", ευχήθηκε ο πατέρας.
Φορούσε στρατιωτική στολή κι ήταν καθισμένος σε παγκάκι,
Μπροστά στο Λευκό Πύργο.
"Αληθώς ο Κύριος",συμπλήρωσε η μητέρα,
Μέσα σε μιαν αυλή με μαγιάτικα ρόδα.
"Και του χρόνου",απάντησε εκείνος και στους δυο.
Ύστερα,έκλεισε το καφεκούτι με τις φωτογραφίες.
Πριν καθίσει στο τραπέζι με τις δυο άδειες,απέναντί του,καρέκλες,
Θυμήθηκε
Ότι δε σταύρωσε με τη λαμπριάτικη φλόγα την είσοδο του σπιτιού.
Πρώτη φορά που το ξεχνούσε.
ΠΑΝΤΑ ΜΕ ΜΙΑΝ ΥΠΟΚΛΙΣΗ
Τελικά,
Ο Νόμος της "ατέρμονης επιστροφής" λειτουργεί.
Σε σένα το λέω,δακρυσμένε μου σοφέ,
Που αγκαλιάζεις,στην πλατεία Κάρλος Αλμπέρτο,
Το κεφάλι ενός θλιμμένου αλόγου.
Τα φλούδια των πανάρχαιων φιστικιών, στις τσέπες μου,
Ξανάγιναν χαρταετοί κι αστέρια.
Τα μοιράζω, όπως παλιά,
Σε ανυπόμονα παιδιά και γελωτοποιούς
Με γραβάτες αγχόνες.
Σε νταντάδες με ρόδινα αυτάκια
Και,γεμάτα κρύον ήλιο,στρουθία.
Πάντοτε με μιαν υπόκλιση
Μεθυσμένου αμαξά του Τορίνο.
Τρίτη, 22 Απριλίου 2014
ΔΟΞΑΣΤΙΚΟ ΑΡΧΑΙΟ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ
Πλάι μας βρίσκεσαι,Κύριε,
Στην, προς την Εμμαούς, ισόβια πορεία.
Όπως εκείνο το απόβραδο,
Πάντα θα στροβιλίζεται
Το τεριρέμ των αηδονιών-
Δοξαστικό αρχαίο των αγγέλων-
Ανοίγει ένα δρόμο,
Γεμάτο δρύινες σκιές.
Αραιά ανθίζουνε στον ουρανό αστέρια.
Πλάι μας βρίσκεσαι.
Κι όμως
"Κρατούνται οι οφθαλμοί ημών
Του μη Σε επιγνώναι".
Πάροικος θα μας είσαι πάντοτε;
Θα πνίγονται, στην απορία, οι Κλεόπες;
Κύριε,με την ευλογία του άρτου,
Άνοιξε τα κλειστά μας μάτια.
Και μείνε στο τραπέζι μας για πάντα.
ΤΟ ΤΕΡΙΡΕΜ ΤΩΝ ΑΗΔΟΝΙΩΝ
Πλάι μας βρίσκεσαι,Κύριε,
Στην, προς την Εμμαούς, ισόβια πορεία.
Όπως εκείνο το απόβραδο,
Πάντα θα στροβιλίζεται
Το τεριρέμ των αηδονιών-
Δοξαστικό αρχαίο των αγγέλων-
Ανοίγει ένα δρόμο,
Γεμάτο δρύινες σκιές.
Αραιά ανθίζουνε στον ουρανό αστέρια.
Πλάι μας βρίσκεσαι.
Κι όμως
"Κρατούνται οι οφθαλμοί ημών
Του μη Σε επιγνώναι".
Πάροικος θα μας είσαι πάντοτε;
Θα πνίγονται, στην απορία, οι Κλεόπες;
Κύριε,με την ευλογία του άρτου,
Άνοιξε τα κλειστά μας μάτια.
Και μείνε στο τραπέζι μας για πάντα.
Δευτέρα, 21 Απριλίου 2014
ΑΠ' ΤΟ ΨΗΛΟΤΕΡΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΤΟΥ ΠΥΡΓΟΥ
Υπήρχε κι ο Rainer Maria Rilke
Διάτρητος
Από τις απριλιάτικες βροχές.
Έβγαζε
Απ' τις τσέπες του
Χάρτινα
Αγγελάκια,
Έβγαζε τη νύχτα με το μισοφαγωμένο
Πρόσωπο.
Τα τύλιγε σε αποφάνσεις
"Ο Ήρωας γεννιέται με το θάνατό του"
-Ή κάτι τέτοιο-
Και μας τα πρόσφερε,
Σαν κάποιον που πετάει λουλούδια
Απ'το ψηλότερο παράθυρο
Του
Πύργου.
Σάββατο, 19 Απριλίου 2014
ΣΚΛΗΡΗ ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΛΕΥΚΟΤΗΤΑ
Κάποτε πιστεύαμε
Ότι τ'αστέρια είναι αναστάσιμες
Των αγγέλων λαμπάδες.
Οι γέροντες μάλιστα,
Έδιναν παράδοξες ερμηνείες:
Τους διάττοντες
Ονόμαζαν
Μικρά
Βιαστικά χερουβείμ
Που,μ'αναμμένα φτερά, πέφτουν σε στόμια πηγαδιών
Ή σε παιδικές παλάμες
Ανοιχτές κι ενωμένες,
Σαν κύπελλο,γυρισμένο στο θόλο.
Τα σεραφείμ, έλεγαν, πως κουβαλούν μια φλογίτσα
-Δροσερή όσον ο πόκος του Γεδεών.
Στάζει, η τελευταία, στα νυχτερινά γιασεμιά,
Γι αυτό κι εκείνα αντέχουν
Μια τόσον σκληρή,νυχτερινή,λευκότητα.
Πέμπτη, 17 Απριλίου 2014
ΕΝΑΜΙΣΗ ΠΑΚΕΤΟ
ΕΚΑΝΑ ΕΝΑΜΙΣΗ ΠΑΚΕΤΟ
Τέτοιες μέρες, οι λέξεις δεν προτίθενται
Να σε βοηθήσουν στο ποίημα.
Είναι, άλλωστε,εσταυρωμένες-
Άλλες εκ δεξιών κι άλλες εξ ευωνύμων.
Μοναχά μια "μικρή τη ηλικία"
-Σα τον Ζακχαίο-με πλησίασε το πρωί
Και μου είπε "δεν καπνίζω, αλλά ώς τώρα,
Έκανα ενάμιση πακέτο,
Για τον πόνο
Που ένιωσε ο Χριστούλης μας".
Τέτοιες μέρες, οι λέξεις δεν προτίθενται
Να σε βοηθήσουν στο ποίημα.
Είναι, άλλωστε,εσταυρωμένες-
Άλλες εκ δεξιών κι άλλες εξ ευωνύμων.
Μοναχά μια "μικρή τη ηλικία"
-Σα τον Ζακχαίο-με πλησίασε το πρωί
Και μου είπε "δεν καπνίζω, αλλά ώς τώρα,
Έκανα ενάμιση πακέτο,
Για τον πόνο
Που ένιωσε ο Χριστούλης μας".
Τετάρτη, 16 Απριλίου 2014
ΕΝ ΤΑΙΣ ΗΜΕΡΑΙΣ ΕΚΕΙΝΑΙΣ
ΕΝ ΤΑΙΣ ΗΜΕΡΑΙΣ ΕΚΕΙΝΑΙΣ
Κι ύστερα ξεκουμπώναμε
Το λυπημένο μας πρόσωπο.
Και τ'ακουμπούσαμε-
Σα μια αγριοβιολέτα
Ή σαν κλαράκι ανθισμένης πασχαλιάς,
Εκεί,
Στη βάση του Σταυρού.
Κι ύστερα ξεκουμπώναμε
Το λυπημένο μας πρόσωπο.
Και τ'ακουμπούσαμε-
Σα μια αγριοβιολέτα
Ή σαν κλαράκι ανθισμένης πασχαλιάς,
Εκεί,
Στη βάση του Σταυρού.
Τρίτη, 15 Απριλίου 2014
ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟ ΞΕΝΟΝ
Έστω μισολιπόθυμη Άνοιξη
Στις ανθισμένες πασχαλιές πνιγμένη.
Σκάβουν τ'αηδόνια ένα βαθύ πηγάδι,
Να φτάσουν στην καρδιά της νύχτας,
Και τρυφερά να την τυλίξουν.
Σταγόνες, κρέμονται οι αστερισμοί,
Ακούγονται ακριβά αναφιλητά μέσα στα περιβόλια.
Ο Αριμαθαίος στον Πιλάτο εξηγεί
Το ξένον ενός θεϊκού θανάτου.
Έστω μισολιπόθυμη Άνοιξη
Στις ανθισμένες πασχαλιές πνιγμένη.
Σκάβουν τ'αηδόνια ένα βαθύ πηγάδι,
Να φτάσουν στην καρδιά της νύχτας,
Και τρυφερά να την τυλίξουν.
Σταγόνες, κρέμονται οι αστερισμοί,
Ακούγονται ακριβά αναφιλητά μέσα στα περιβόλια.
Ο Αριμαθαίος στον Πιλάτο εξηγεί
Το ξένον ενός θεϊκού θανάτου.
Δευτέρα, 14 Απριλίου 2014
ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ
ΤΑ ΠΑΛΑΙΑ ΔΑΚΡΥΑ
Πού άραγε να βρίσκονται ανθισμένα
Τα παλαιά μενεξεδένια δάκρυα για τον "Νυμφώνα";
ΣΤΑΥΡΟΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟ
ΣΤΑΥΡΟΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟ
Τέτοιες μέρες, διαπιστώνω ότι τ' όνομά μου δεν είναι
Σίμων.
Δεν ξέρω καν κατά πού πέφτει η Κυρήνη.
Ο Γολγοθάς, μού είναι δυσανάβατος κι ως λέξη.
Άντε να φτάσω στις υπώρειες,
Ζώντας έναν ανθρώπινο πόνο
Σαν αυτόν που βιώνουν εκατομμύρια, πλάι μου.
Πώς να αναλύσω, Κύριε,
Την απόλυτη μοναξιά του "λαμά σαβαχθανί";
(Κι αυτό ο καμπούρης ο καντηλανάφτης
Μου το επεσήμανε, στο "Χειμωνιάτικο φως").
Πώς να ζητήσω απ'τον Πατέρα
Το "Άφες αυτοίς";
Τη Συγχώρεση
Αυτών που με πονούν;
Γι αυτό,Κύριε, μένω στο φολκλόρ-
(Ανάλυση της αρχιτεκτονικής του ιώδους
Οι παιδικές μου Πασχαλιές,
Κι άλλα τέτοια).
Κι όμως, το ξέρω κατά βάθος:
Στην Ανάσταση
Φτάνεις
Μέσα
Από
Τη
Σταύρωση.
Τέτοιες μέρες, διαπιστώνω ότι τ' όνομά μου δεν είναι
Σίμων.
Δεν ξέρω καν κατά πού πέφτει η Κυρήνη.
Ο Γολγοθάς, μού είναι δυσανάβατος κι ως λέξη.
Άντε να φτάσω στις υπώρειες,
Ζώντας έναν ανθρώπινο πόνο
Σαν αυτόν που βιώνουν εκατομμύρια, πλάι μου.
Πώς να αναλύσω, Κύριε,
Την απόλυτη μοναξιά του "λαμά σαβαχθανί";
(Κι αυτό ο καμπούρης ο καντηλανάφτης
Μου το επεσήμανε, στο "Χειμωνιάτικο φως").
Πώς να ζητήσω απ'τον Πατέρα
Το "Άφες αυτοίς";
Τη Συγχώρεση
Αυτών που με πονούν;
Γι αυτό,Κύριε, μένω στο φολκλόρ-
(Ανάλυση της αρχιτεκτονικής του ιώδους
Οι παιδικές μου Πασχαλιές,
Κι άλλα τέτοια).
Κι όμως, το ξέρω κατά βάθος:
Στην Ανάσταση
Φτάνεις
Μέσα
Από
Τη
Σταύρωση.
Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΛΗΜΕΡΑ
Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΛΗΜΕΡΑ
Σ'ένα παλιό συρτάρι αναπαύεται ο παππούς μου ο Γαρύφαλλος.
Όταν έχω δύσκολο ύπνο τον πιάνω απαλά
Και τον τοποθετώ κάτω απ' το μαξιλάρι μου.
Μου μιλάει,τότε, για την καρυδιά της αυλής του,
Και τις καντάδες του Θωμά και των άλλων λιμοκοντόρων,
Για τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τη Μαριάννα Χατζοπούλου.
Είχε την τύχη να τους γνωρίσει από κοντά.
Τον πρώτο τον προσφώνησε:"Ως ευ παρέστης, Ελευθέριε σοφέ.."
Με τη δεύτερη τραγούδησαν το "Γαρύφαλλο στ' αυτί",
Ενώ ο αχρείος ο Πεταλάς τους σέρβιρε στεγνή καρυδόπιτα.
"Γύριζε τα μάτια της σαν καρουζέλ" μου λέει.
"Τη ζωγράφισα στη σκόνη του τραπεζιού".
Όταν το πρωινό φεγγάρι μυρίσει πικραμύγδαλο
Ο παππούς αποσύρεται στο συρτάρι του
Κι εγώ κοιτάζω στον καθρέφτη με το χαραγμένο "Καλημέρα".
Σ'ένα παλιό συρτάρι αναπαύεται ο παππούς μου ο Γαρύφαλλος.
Όταν έχω δύσκολο ύπνο τον πιάνω απαλά
Και τον τοποθετώ κάτω απ' το μαξιλάρι μου.
Μου μιλάει,τότε, για την καρυδιά της αυλής του,
Και τις καντάδες του Θωμά και των άλλων λιμοκοντόρων,
Για τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τη Μαριάννα Χατζοπούλου.
Είχε την τύχη να τους γνωρίσει από κοντά.
Τον πρώτο τον προσφώνησε:"Ως ευ παρέστης, Ελευθέριε σοφέ.."
Με τη δεύτερη τραγούδησαν το "Γαρύφαλλο στ' αυτί",
Ενώ ο αχρείος ο Πεταλάς τους σέρβιρε στεγνή καρυδόπιτα.
"Γύριζε τα μάτια της σαν καρουζέλ" μου λέει.
"Τη ζωγράφισα στη σκόνη του τραπεζιού".
Όταν το πρωινό φεγγάρι μυρίσει πικραμύγδαλο
Ο παππούς αποσύρεται στο συρτάρι του
Κι εγώ κοιτάζω στον καθρέφτη με το χαραγμένο "Καλημέρα".
Κυριακή, 13 Απριλίου 2014
ΚΥΡΙΩΣ ΕΛΛΕΙΠΑΝ
ΚΥΡΙΩΣ ΕΛΛΕΙΠΑΝ
Κι όταν έσπρωξε απαλά την πόρτα,
Κανένα δωμάτιο δεν ένιωσε πίσω.
Δεν είδε καρέκλες ή κρεβάτια
Ούτε τραπέζια με βάζα από πορσελάνη.
Δεν υπήρχαν παράθυρα να ευωδιάζουν
Από ανθισμένες του κήπου βερικοκιές,
Ήλιο και πουλιά φορτωμένες.
Κυρίως έλλειπαν οι άνθρωποι.
Και τα χρόνια ήσαν κρυμμένα-
Όπως οι παντούφλες και οι σκούπες.
Μόνον η Αγία Παρασκευή, η Επιβατιανή
Τον ευλογούσε
Μ'ένα πιατάκι
Κόλλυβα
Στο χέρι.
Κι όταν έσπρωξε απαλά την πόρτα,
Κανένα δωμάτιο δεν ένιωσε πίσω.
Δεν είδε καρέκλες ή κρεβάτια
Ούτε τραπέζια με βάζα από πορσελάνη.
Δεν υπήρχαν παράθυρα να ευωδιάζουν
Από ανθισμένες του κήπου βερικοκιές,
Ήλιο και πουλιά φορτωμένες.
Κυρίως έλλειπαν οι άνθρωποι.
Και τα χρόνια ήσαν κρυμμένα-
Όπως οι παντούφλες και οι σκούπες.
Μόνον η Αγία Παρασκευή, η Επιβατιανή
Τον ευλογούσε
Μ'ένα πιατάκι
Κόλλυβα
Στο χέρι.
Παρασκευή, 11 Απριλίου 2014
ΣΠΕΡΝΟΥΝ ΤΟ ΑΣΗΜΑΝΤΟ
ΣΠΕΡΝΟΥΝ ΤΟ ΑΣΗΜΑΝΤΟ
Εδώ,
Οι άνθρωποι είναι γυμνοί κι αθώοι.
Φτιαγμένοι από παλαιά κομμάτια ποιημάτων
Τραγουδούν τους Ουρανούς που δεν γνώρισαν.
Στα χέρια τους κρατούν δέσμες
Παλαιών νυχτερινών παιγνιδιών
(Κρυφτό,κυνηγητό, σκλαβάκια...)
Τα προσφέρουν σ'όσους τους φωνάζουν"σ'αγαπώ"
Με τον τρόπο που πέφτει ένα αστέρι
Με την τέχνη που ξεφυλλίζεται ένα φθαρμένο βιβλίο
Γεμάτο πριγκηπόπουλα που έμαθαν να κοάζουν.
Εδώ,
Οι άνθρωποι σπέρνουν το ασήμαντο
Και θερίζουν ένα αλληλούια
Θυμούνται τις οσμές της Κυριακής
Και τα σιωπηλά αποχαιρετιστήρια μαντίλια.
Περνούν από χαραμάδες αντιθέτων:
(Το Χοντρό και το Λιγνό
Στην παράγκα της Μεταμόρφωσης)
Το νυσταγμένο Γιόζεφ που ξύπνησε κατσαρίδα.
Όταν κρυώνουν, φορούν τη μουσική
Κι όταν πεινούν, μασούν τα όνειρα.
Εδώ,
Οι άνθρωποι είναι γυμνοί κι αθώοι.
Φτιαγμένοι από παλαιά κομμάτια ποιημάτων
Τραγουδούν τους Ουρανούς που δεν γνώρισαν.
Στα χέρια τους κρατούν δέσμες
Παλαιών νυχτερινών παιγνιδιών
(Κρυφτό,κυνηγητό, σκλαβάκια...)
Τα προσφέρουν σ'όσους τους φωνάζουν"σ'αγαπώ"
Με τον τρόπο που πέφτει ένα αστέρι
Με την τέχνη που ξεφυλλίζεται ένα φθαρμένο βιβλίο
Γεμάτο πριγκηπόπουλα που έμαθαν να κοάζουν.
Εδώ,
Οι άνθρωποι σπέρνουν το ασήμαντο
Και θερίζουν ένα αλληλούια
Θυμούνται τις οσμές της Κυριακής
Και τα σιωπηλά αποχαιρετιστήρια μαντίλια.
Περνούν από χαραμάδες αντιθέτων:
(Το Χοντρό και το Λιγνό
Στην παράγκα της Μεταμόρφωσης)
Το νυσταγμένο Γιόζεφ που ξύπνησε κατσαρίδα.
Όταν κρυώνουν, φορούν τη μουσική
Κι όταν πεινούν, μασούν τα όνειρα.
Τετάρτη, 9 Απριλίου 2014
Ο ΑΡΧΑΙΟΣ ΖΟΦΟΣ
Ο ΑΡΧΑΙΟΣ ΖΟΦΟΣ
Αφαιρώντας
Αφαιρώντας
Αφαιρώντας έρχεται το ποίημα.
Έμεινες ο τελευταίος των οιωνοσκόπων,
Με το βλέμμα καρφωμένο
Στη βιολετιά δύση και τα πουλιά
Που σχεδιάζουν τις νυχτερινές απώλειες,
Επιλέγουν ποιος, στο επόμενο ενύπνιο,
Θα' χει μισάνοιχτες τις βαλίτσες του.
"Μή ιδέτω η ψυχή μου
Τας σκοτεινάς όψεις των πονηρών...".
Ο Άγιος Ευστράτιος δε μελετούσε
Τις γραμμές μιας σιντεφόχροης
Εδεμικής στεφάνης.
Τραβούσε τα κουρτινάκια της καρδιάς
Και τρόμαζε απ'τον αρχαίο ζόφο.
Αφαιρώντας
Αφαιρώντας
Αφαιρώντας έρχεται το ποίημα.
Έμεινες ο τελευταίος των οιωνοσκόπων,
Με το βλέμμα καρφωμένο
Στη βιολετιά δύση και τα πουλιά
Που σχεδιάζουν τις νυχτερινές απώλειες,
Επιλέγουν ποιος, στο επόμενο ενύπνιο,
Θα' χει μισάνοιχτες τις βαλίτσες του.
"Μή ιδέτω η ψυχή μου
Τας σκοτεινάς όψεις των πονηρών...".
Ο Άγιος Ευστράτιος δε μελετούσε
Τις γραμμές μιας σιντεφόχροης
Εδεμικής στεφάνης.
Τραβούσε τα κουρτινάκια της καρδιάς
Και τρόμαζε απ'τον αρχαίο ζόφο.
ΦΛΑΣ ΑΠ' ΤΑ ΠΑΛΙΑ
ΦΛΑΣ ΑΠ' ΤΑ ΠΑΛΙΑ
Ανάμεσα στο πουθενά και το ποτέ
Τινάζονται σαν τριαντάφυλλο
Τα όντα.
Μπορεί να'ναι δυο χελιδόνια,
Αστερισμοί,
Μια ουασιγκτώνα ατέρμονη
-Στασίδι των αγγέλων-
Ή
Ένας γύφτος στεγνός,
Ο αρκουδιάρης,
Που θεραπεύει, με την ισορροπία του "Μάρκου",
Τη μέση της Ματζαφλέραινας.
Ανάμεσα στο πουθενά και το ποτέ
Τινάζονται σαν τριαντάφυλλο
Τα όντα.
Μπορεί να'ναι δυο χελιδόνια,
Αστερισμοί,
Μια ουασιγκτώνα ατέρμονη
-Στασίδι των αγγέλων-
Ή
Ένας γύφτος στεγνός,
Ο αρκουδιάρης,
Που θεραπεύει, με την ισορροπία του "Μάρκου",
Τη μέση της Ματζαφλέραινας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου